Ηθοποιός, σκηνοθέτις αλλά βεβαίως και συγγραφέας και, γιατί όχι, και λίγο τραγούδι. Η πολυπράγμων Λένα Κιτσοπούλου,μια ξεχωριστή γυναίκα της εποχής μας, φιλοξενείται εδώ σε μία εκ βαθέων συζήτηση, με αφορμή όλα αυτά με τα οποία καταπιάνεται και της επιτρέπουν μιαιδιαίτερη οπτική και γλωσσική ερμηνεία της πραγματικότητας.
Παίζει, σκηνοθετεί, γράφει – όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά προτεραιότητας για την ίδια. Συναντηθήκαμε με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου «Μεγάλοι δρόμοι», μια συλλογή δέκα άκρως εθιστικών διηγημάτων γραμμένων με μια γλώσσα ζωντανή, χειμαρρώδη αλλά καθόλου επιτηδευμένη. Μια γλώσσα γνήσια, που αποπνέει αβίαστα την αυθεντικότητά της, χαρακτηριστικά που ευθύς αμέσως διακρίνει κανείς στην ίδια τη συγγραφέα. Εμφανίζεται ατημέλητη στο ραντεβού μας. Αφοπλιστικά ατημέλητη, γιατί ακτινοβολεί τη βαθιά σιγουριά που αισθάνεται. Μιλάει ήρεμα, αλλά παθιάζεται. Βρίζει, αλλά δεν είναι χυδαία. Δύσκολο να περιγράψεις την προσωπικότητά της σε λίγες γραμμές. Πτυχές της θα ξεδιπλώσει υποδυόμενη τη Ρωξάνη στην παράσταση «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», στο Εθνικό Θέατρο από τον Δεκέμβριο, αλλά και ως σκηνοθέτις για δεύτερη χρονιά σε δύο παραστάσεις που έχουν ήδη κλέψει τις εντυπώσεις: τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» και τη «Γυναίκα της Πάτρας». «Είναι κάτι άλλο που κάνετε και μου διαφεύγει;» τη ρωτάω. «Τραγουδούσα σε ένα ρεμπετάδικο στη Σαντορίνη μέχρι πέρυσι, τα καλοκαίρια. Και σε κανέναν γάμο. Εχω γράψει δυο-τρεις στίχους. Τώρα, ας πούμε, έγραψα ένα τραγουδάκι συμπαθητικό, αλλά έτσι, ρε παιδί μου, απλό πολύ, δεν είμαι μουσικός».
Οταν ασχολείται κάποιος με πολλά δεν υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορεί να εμβαθύνει τελικά σε κανένα από αυτά;
«Ξεκίνησα ως ηθοποιός, αλλά πλέον δεν είμαι τόσο ενεργή. Δεν έχω την καθημερινότητα του ηθοποιού που δουλεύει με ωράριο και λίγο σαν στρατιώτης, που δεν έχει διακοπές. Εγώ θέλω χρόνο να φεύγω, να ταξιδεύω. Οπότε το κάνω επιλεκτικά. Ισως επειδή το πρώτο που έκανα ήταν η ηθοποιία και έχω φάει χρόνια σε αυτό και το αγαπάω, δεν φεύγει το μικρόβιο. Πέρασα όμως φάσεις που έλεγα “τα παρατάω, ρε παιδί μου”. Αλλά δεν μπορώ. Τώρα παίζω με μεγάλη χαρά τη Ρωξάνη».
Γιατί να τα παρατήσετε;
«Με κούραζαν λίγο οι συνεργασίες. Αυτές οι δουλειές, νομίζω, θέλουν μια ελευθερία απόλυτη. Για να τις κάνεις μαζί με άλλους πιστεύω ότι χρειάζεται να είναι και οι άλλοι λίγο σαν και εσένα. Οταν μπαίνουν πολλά άτομα, μπορεί κάποιος να σε ευνουχίζει, μπορεί κάποιος να σε κρίνει ή κάποιος να μη σου πάει».
Φαντάζομαι ότι είναι δύσκολη η συνύπαρξη με ανθρώπους που έχουν μεγάλο εγώ.
