Εμαθε τα ποντιακά από τη γιαγιά του και τον αιωνόβιο παππού του, ο οποίος έχει ζήσει τρεις οθωμανούς σουλτάνους και 11 πρόεδρους της Τουρκικής Δημοκρατίας! Ο Ομέρ Ασάν αρχικά διώχθηκε ως κομμουνιστής και αργότερα ως «ρωμιόσπορος» και παραλίγο να καταδικαστεί για «προπαγάνδα με στόχο τον διαμελισμό της Τουρκίας». Μάλιστα, χρειάστηκε να κινητοποιηθεί το Ευρωκοινοβούλιο για να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον του. Ο 49χρονος εκδότης και ερευνητής, που είχε προκαλέσει τρομερές αντιδράσεις στην Τουρκία με το βιβλίο του «Ρontos Κulturu» («Ο πολιτισμός του Πόντου», εκδόσεις Κυριακίδη), αποκαλύπτοντας το σύγχρονο αποτύπωμα της ελληνόφωνης ποντιακής κουλτούρας στη χώρα του, μιλάει για τον Πόντο, το νέο του ντοκυμαντέρ, την ταχεία μετάλλαξη της Τουρκίας και το στοίχημα της διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας στην παγκοσμιοποίηση. Το «Βήμα» συνομίλησε με τον κ. Ασάν στην Αθήνα, όπου ήρθε για την προβολή του πρώτου μέρους του ντοκυμαντέρ του αλλά και για να συναντηθεί με τη διαδικτυακή κοινότητα 19 blogs ιστορικού ενδιαφέροντος, τα οποία στηρίζουν την ελληνοτουρκική φιλία «από τα κάτω», μέσα από την ανάδειξη των αυθεντικών, κοινών στοιχείων που ενώνουν τους δύο λαούς.
Ανατρεπτική προσωπικότητα
Ο κομμουνιστής πατέρας του φυλακίστηκε από τη χούντα του 1971. Εννέα χρόνια αργότερα ήρθε και η σειρά του κ. Ασάν, με τη δικτατορία του Κενάν Εβρέν. «Εκανα δύο μήνες φυλακή διότι ήμουν κομμουνιστής- και παραμένω ακόμη! Τότε ήμουν 19 ετών» αναφέρει. Τριάντα χρόνια αργότερα, ως εκδότης πλέον, ο κ. Ασάν προχώρησε στην έκδοση συλλογής διηγημάτων («12 Εylul Sabahi») 114 ανθρώπων γύρω από το πώς βίωσαν εκείνο το πρωινό της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980. «Ηθελα σε ένα βιβλίο να συγκεντρώσω τι ακριβώς σκέφτονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι την ημέρα του πραξικοπήματος.Κάποιοι ήταν χαρούμενοι, άλλοι ένιωθαν αβέβαιοι, ενώ ορισμένοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Παρεμπιπτόντωςοι πιο πολλοί δήλωναν χαρούμενοι για το πραξικόπημα! Ωστόσο, 30 χρόνια μετά παραδέχθηκαν ότι αγνοούσαν ότι η Τουρκία θα οδηγούνταν στον φασισμό» σημειώνει.
Τα προβλήματα για τον κ. Ασάν εμφανίστηκαν εκ νέου, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποντιακή κουλτούρα στην Τουρκία, ερευνώντας κατ΄ αρχήν τη διάλεκτο του χωριού του Ερένκιοϊ που βρίσκεται στην περιοχή του Οφεως της Τραπεζούντας. «Μεγάλωσα σε ένα χωριόόπου όλοι μιλούσαν ποντιακά. Εκανα πολλές έρευνες για τη γλώσσα και όλα άρχισαν από το γεγονός ότι στα τουρκικά δεν υπήρχε ούτε ένα άρθρο ούτε ιστορική πηγή για αυτήν τη διάλεκτο. Ξεκίνησα από μεράκι, όχι για να αναδείξω μια νέα εθνική ταυτότητα, αλλά, καθαρά, για να σκιαγραφήσω αυτή τη γλώσσα» τονίζει ο κ. Ασάν. Οπως εξηγεί, το αποτύπωμα των ποντιακών χάνεται σιγά σιγά στον Πόντο καθώς είναι κυρίως οι ηλικιωμένοι που τα μιλούν ακόμη. «Η γλώσσα διανύει μια πορεία φυσική» σχολιάζει.
