O κύβος ερρίφθη. Το ξενοδοχείο Μον Παρνές, όπως το ξέρουμε σήμερα, κατεδαφίζεται. Στη θέση του ένα νέο συγκρότημα πρόκειται να ανεγερθεί, αφού το υπάρχον κρίθηκε ετοιμόρροπο. Την απόφαση έλαβε κατά πλειοψηφία την περασμένη Πέμπτη το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, ανατρέποντας προηγούμενη δική του απόφαση του 2007, σύμφωνα με την οποία το κέλυφος του κτιρίου κρινόταν διατηρητέο, άρα δεν μπορούσε να κατεδαφιστεί.
Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι το νέο συγκρότημα θα ακολουθεί το πνεύμα του μεταπολεμικού μοντερνισμού του δημιουργού του, αρχιτέκτονα Παύλου Μυλωνά (1915- 2005), όπως δήλωσαν στο ΚΣΝΜ εκπρόσωποι της «Εταιρείας Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας ΑΕ». Υπεύθυνος άλλωστε του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι ένας άλλος σημαντικός αρχιτέκτονας, ο Νίκος Βαλσαμάκης, κατ΄ επιθυμία του οποίου θα διατηρηθεί το αρχικό σχέδιο. Η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το ξενοδοχείο, ιδιαίτερα μετά τον σεισμό της Πάρνηθας το 1999, αποτέλεσε το βασικό επιχείρημα της εταιρείας για την κατεδάφισή του. Αντιθέτως, η εισήγηση της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟ πρότεινε την κατεδάφιση μόνο του 1/3 του κτιρίου, που είναι το πιο βεβαρημένο. Πρόκειται για τη ΒΑ πτέρυγα, η οποία έχει αποκολληθεί από το υπόλοιπο κτίριο, παρουσιάζοντας απόκλιση από την κατακόρυφο.
Ολική είναι η καταστροφή στο εσωτερικό του ξενοδοχείου με την πλήρη απογύμνωση των δωματίων (πολλά έργα τέχνης και αντικείμενα αξίας έχουν εξαφανισθεί). Τώρα, πάντως, όπως διαβεβαίωσαν στο συμβούλιο οι εκπρόσωποι της ιδιοκτήτριας εταιρείας, θα επανατοποθετηθούν στη θέση τους η εντυπωσιακή ελικοειδής κλίμακα που οδηγεί από τον χώρο υποδοχής στους ορόφους και μοιάζει σαν να αιωρείται στο κενό, το Μακεδονικό Σαλόνι, αντίγραφο του αρχοντικού Σβαρτς στα Αμπελάκια, το Υδραίικο Σαλόνι και διάφορα αντικείμενα όπως έπιπλα, ταπισερί και φυσικά τα έργα τέχνης που φέρουν την υπογραφή μεγάλων ελλήνων καλλιτεχνών: Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (είχε σχεδιάσει και την πισίνα), Γιώργος Μαυροΐδης, Παναγιώτης Τέτσης, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γιάννης Χαΐνης, Σπύρος Βασιλείου, Ευγένιος Σπαθάρης και πολλοί άλλοι.
Το ξενοδοχείο έπαψε να λειτουργεί το 1974 καθώς δεν είχε την αποδοχή που αναμενόταν.
Επένδυση ακριβή, για λίγους και εκλεκτούς
Μισόν αιώνα λειτουργίας θα έκλεινε του χρόνου το Μον Παρνές, καμάρι μιας εποχής της οποίας η κοινωνία αναπτυσσόταν μονομερώς. Ηταν η περίοδος όπου δίνονταν οι μεγάλοι αγώνες για την Παιδεία και ο Γεώργιος Παπανδρέου έλεγε την ιστορική φράση «όταν οι αριθμοί ευημερούν,οι άνθρωποι υποφέρουν» ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής οραματιζόταν την τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας στα όρη- πράγμα στο οποίο το Μον Παρνές ουδέποτε συνεισέφερε. Ο ίδιος διέμενε εκεί τα Σαββατοκύριακα, συγκεκριμένα στη ΒΑ πτέρυγα, τη λεγόμενη «Πτέρυγα των εκδρομέων», και μάλιστα στο υψηλότερο και ακραίο δωμάτιό της. Από το ύψος των 1.078 μέτρων όπου βρίσκεται- θέση Μαυροβούνι- καταλαμβάνει 90 στρέμματα, είναι πενταώροφο και διαθέτει 240 δωμάτια. Ο επιχειρηματικός και ο καλλιτεχνικός κόσμος «ανέβαιναν στο βουνό» εκείνη την εποχή. Η πελατεία ήταν εκλεκτή και το περιβάλλον λαμπερό. Για τους κοινούς θνητούς όμως το Μον Παρνές δεν προσφερόταν, αφού η παραμονή σε μονόκλινο μετά διατροφής κόστιζε 308 δραχμές τη βραδιά.
Στα εγκαίνια του 1961 η Αθήνα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: τους υποστηρικτές και τους φανατικούς πολέμιους του μεγαλειώδους, κατά τους μεν, εκτρώματος κατά τους δε, πολίτες. Εγινε δηλαδή αμέσως αντικείμενο συζήτησης και οξείας αντιπαράθεσης τόσο στον πολιτικό όσο και στον αρχιτεκτονικό χώρο. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, άλλωστε, ο οποίος έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων, έγραφε αργότερα: «Πρόκειται για ένα έργο που κατά τη γνώμη μου και καλλιτεχνικά και οικονομικά αποτελούσε μιαν αποτυχία».