«Ναι, υπάρχουν άνθρωποι περίεργοι στον χώρο του θεάτρου. Μπορεί να είναι νάρκισσοι ή με διάθεση να εξουσιάσουν τους άλλους. Μεγαλώνοντας όμως, είμαι πιο αυτάρκης και πιο δυνατή, μου είναι πιο εύκολο πλέον να αντιμετωπίζω τέτοιες καταστάσεις. Παλαιότερα αυτό με πίεζε λίγο. Οταν βρήκα τη χαρά της μοναχικής δημιουργίας, η ηθοποιία μού φαινόταν σαν μαρτύριο. Εκτός αν κάτι είναι δικό μου ή η σκηνοθεσία κάποιου φίλου, όπως τώρα με τον Νίκο τον Καραθάνο στο Εθνικό. Οι ταινίες μου αρέσουν πάντα, το γύρισμα το απολαμβάνω. Είναι πιο ελεύθερο, είσαι συνήθως εκτός Αθηνών. Eίναι λίγο σαν πενταήμερη. Οι κινηματογραφιστές είναι άλλωστε τεχνικοί, άνθρωποι της πράξης, δεν έχουν τόση αρρώστια. Ή δεν τη δείχνουν τουλάχιστον».
Στον χώρο των γραμμάτων πάντως μπήκατε πολύ δυναμικά. Με το πρώτο σας βιβλίο, τις «Νυχτερίδες», κερδίσατε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω». Αυτό πώς αντιμετωπίστηκε από τους συναδέλφους σας, τόσο τους ηθοποιούς όσο και τους συγγραφείς;
«Δεν ασχολήθηκα πολύ με το πώς με είδαν. Με ενδιαφέρει η κριτική από ανθρώπους που ενδιαφέρονται για μένα. Κάποιος που θα κρίνει κακόβουλα δεν με αφορά. Σίγουρα έχουν ακουστεί διάφορα αρνητικά, τύπου “τι θέλει αυτή τώρα;”, αλλά δεν με νοιάζει, όπως εμένα δεν με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Είμαι συγκεντρωμένη στον εαυτό μου και στους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν. Διάβασα ένα ωραίο βιβλίο του Ροντέν. Λέγεται “Διαθήκη” και είναι σαν γράμμα προς νέους καλλιτέχνες. Και λέει ένα ωραίο για τους φίλους. “Οι φίλοι θα θριαμβεύσουν. Αυτοί ξέρουν γιατί σας αγαπούν. Οι εχθροί αγνοούν γιατί σας απεχθάνονται”. Μου φάνηκε πολύ σπουδαίο. Δείχνει ότι είναι ένα δικό τους πρόβλημα, που ούτε και οι ίδιοι μπορούν να καταλάβουν τι είναι. Δεν φθονούν αυτό που κάνεις εσύ, φθονούν τον εαυτό τους».
Με τα βιβλία σας εκθέτετε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού σας και διαφαίνεται ότι είστε αυθόρμητη, εκρηκτική, χειμαρρώδης. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να περιμένει το κοινό να σας δει σε ρόλους που συνάδουν προς την προσωπικότητά σας;
«Σίγουρα υπάρχει τάση απ’ έξω να σε κατηγοριοποιήσουν. Πολύ συχνά, για παράδειγμα, με παίρνουν και μου ζητούν από εφημερίδες την άποψή μου για κάτι, γιατί ξέρουν ότι εγώ θα βρίσω, ότι θα πω μια μαγκιά. Το αποφεύγω και το κάνω μόνο εκεί που με ενδιαφέρει. Πάντα βρίσκω το κέντρο και την ησυχία μου, δεν παρασύρομαι».
Δεν θα ήταν πιο εύλογο να παίξετε εσείς τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.;
«Η πρόταση από το Εθνικό ήταν να γράψω κάτι, όχι και να παίξω. Και μετά προέκυψε η Μαρία για τον ρόλο, που είναι ένας άνθρωπος δικός μου, την αγαπώ πολύ και τη σέβομαι. Νομίζω ότι είναι καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα».
