Πριν από λίγες ημέρες ένας καθηγητής-συνδικαλιστής περιέγραφε με περίπου επικούς όρους τη μάχη που διεξάγεται ανάμεσα στην «αγοραία» δημοσιογραφία και στη «σφαίρα της δημόσιας παιδείας». Κατ΄ εντολή κυβέρνησης και τρόικας, υποστήριξε τα μέσα ενημέρωσης «ανενδοίαστα» και «αμοραλιστικά» διαστρεβλώνουν κάθε πληροφορία που έχει να κάνει με το δυσοίωνο μέλλον του δημόσιου σχολείου. Πρόκειται φυσικά για μια σύγκρουση που υπάρχει μόνο στη φαντασία του. Μακάρι τα μέσα ενημέρωσης να είχαν άποψη για τα σχολεία- τις περισσότερες φορές απλώς παρακολουθούν τις εξελίξεις μεταφέροντας τις θέσεις των πρωταγωνιστών και κατ΄ εξοχήν των συνδικαλιστών. Μικρό το κακό όμως. Ο καθένας δικαιούται να ζει στις αυταπάτες του.
Το πράγμα σοβαρεύει όμως όταν ο ίδιος συνδικαλιστής, πρόεδρος ΕΛΜΕ, προχωρεί και σε προτάσεις ζητώντας να παρέμβουν οι εκπαιδευτικοί ώστε μαζί με τους μαθητές να γίνουν ένα «ελπιδοφόρο κίνημα αντίστασης και ανυπακοής». Αριστερές κενολογίες; Πιθανότατα. Οταν όμως ένας εκπαιδευτικός αντιμετωπίζει με αυτόν τον τρόπο τη δουλειά του, τότε ασφαλώς υπάρχει θέμα τουλάχιστον για τους γονείς που αλλιώς αντιλαμβάνονται το σχολείο και για άλλο σκοπό στέλνουν εκεί τα παιδιά τους.
Ενας άλλος συνδικαλιστής, πρόεδρος φαρμακοποιών αυτός, καλούσε τους συναδέλφους του από το βήμα συνεδρίου να μην αποδεχθούν το ποσοστό κέρδους 18% που επιβάλλει το υπουργείο για τα ακριβά νοσοκομειακά φάρμακα και να αρνούνται να εκτελούν τις σχετικές συνταγές. Δεν μπήκαμε καν σε διάλογο για τη μείωση του κέρδους, υπερηφανεύτηκε, απειλώντας την κυβέρνηση ότι, αν δεν κάνει πίσω, θα έχει «κακά ξεμπερδέματα».
Δύο συνδικαλιστές, δύο διαφορετικά ζητήματα, δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, με έναν όμως κοινό παρονομαστή: την παντελή αδυναμία διεξαγωγής διαλόγου. Γιατί βέβαια όταν περιχαρακώνεσαι σε ιδεοληψίες και όταν θεωρείς «κόκκινη γραμμή» το στενό συντεχνιακό σου προνόμιο, αποκλείεις εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα αναζήτησης του κοινού συμφέροντος.
Προφανώς το φαινόμενο δεν περιορίζεται στον συνδικαλισμό. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στη Βουλή. Στην Ισπανία, μετά τον πρώτο γύρο λιτότητας, κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεσμεύθηκαν από κοινού ότι αν χρειαστεί θα κάνουν και άλλες περικοπές, προκειμένου να καθησυχάσουν τις αγορές. Και το κατάφεραν.
Εδώ αντιθέτως πετύχαμε ακόμη και τις εκλογές της αυτοδιοίκησης να τις μετατρέψουμε σε δημοψήφισμα για το μνημόνιο δημιουργώντας συνθήκες αβεβαιότητας. Φταίει η κυβέρνηση; Χωρίς αμφιβολία. Η τελευταία που δικαιούται να το πει ωστόσο είναι η αντιπολίτευση, δεξιά και αριστερή. Μήνες τώρα ζητούσε αυτό ακριβώς, την καταδίκη του μνημονίου. Και όταν η κυβέρνηση σήκωσε το γάντι, άρχισε να την κατηγορεί για εκλογικό εκβιασμό!
Τι θα γίνει κανένας δεν γνωρίζει. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι το βράδυ των εκλογών θα μπορέσει να πει ότι έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών και όλα να τελειώσουν. Μακάρι, για το καλό της οικονομίας. Διαφορετικά, αν θεωρήσει ότι αποδοκιμάστηκε, τότε θα αναγκαστεί να προκηρύξει εκλογές για να ισοφαρίσει την ήττα. Επικίνδυνα πράγματα δηλαδή.