Τυλίγονται με σατέν ανατολίτικες ρόμπες και ξαπλώνουν νωχελικά στα βελούδινα ανάκλιντρα του σαλονιού. Στην άκρη του χεριού τους κρεμούν ένα τσιγάρο σε φιλντισένια πίπα ή ένα δροσερό κοκτέιλ, ανάλογα με την ώρα. Οταν αποφασίσουν να βγουν για βράδυ, φορούν μακριές μεταξωτές τουαλέτες, λαμπερά κοσμήματα ή υπέρκομψα σμόκιν. Αν οι μέρες τους κυλούν βυθισμένες στους νωχελικούς μποέμικους ρυθμούς της αρτίστικης ζωής, τα βράδια τους λικνίζονται σε καταχθόνια μουσική και πολύχρωμα φώτα: φλερτ και σαμπάνια, χαρούμενα χαχανητά, χάδια σε βελούδινη επιδερμίδα, νύχτες δίχως προσανατολισμό που απομακρύνουν κάθε φραγμό.
Οι ήρωες του Κάουαρντ, κοσμοπολίτες, εύθυμοι, ανάλαφροι, πετούν σαν πουλιά από το Παρίσι στο Λονδίνο, στην Μομπάσα, στη Νέα Υόρκη και νιώθουν εξίσου άνετα σε μια ακατάστατη νεανική σοφίτα όσο και σε ένα υπερπολυτελές διαμέρισμα ουρανοξύστη. Δεν είναι απλώς bon viveurs όμως. Περισσότερο ή λιγότερο ταλαντούχοι, επιδιώκουν και συνήθως κατακτούν την αναγνώριση που τους αρμόζει. Ο Οτο γίνεται γνωστός ζωγράφος, ο Λεό διάσημος θεατρικός συγγραφέας και η Γκίλντα καταξιώνεται ως διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Η οικονομική άνεση εξυπηρετεί την αγάπη τους για την καλή ζωή, τα ταξίδια, τα δώρα, τα δείπνα. Δεν είναι αυτό που τους κάνει ξεχωριστούς όμως, το επιτηδευμένο γούστο τους, αλλά η ουσιαστική, η έμπρακτα βιωμένη ελευθερία τους.
Τίποτε δεν τους περιορίζει. Αψηφούν τους κανόνες με την ίδια άνεση που αφήνουν τη ρόμπα τους να γλιστρήσει στο πάτωμα. Οι κοινωνικές συμβάσεις τούς προκαλούν πλήξη, ασφυξία. Ποδοπατούν τις ενοχές «σαν απαίσιες κατσαρίδες».
Κι έτσι δημιουργούν τα δικά τους σχήματα, τριγωνικά κατά προτίμηση, το δικό τους «σχεδίασμα ζωής» (όπως θα αποδίδαμε τον τίτλο του πρωτότυπου Design for living) προσαρμοσμένο στις δικές τους ανάγκες. Αφού πρώτα δοκιμάσουν όλα τα δυαδικά ενδεχόμενα (Οτο- Γκίλντα, Λεό- Γκίλντα, Οτο- Λεό), συνειδητοποιούν ότι το κλασικό ντουέτο δεν τους ταιριάζει. «Από δω και μπρος έχουμε μόνο μία επιλογή- να ζήσουμε και να πεθάνουμε με τον δικό μας τρόπο. Κανείς άλλος δεν μπορεί να μας δείξει ποιος είναι ο σωστός τρόπος για μας, οι τρόποι των άλλων μας πνίγουν» εξηγεί γλαφυρά η Γκίλντα στον άτυχο και εμβρόντητο σύζυγό της Ερνεστ ανακοινώνοντάς του ότι τον εγκαταλείπει προκειμένου να ζήσει όπως πραγματικά επιθυμεί: με τους δύο άντρες που αγαπάει και την αγαπούν, τον Οτο και τον Λεό, σε ένα ολόδικό τους menage a trois.
Ο Κάουαρντ αντιτάσσεται στον μεταβικτωριανό πουριτανισμό μέσα από τον σοφιστικέ σαρκασμό των ηθών της βρετανικής κοινωνίας. Η πραγματική πλοκή των έργων του, όπως εξαιρετικά εύστοχα το έθεσε ο Α. Τ. Μακντόνελ, είναι «η αντίθεση ανάμεσα στον λαμπερό κοσμοπολιτισμό και τον δυσκοίλιο αγγλοσαξονισμό», όπου ο δεύτερος υφίσταται ήττα βαριά σε κάθε περίπτωση. Δεν χρειάζεται σκυθρωποί να ψάχνουμε το νόημα της ζωής σε έρημες χώρες. Μπορούμε να νικήσουμε τον φόβο του θανάτου με άλλα όπλα: μεθυστικά μαρτίνι, ξέφρενα πάρτι, ανέμελα πάθη, ακατάλληλους έρωτεςέναν ατελείωτο στροβιλισμό πνεύματος και στυλ που ξορκίζει, έστω φευγαλέα, όλα τα κακά.