Με τη Ρωξάνη που υποδύεστε εφέτος πόσα κοινά έχετε;
«Κάθε φορά βάζεις τον εαυτό σου σε κάθε ρόλο, δεν έρχεται να σε βρει ο ρόλος. Και, τελικά, κανένας ρόλος άμα τον ψάξεις δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται εξαρχής. Η Ρωξάνη είναι καλή, γλυκιά, ερωτευμένη. Εχει όμως και αυτή πολλές πτυχές. Βλέπεις και πονηριά, δύναμη, αγριάδα. Τον κόμη Ντε Γκις τον βάζει να την ερωτευτεί, να την καψουρευτεί, για να μπορεί αυτή να βλέπει τον άλλον. Γι’ αυτό νομίζω ότι ο Νίκος σκέφτηκε να το κάνω εγώ, που δεν είμαι μικρή. Θα μπορούσε να πάρει μια εικοσιπεντάρα που μόλις έχει βγει από τη σχολή. Ηθελε μια ψυχή γυναίκας και όχι ένα κοριτσάκι, μια αθώα παρθένα».
Φαντάζομαι ότι αν είσαι περίπλοκος και πολυεπίπεδος ως χαρακτήρας, είσαι πάντα, είτε είσαι 25 είτε μεγαλύτερος. Απλώς μαθαίνεις να ανακαλείς πιο συνειδητά αυτά τα χαρακτηριστικά σου.
«Eτσι νομίζω και εγώ. Τα χαλιναγωγείς και μαθαίνεις να προστατεύεσαι. Αλλά είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Είναι πολύ μικρό το διάστημα που ζούμε για να προλάβουμε να αλλάξουμε. Και ένας γέρος είναι ένα παιδί ουσιαστικά. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι άλλο απ’ ό,τι ήταν στα 15 του. Ετσι νομίζω ότι θα είμαι και εγώ».
Αυτή η ανάγκη για την παρατεταμένη εφηβεία δεν μπορεί να γίνει παγίδα;
«Ναι, από την άλλη όμως γιατί να μην είσαι πάντα παιδί μέχρι να γεράσεις; Γιατί να μη διατηρήσεις την αθωότητα, την έκπληξη; Και αυτό το άλλο πράγμα που σε βάζει σε καλούπια; Η κοινωνία, που σου λέει ότι στα 40 τέλειωσες. “Γιατί δεν έκανες ένα παιδί;”. Και η μάνα σου, που σου λέει “παιδί μου, μόνη σου θα μείνεις;”. Εχουν αποφασίσει οι άνθρωποι ότι πέντε πράγματα πρέπει να κάνεις στη ζωή σου: σπουδές, επάγγελμα, παιδί, οικογένεια και να πάρεις σύνταξη. Αυτό είναι μεγάλη κατάθλα. Μπορείς να είσαι ένας τρελός σε ένα παγκάκι, και τι έγινε;».
Εσείς έχετε καταφέρει να αντισταθείτε στο κυρίαρχο αυτό ρεύμα;
«Προσπαθώ, αλλά δεν το έχω καταφέρει. Και εγώ επηρεάζομαι, γιατί είναι πολύς ο βομβαρδισμός από γύρω. Ολος αυτός ο περίγυρος σε ρίχνει, και να μην είσαι σε μουρλάδικο τρελαίνεσαι κάποια στιγμή. Oπως η ασχήμια αυτής της πόλης. Κουράζει. Δεν μπορείς εσύ να είσαι στον κόσμο σου και όλη την ημέρα να ταλαιπωρείσαι. Κάποια στιγμή θα έρθει το βράδυ και θα πεις “… τον Χριστό μου”».
Είχατε πάει στη Γερμανία για κάποιο διάστημα πριν από μερικά χρόνια. «Ο σταθμός του Μονάχου», που περιλαμβάνεται στους «Μεγάλους δρόμους», είναι απόρροια αυτής της εμπειρίας;
«Oχι, είναι μια ιστορία βιωματική απ’ όταν είχα πάει στα 18 μου για πρώτη φορά για να σπουδάσω στο Μόναχο».
Γιατί γυρίσατε;
«Τότε ήμουν ακόμη στην εφηβεία και δεν είχα την κρίση που έχω τώρα, ότι εδώ είναι σκατά και ότι εκεί είναι μια χώρα που έχει να σου προσφέρει δέκα πράγματα. Σκεφτόμουν πολύ ενστικτωδώς».