Το 1996, όταν εκδόθηκε το βιβλίο του, υπέστη τεράστιο κύμα αμφισβήτησης και κατηγοριών εναντίον του. «Δεν το κατάλαβαν καλά το βιβλίο. Σε γενικές γραμμές, βέβαια, ούτε εγώ συνειδητοποίησα τι είχα κάνει! Αυτοί νόμιζαν ότι ήθελα να δημιουργήσω ένα νέο εθνικό πρόβλημα. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, τελικώς δεν συνέβη απολύτως τίποτα καιμάλιστατο βιβλίο έχει πάψει να τραβάει την προσοχή!» εξηγεί με χιούμορ ο 49χρονος ερευνητής.
Ενα ντοκυμαντέρ-γέφυρα φιλίας
Το ντοκυμαντέρ «Πού πας, αδελφέ: μια ιστορία αποχωρισμού» («Κardes Νereye: Βir Αyrilik Οykusu») πραγματεύεται το ιστορικό αποτύπωμα της προσφυγιάς σε δεύτερης και τρίτης γενιάς τούρκους και έλληνες πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη και τη Δράμα για την περιοχή Ορντού – τα καθ΄ ημάς Κοτύωρα- και τον Πόντο για τη Μακεδονία, αντίστοιχα. «Προσπαθούμε να δείξουμε πώς ένα γεγονός που συνέβη πριν από 87 χρόνια, δηλαδή η ανταλλαγή των πληθυσμών, επηρεάζει ακόμη και σήμερα τις κοινότητες των προσφύγων και έχουμε ως απώτερο στόχο τη δημιουργία γέ φυρας φιλίας μεταξύ των δύο λαών» συμπληρώνει.
Η πραγματοποίηση του ντοκυμαντέρ, ωστόσο, παρουσιάζει και δυσκολίες. «Γνωρίζαμε ότι δεν θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε στην πρώτη γενιά των προσφύγων. Αναζητήσαμε περισσότερο τα ίχνη που έχουν αποτυπωθεί στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά. Η ανταλλαγή βρίσκεται στην ιστορία και των δύο λαών και ήταν το μεγαλύτερο δράμααλλά και τραύμα που δημιουργήθηκε και έμεινε ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Σε αυτήν την αναζήτηση προσπαθούμε να απαντήσουμε. Για να αναδείξουμεμε τον κατάλληλο τρόποκαι στις δύο πλευρές την ανταλλαγήεπιλέξαμε την περιοχή Ορντού, τα παλιά Κοτύωρα, διότι αποτέλεσαν τόπο αποχώρησης και συνάμαεγκατάστασης προσφύγων» υπογραμμίζει. «Προσπαθούμε να εξηγήσουμε την ανταλλαγή και τις μνήμες της. Αυτό το ντοκυμαντέρ είναι το πρώτο που ερευνά και τις δύο πλευρές και τα κοινά βιώματα των δύο λαών, συγκρίνοντας μάλιστα τι έχει “περάσει” ο ένας και τι ο άλλος» επισημαίνει ο κ. Ασάν.
Οπως αναφέρει, αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο στα γυρίσματα ήταν το εξής: «Στα Κοτύωρα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Σαλονίκη. Οταν έφθασαν εκεί, έπαθαν σοκ. Είχαν αφιχθεί νύχτα με το πλοίο και η πόλη δεν είχε φως. Σκέφτηκαν ότι μπορεί απλώς όλοι να κοιμούνται, το πρωί όμως ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε ηλεκτρισμός! Ξημέρωσε και κατάλαβαν ότι βρίσκονταν σε ένα χωριό. Ολοι ζήτησαν να γυρίσουν πίσω στη Σαλονίκη ή να τους μεταφέρουν σε κάποια μεγάλη πόλη» διηγείται ο κ. Ασάν. Αντίστοιχα, από την περιοχή Ορντού εκδιώχθηκαν και κατέληξαν στη Μακεδονία πόντιοι πρόσφυγες.