Ο ίδιος ο Κάουαρντ στάθηκε ένδοξη ενσάρκωση αυτής της κοσμοθεωρίας. Πολυτάλαντος και πολυμαθής, διέπρεψε το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα ως συγγραφέας, ηθοποιός και συνθέτης. Εγραψε περίπου εκατόν σαράντα θεατρικά και εκατοντάδες τραγούδια. Αν και ανοιχτά ομοφυλόφιλος, υπήρξε ασύλληπτα δημοφιλής την περίοδο του μεσοπολέμου και δικαίως θεωρείται ο πρώτος βρετανός ποπ σταρ: «Ολοι οι άντρες, όποιος κι αν ήταν ο τύπος τους, ξαφνικά ήθελαν να μοιάζουν με τον Νόελ Κάουαρντ- φροντισμένος και σατινέ, άψογα ντυμένος και χτενισμένος σαν να έχει βγει μόλις από το κομμωτήριο, με τσιγάρο, τηλέφωνο ή κοκτέιλ στο χέρι…» έγραφε ο Σεσίλ Μπίτον στον «Καθρέφτη της μόδας», το βασικό εγχειρίδιο της δεκαετίας για το στυλ. Εζησε μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης, απέκτησε δύο σπίτια στην Τζαμάικα, λατρεύτηκε παγκοσμίως, μετά ξεχάστηκε, τα έργα του έπαψαν να έχουν την ίδια απήχηση, και ο άνθρωπος που θεωρήθηκε η επιτομή της αγγλικής ιδιοσυγκρασίας πέθανε το 1973 από ανακοπή καρδιάς. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε ανακηρυχθεί σερ.
Η παράσταση που είδαμε στο Από Μηχανής Θέατρο απέχει έτη φωτός από την εκλεπτυσμένη αισθητική του Κάουαρντ. Το πρώτο και βασικότερο σοκ το υφίσταται ο θεατής μόλις μπει στην αίθουσα. Και δεν το ξεπερνάει ποτέ. Μιλάω για την ασχήμια του σκηνικού που φιλοτέχνησε ο Νίκος Αναγνωστόπουλος. Μια ασχήμια τόσο μεγάλη ώστε κάνει όλα τα άλλα προβλήματα της παράστασης να μοιάζουν ασήμαντα. Και, πιστέψτε με, έχει πολλά.
Αν το ζητούμενο για κάθε ανέβασμα έργου του Κάουαρντ είναι το εγκεφαλικό πινγκ πονγκ πάνω στον αφρό της σαμπάνιας, η εκδοχή του Αντώνη Γαλέου μας παρουσιάζει ένα εφηβικό παρεάκι που καταναλώνει μπίρες. Τίποτε από το πνευματώδες σύμπαν του συγγραφέα δεν διασώζεται εδώ. Ο διάλογος απλώνει σαν μαρμελάδα, ο ρυθμός απουσιάζει, οι άνδρες ηθοποιοί υποδύονται τους χαριτωμένους και όλοι μαζί χαριεντίζονται πάνω σε ζιγκ ζαγκ διάδρομο τριγυρισμένοι από θολή θαλασσινή φουρτούνα και πουλιά που «φασιανίζουν». Την παράσταση κλέβει η ντιβανοκασέλα-σιδερώστρα σε τυρκουάζ-ασημί αποχρώσεις πάνω στην οποία εκτυλίσσεται το 80% της δράσης. Το τερατόμορφο αυτό δημιούργημα του σκηνογράφου είναι αρκετό από μόνο του να σκοτώσει κάθε προσδοκία στυλ.
Συμπαθής ο Δημήτρης Μακαλιάς (Λεό) αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη. Ατονος και άχρωμος ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς (Οτο), φορτικός ο Νέστορας Κοψιδάς. Η μόνη που διασώζει κάτι από Νόελ Κάουαρντ αποδεικνύεται η Φαίη Ξυλά, φωτεινή και γοητευτική παρουσία που «σπάει» ως έναν βαθμό την αφόρητη ανοησία της παράστασης.