Γιατί επιστρέψατε τη δεύτερη φορά;
«Τη δεύτερη φορά εκτίμησα πολύ περισσότερο τα καλά αυτής της χώρας, αλλά επειδή τη δουλειά μου την κάνω με τη γλώσσα μου κατάλαβα ότι δεν είναι ο τόπος που θα μου φέρει κάτι διαφορετικό, αλλά μόνο ο εαυτός μου. Σε μια ξένη χώρα το σύστημα είναι πολύ κλειστό, δεν μπορεί να έρθει κάποιος από το πουθενά. Είδα όμως ότι δεν θα με ενδιέφερε κιόλας. Εδώ είναι το μέρος για το οποίο μπορώ να γράψω. Εδώ έχω ερωτευτεί, έχω ζήσει όλη μου τη ζωή, έχω βρίσει… Το καλό είναι να έχεις μια ελευθερία, να μην είσαι πολύ κολλημένος. Να πεις: “Θα φύγω αύριο για έναν χρόνο”. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, να πάω να ζήσω κάπου στην επαρχία, σε ένα νησί».
Το κεφάλαιο επαρχία λοιπόν. Εχετε γεννηθεί στην Αθήνα, αλλά στα κείμενά σας συχνά σκιαγραφείτε με πολύ διεισδυτικό τρόπο τη ζωή στην επαρχία…
«Ολοι έχουμε μια επαφή με την επαρχία. Εγώ έχω φλέβα από τον πατέρα μου, ο οποίος είναι από το Αντίρριο. Εχω περάσει όλη την εφηβεία μου σε διακοπές στην επαρχία. Εκεί ελευθερωνόμουν, ερχόμουν σε επαφή με τους ντόπιους, με μούρλα, με μηχανάκια, με μεθύσια. Εκεί έγιναν όλα. Νομίζω ότι χτυπάει αυτή η φλέβα μέσα μου. Νιώθω οικειότητα με την επαρχία και με τους ανθρώπους. Πολύ άνετα κάθομαι σε μια ταβέρνα όλη την ημέρα με έναν ντόπιο».
Αν είχατε μεγαλώσει όμως σε μια μικρή πόλη, θα χτυπούσε με τον ίδιο τρόπο αυτή η φλέβα;
«Και τώρα ακόμη που πηγαίνω στη Σαντορίνη, βλέπω ότι εγώ είμαι πολύ προστατευμένη. Γράφω και δεν ανήκω σε αυτόν τον κόσμο. Είναι δύσκολο να ζεις εκεί και να έχεις το κουτσομπολιό και τις μικροπρέπειες. Οσο πιο απαίδευτος είναι ο κόσμος και υπανάπτυκτος, τόσο η αρρώστια του βγαίνει στη φόρα, δεν χαλιναγωγείται».
Εχετε έρθει σε επαφή με τα οικογενειακά εγκλήματα που περιγράφετε;
«Oχι απαραίτητα. Κάποια τα έχω ακούσει, άλλα τα έχω διαβάσει, άλλα τα έχω δει. Η αρρώστια είναι στη φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και στα μεγαλύτερα έργα οι αρχαίοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με την αρρώστια. Με τον γιο που πηδάει τη μάνα, τη μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της. Οι εξαιρέσεις των ανθρώπων είναι υγιείς. Ο άνθρωπος βασανίζει, καταστρέφει. Τους άλλους, τη φύση. Κάνει πολέμους, κάνει το Γκουαντάναμο, βγάζει τα νύχια του αλλουνού. Ανθρωποι τα έκαναν αυτά, και μάλιστα πολύ εύκολα. Δεν ξέρω να το εξηγήσω ψυχαναλυτικά, μια παρατήρηση κάνω».
Και όσον αφορά την οικογενειακή βία;
«Τελευταία έγραψα ένα κείμενο στο “κοντέινερ”. Και έλεγα εκεί ότι κάθε ημέρα αυτό το καλοκαίρι στην παραλία κάποιος κακοποιούσε ένα παιδί. Μια οικογένεια, μια μάνα σε υστερία. Και σκέφτεσαι: “Αυτοί οι άνθρωποι πώς κάνουν παιδιά;”. Είναι παράνοια».