Η Τουρκία αλλάζει
«Τα τελευταία χρόνια πριν και μετά το τελευταίο δημοψήφισμα διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα αλλάζουν. Βγαίνουν στις τηλεοράσεις αυτοί που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα μιλούσαν δημοσίως. Το ίδιο διακρίνουμε και στις εφημερίδες. Η Τουρκία αλλάζει πολύ γρήγορα, όχι μόνο πολιτικάαλλά και κοινωνικά, στο επίπεδο των αντιλήψεων. Αυτή η αλλαγή αποκτά ιδιαίτερα υψηλή ταχύτητα» αναφέρει ο κ. Ασάν. «Η πόλη γίνεται όλο και μεγαλύτερη και προσλαμβάνει μητροπολιτικό χαρακτήρα. Με τα νέα πολεοδομικά σχέδια ανεγείρονται οικοδομές στους φτωχομαχαλάδες. Το κράτος δίνει εκατομμύρια και μακροπρόθεσμα δάνεια για να αλλάξει τα γκέτο. Αυτοί που έμεναν σε φτωχικό σπίτι, σήμερα αποκτούν διαμέρισμα» εξηγεί.
Ο τούρκος ερευνητής κάνει λόγο και για τον πειρασμό της τουρκικής μετάλλαξης. «Η Τουρκία, ως λαός και ως κράτος, ενώ είναι μια χώρα της Μέσης Ανατολής, τα τελευταία 100 χρόνια επέλεξε τη Δύση. Και αυτή η επιλογή δεν συζητείται πλέον. Αντίθετα, αυτό που συζητείται είναι το πώς θα ενταχθεί στην Ευρώπη με τη δική της ταυτότητα- όπως συνέβη στην Ελλάδα πριν από 30 χρόνια. Η Τουρκία αλλάζει και μαζί με τους νόμους και τις αντιλήψειςεκδημοκρατίζεται. Πλέον δεν υπάρχει γυρισμός» σημειώνει.
Το ζήτημα της ταυτότητας
«Οσον αφορά τους κοινωνιολόγους το ζήτημα της ταυτότητας είναι πολύ σημαντικό, οι κοινωνίες όμως με τις ταυτότητες που διαθέτουν, ειδικά τις πολιτιστικές, είναι ανοιχτές στις επιρροές και στην παγκοσμιοποίηση» υπογραμμίζει ο κ. Ασάν. «Ο κόσμος αφήνει την πολυπολιτισμική του ταυτότητα και οδεύει προς μια ενιαία και κοινή. Βέβαια στην Τουρκίαη ταυτότητα που έχουμε κληρονομήσει δεν θα παραχωρήσει τόσο εύκολα τη θέση της. Μπορεί στην Ευρώπη αυτό να συμβαίνει πιο εύκολα, η Τουρκία όμως αποτελεί μια κοινωνία πιο κλειστή. Ηδη οι κοινωνιολόγοι συζητούν για το πόσο θα αντέξει σε αυτές τις αλλαγές. Κυρίως, όμως, συζητείται η ημερομηνία εισόδου στην ΕΕ!» εξηγεί.
«Αν μεταλλαχθεί η ταυτότητά μας και δεν κληροδοτήσουμε πηγές, θα ξεχαστεί γρήγορα. Βέβαια οι ταυτότητες μπορεί να φιλοξενηθούν στις βιβλιοθήκες. Ωστόσο, δεν είμαι και τόσο απαισιόδοξος. Στο Διαδίκτυο γίνεται “πόλεμος” για τη διατήρηση των ταυτοτήτων. Η τεχνολογία μπορεί να σημαίνει και καταστροφή, μπορεί όμως και να δημιουργήσει πολυπολιτισμικό περιβάλλον» καταλήγει ο κ. Ασάν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