Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα «καλά» δημόσια σχολεία υπάρχουν. Βρίσκονται όμως στις «καλές» περιοχές. Με βάση τα εφετινά αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων και την είσοδο των υποψηφίων αποκλειστικά στα ΑΕΙ, «Το Βήμα» αναζήτησε την «αριστεία» στα σχολεία όλης της Ελλάδας.
Η έρευνα που διενεργήθηκε βασίστηκε στους επίσημους καταλόγους του υπουργείου Παιδείας και αποκαλύπτει τη βαθιά ταξική εικόνα της εκπαίδευσης. Μια εικόνα στην οποία οι «πατρίκιοι» διαθέτουν και τα καλά δημόσια σχολεία, ενώ οι «πληβείοι» πρέπει να αρκεσθούν σε μια κατώτερη εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα, στον Πειραιά αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα καλύτερα δημόσια σχολεία βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες κατοικούν ομάδες υψηλού οικονομικού και βιοτικού επιπέδου. Πάντως, πρώτα σε επιτυχίες στη «λίστα» της Αθήνας με τα σχολεία που συμμετείχαν στις εφετινές πανελλαδικές εξετάσεις είναι μεγάλα ιδιωτικά (σχολεία), τα οποία κατάφεραν να εισαγάγουν στα πανεπιστήμια σχεδόν το 90% των υποψηφίων τους.
Ακολουθούν σε εκπαιδευτικά αποτελέσματα τα Πειραματικά Σχολεία περιοχών όπως η Κηφισιά και το Κολωνάκι και τα Λύκεια Πεντέλης, Αγ. Παρασκευής, Πεύκης, Χολαργού, Αμαρουσίου, Αλίμου, Βριλησίων, Φιλοθέης, Γλυφάδας. Ταυτόχρονα πολύ υψηλή θέση καταλαμβάνουν σχολεία όπως το Πειραματικό της Ευαγγελικής Σχολής Ν. Σμύρνης.
Στην Ανατολική Αττική η Παλλήνη, η Ανοιξη, το Πικέρμι, το Κρυονέρι και ο Διόνυσος φιλοξενούν τα πρώτα σε επιτυχίες σχολεία, στη Δυτική Αττική ξεχωρίζουν τα Βίλια Αττικής, τα Μέγαρα και η περιοχή της Μαγούλας, στον Πειραιά ο κοσμοπολίτικος Πόρος και τα Πειραματικά Σχολεία.
Τα καλύτερα δημόσια σχολεία και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, όπως προκύπτει από την έρευνα, βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες κατοικούν ομάδες υψηλού οικονομικού και βιοτικού επιπέδου. «Παραφωνία» που επιβεβαιώνει τον κανόνα, μικροί εκπαιδευτικοί «θησαυροί» που κρύβονται σε υποβαθμισμένες περιοχές. Ειδικά στην περιφέρεια την κατάσταση σώζει η εσωτερική δυναμική των μικρών κοινοτήτων και η αναζήτηση καλύτερου εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Στη Θεσσαλονίκη, το δεύτερο μεγάλο αστικό κέντρο της χώρας, η εικόνα επαναλαμβάνεται: γενικά πειραματικά λύκεια και περιοχές όπως το Πανόραμα μπορούν να υπερηφανεύονται για τις επιτυχίες των μαθητών τους.
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει αντιληφθεί το πρόβλημα. Για να ανατρέψει την κατάσταση αυτή προωθεί την πολιτική του «Νέου Σχολείου». «Με πρότυπο τα σχολεία που αρίστευσαντα καλύτερα παραδείγματα από όλη την επικράτεια- θα βελτιώσουμε όλα τα σχολεία της χώρας» λέει σχετικά στο «Βήμα» η υφυπουργός Παιδείας κυρία Εύη Χριστοφιλοπούλου. «Αριστεία όμως δεν είναι μόνο η επιτυχία στις εξετάσεις αλλά και η συμμετοχή σε καινοτόμες δράσεις,γι΄ αυτό και εφέτος στο υπουργείο Παιδείας θα βραβεύσουμε τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία που καινοτόμησαν» συνεχίζει. Οπως λέει, στόχος της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας είναι να παράσχει στους μαθητές τόσο των μεγάλων αστικών κέντρων όσο και των απομακρυσμένων περιοχών ίσες ευκαιρίες, χωρίς διακρίσεις. Προς τούτο το μεγάλο πρόγραμμα των Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας φιλοδοξεί να εξαλείψει τις εκπαιδευτικές ανισότητες στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Τo πρόβλημα των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελεί φαινόμενο διαχρονικό καθώς και ένα συνεχές πρόβλημα για την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την κοινωνία ολόκληρη» λέει σχετικά ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Ελλάδος κ. Μιχ.Κουρουτός. «Τo δικαίωμα των πολιτών στη δωρεάν παιδεία πλήττεται σοβαρά και το εκπαιδευτικό σύστημα μετατρέπεται σε πεδίο τοπικών, περιφερειακών αλλά και ταξικών ανισοτήτων οι οποίες βαθαίνουν το κοινωνικό χάσμα» συνεχίζει. Οπως έχει διαπιστώσει σε έρευνές του το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, περισσότερα από 1.401 εκατομμύρια ευρώ δαπανούν ως σήμερα οι ελληνικές οικογένειες ετησίως προκειμένου τα παιδιά τους να αποκτήσουν βασικές δεξιότητες και γνώσεις που σε όλες τις χώρες της ΕΕ κατακτώνται όχι έξω αλλά μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ποσά που, όπως είναι φυσικό, εφέτος περιορίζονται, ενισχύοντας όμως την ανασφάλεια των οικογενειών για το εκπαιδευτικό μέλλον των παιδιών τους.