Εσάς σας έχει αποτρέψει από το να γίνετε η ίδια μητέρα ο φόβος ότι μπορεί να ασκήσετε κάποιου είδους βία στο παιδί σας;
«Δεν μπορώ να λέω μεγάλες κουβέντες, γιατί δεν το έχω κάνει. Εχω βιώσει προσωπικά μια σχετικά υγιή κατάσταση. Αισθάνομαι ότι αυτό είναι που θα μετέδιδα. Νομίζω ότι ως γονιός δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να επαναλάβεις ακριβώς την ιστορία. Αντε, να πούμε ότι θα είσαι κάνας τρομερός σοφός και να καταφέρεις ένα εκατοστό να προχωρήσεις. Αλλά δεν το πιστεύω ούτε αυτό. Οπότε, από αυτήν την άποψη πιστεύω ότι έχω δοτικότητα, έχω αγάπη, γιατί την έχω εισπράξει και εγώ. Μαζί με πολλή εμπιστοσύνη, ελευθερία, θαυμασμό. Δεν έχω βιώσει κάτι τραγικό. Δεν μου είπε κανείς τι να κάνω και δεν πιέστηκα να ακολουθήσω το επάγγελμα του γονιού μου».
Δεν αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;
«Οχι, καμία σχέση. Οι γονείς μου ήθελαν να αγαπώ τη δουλειά μου. “Να αγαπάς αυτό που κάνεις, και ας πουλάς φιστίκια στον δρόμο”».
Στις ιστορίες σας ο έρωτας δεν ευδοκιμεί ποτέ. Διακόπτεται, είτε επειδή οι εμπλεκόμενοι είναι ατελείς προσωπικότητες είτε από απρόβλεπτους εξωτερικούς παράγοντες. Γιατί δεν υπάρχει ποτέ αίσιο τέλος;
«Γιατί δεν υπάρχει ποτέ αίσιο τέλος. Υπάρχει θάνατος. Θάνατος των πάντων. Και στον έρωτα. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση και να πορευτούμε».
Οσο μεγαλώνει κανείς δεν αισθάνεται ότι ίσως θα έπρεπε να βρει τρόπους να συμβιβαστεί με αυτόν τον θάνατο;
«Θέλω να έχω ωραίες σχέσεις, όπως τις θέλω εγώ. Δεν θέλω ντε και καλά να είμαι με κάποιον. Ας γεράσω, ας ζω σε μια τρώγλη. Δύσκολο να βρεθεί κάτι ωραίο, όπως είναι δύσκολη μια δυνατή φιλία. Πόσους φίλους έχεις γνωρίσει στη ζωή σου που θα μείνουν; Εγώ έχω δύο. Για να έχεις μια καλή ερωτική σχέση πρέπει να είσαι πολύ συγγενής με τον άλλον. Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Μπορεί να μην υπάρχει αυτός ο άνθρωπος. Μπορεί να μην τον γνωρίζεις. Μπορεί να υπάρχει και να είναι στην Κίνα. Μπορεί να γεννιέται τώρα. Μία στο δισεκατομμύριο μπορεί και να τον συναντήσεις. Μπορεί να έχει ζήσει πριν από 300 χρόνια. Εγώ πιστεύω ότι ο μεγάλος μου έρωτας είναι ο Ορσον Γουέλς. Πλάκα κάνω…».
Πώς κρίνετε την τάση απαξίωσης της τέχνης εν μέσω κρίσης;
«Είναι γεγονός ότι οι τέχνες ακμάζουν σε τόπους προηγμένους. Στην Αφρική που πεθαίνουν από την έλλειψη νερού δεν νομίζω ότι σκέφτεται κανείς “να δω τι λέει ο Τσέχοφ”. Η τέχνη θέλει οργάνωση και χρήματα».
Τελευταία κυκλοφορεί η άποψη ότι εν μέσω κρίσης ευδοκιμεί η δημιουργία…
«Ναι, προκύπτει και μια ελευθερία. Oταν όλα είναι μπάχαλο και δεν υπάρχουν ιδανικά, λες “θα κάνω ό,τι γουστάρω”. Δεν φοβάσαι ποιος θα σε κρίνει. Λες “δεν βγάζω και τον κώλο μου;”. Αυτό συμβαίνει σε ορισμένες στιγμές. Δεν μπορεί σε διάρκεια να δημιουργήσει θεσμούς, χώρους, σύνολα ανθρώπων που να δουλεύουν. Γι’ αυτό και στην Ελλάδα οι άνθρωποι οι κάπως σκεπτόμενοι κουράζονται νωρίς και μέχρι τα 40 θέλουν να αποχωρήσουν. Λέμε “μαλάκα, πάμε στα χωριά να κοιτάμε το υπερπέραν”. Είναι μια παραίτηση. Η ορμή του νιάτου και η πρώτη σου κάβλα, ε, φεύγουν κάποια στιγμή. Είναι σαν να σου ρουφάει αυτή η χώρα τα νιάτα και το αίμα».
Είστε αισιόδοξη ότι τα πράγματα θα αλλάξουν κάποια στιγμή;
«Oχι. Πάντα έτσι θα είναι ο κόσμος. Δεν είμαι μάντις, αλλά αυτή είναι η γνώμη μου. Εντάξει, πάντα κάτι γίνεται. Πάντα υπάρχει φως, γι’ αυτό και συνεχίζουμε και ζούμε. Ενας, δυο άνθρωποι. Δεν πειράζει, δεν είναι λίγοι. Ποτέ δεν ήταν διαφορετικά. Σε όλες τις εποχές όλοι οι συγγραφείς περιγράφουν μια κοινωνία άθλια. Είμαι όμως αισιόδοξη μέσα από αυτό που λέω. Είναι αισιόδοξο να το καταλάβεις ότι είναι όλα σκατά. Σημαίνει ότι είσαι έξυπνος».
Δεν σκέφτεστε ποτέ «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»;
«Oχι. Τους καταλαβαίνω βέβαια. Κοιμούνται καλύτερα τα βράδια. Δεν καπνίζουν εκατό τσιγάρα ούτε πίνουν εκατό σφηνάκια για να συνέλθουν».
Με τον αντικαπνιστικό νόμο πώς τα πάτε;
«Ευκαιρία να πω και ένα ωραίο της Ελλάδας. Βλέπω ότι δεν φτουράει αυτός ο νόμος, τα τασάκια άρχισαν να ξαναβγαίνουν και πολύ χαίρομαι. Δεν είναι ότι είμαι εναντίον του νόμου εντελώς, αλλά το θεωρώ πολύ ρατσιστικό να γίνονται τόσο ακραία τα πράγματα. Το τσιγάρο δεν είναι απαγορευμένο πράγμα, δεν είναι πρέζα, το πουλάς, ρε φίλε, πού θα το καπνίσω εγώ; Με έναν τρόπο στην Ελλάδα διατηρείται μια ανθρωπιά σε σχέση με άλλες χώρες όπου είναι τόσο αυστηροί οι νόμοι. Υπάρχει ανθρωπιά, υπάρχει το “έλα μωρέ, δεν έχεις να φας; Ελα σπίτι μου!”. Είναι και αυτό κάτι».
Θα αποφασίζατε να συμμετάσχετε στα κοινά για να βοηθήσετε να αλλάξουν τα πράγματα με πιο ενεργό τρόπο;
«Οχι, ποτέ. Εχω μια απέχθεια για όλα τα κομματικά, δεν τα ξέρω κιόλας».
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ορμή μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη από τη σχολαστική πολιτική παιδεία…
«Είναι μια κλίση την οποία εγώ δεν έχω. Και το θέατρο μπορεί να είναι μια πολιτική πράξη. Σε προσωπικό επίπεδο είναι ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι, που στέκεσαι, το πώς μιλάς στον περιπτερά. Το πώς μιλάς στον άνθρωπό σου, στη γυναίκα σου, στο παιδί σου».
Τι είναι αυτό που σας κάνει να επιστρέφετε στη Σαντορίνη;
«Εχουμε ένα σπιτάκι στο Ακρωτήρι. Αρχισα να πηγαίνω και κόλλησα. Τείνω προς το να ζήσω μόνιμα σε ένα τέτοιο μέρος. Εχει μια δύναμη η φύση και δεν σε ρίχνει ποτέ. Είναι τόσο μεγαλύτερη από σένα οπότε ο εαυτός σου αποκτά τις κανονικές του διαστάσεις. Δεν παθαίνω ποτέ κατάθλιψη στη Σαντορίνη, δεν ξυπνάω το πρωί να πω “ρε πούστη μου!”. Ανοίγεις το παράθυρο και βλέπεις τον ουρανό και τα βράχια μέσα στη θάλασσα. Εχω νιώσει πολλές φορές ευτυχία εκεί χωρίς λόγο. Μόνο από το ότι υπάρχω και άνοιξα τα μάτια μου…».
Το βιβλίο «Μεγάλοι δρόμοι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 528, σελ. 74-77, 28/11/2010.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