«Στο ταξίδι μας από την Ιταλία, ο Βύρωνας με έπεισε να του παραχωρήσω τον μαύρο υπηρέτη μου, γιατί στην Ανατολή είναι σημάδι μεγαλοπρέπειας να έχεις νέγρο στην ακολουθία σου. Για τον ίδιο λόγο ήθελε και το πράσινο στρατιωτικό μου σακάκι με τα κεντητά ξόμπλια. Μου ΄πεφτε μικρό και του το ΄δωσα…».
Ηταν 13 Ιουλίου 1823 όταν εκείνο το καράβι απέπλεε από τη Γένοβα με προορισμό την επαναστατημένη Ελλάδα, τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου. Ανάμεσα στους επιβάτες του βρισκόταν και ο Λόρδος Βύρων. Μαζί του, μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές όχι μόνον του φιλελληνισμού αλλά μιας ολόκληρης εποχής, ο Εντουαρντ Τρελώνη (Εdward John Τrelawny), που, λίγο καιρό μετά, θα αναλάμβανε να κηδέψει τον μεγάλο φίλο του, με προτροπή του οποίου είχε έρθει στην Ελλάδα να βοηθήσει την επανάσταση… Ενας προφήτης της ελευθερίας που, όπως οι στενοί του φίλοι, ο Σέλλεϋ ή ο Βύρωνας, δεν χωρούσε στον κλειστό κατεστημένο κόσμο του. Αυτό το βιβλίο είναι τα απομνημονεύματά του. Από τις σελίδες του περνούν πολλοί και διαφορετικοί κόσμοι: η φλεγματική Βρετανία και η υψηλή της κοινωνία στις αρχές του 19ου αιώνα, οι δυνάμεις της αμφισβήτησης που εκείνη γέννησε, η Ιταλία ως πνευματικό καταφύγιο αυτών των δυνάμεων, η επαναστατημένη Ελλάδα…
Τόσο ο Τρελώνη όσο και οι μεγάλοι φίλοι του ζούσαν με την πιο ακραία ρομαντική διάθεση. Και όταν αυτή τους η τάση συναντήθηκε με την ιδέα μιας Ελλάδας που επαναστατούσε, ήρθαν στον τόπο που τα όνειρα μιας άλλης ελευθερίας μπορούσαν να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Ετσι, ο Τρελώνη βρέθηκε στον ελληνικό χώρο και μετά από περιπλανήσεις κυρίως στην Πελοπόννησο κατέληξε δίπλα στον άνθρωπο που θαύμασε περισσότερο από κάθε άλλον ανάμεσα στους επαναστάτες. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
«Κοντά στη Λιβαδειά, σε μια απόκρημνη πλαγιά του Παρνασσού, του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας, υπάρχει μια σπηλιά, σε υψόμετρο χίλια πόδια πάνω από την πεδιάδα. Ο Οδυσσέας είχε καταφέρει να ανέβει ως εκεί και να τη μετατρέψει σε οχυρό καταφύγιο για την οικογένεια και τα υπάρχοντά του όσο καιρό θα κρατούσε ο πόλεμος. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις τη σπηλιά, παρά μόνο με σκάλες μπηγμένες στον βράχο… Το εσωτερικό τούτου του λαμπρού άντρου, με τις παράπλευρες σπηλιές, τα κλίτη και τη θολωτή οροφή του, μου θύμιζε καθεδρικό ναό, ιδίως όταν τα τραχιά του τοιχώματα απαλύνονταν στο φως του δειλινού ή στο φεγγαρόφωτο… Αυτή λοιπόν η σπηλιά ήταν το οχυρό μας, που όταν ανέβαζες την πάνω πάνω σκάλα γινόταν απόρθητο, ακόμη και χωρίς φρουρά. Πίεσα τον Οδυσσέα να μείνει σ΄ αυτό το οχυρό, επιμένοντας πως τα χρήματα του Δανείου σίγουρα θα τα καταχρώνταν μια κυβέρνηση αποχαλινωμένων απατεώνων και πως μονάχα ένα μικρό μέρος του θα κατέληγε στον αρχικό του προορισμό. Επιπλέον, ο Ιμπραήμ πασάς είχε ήδη ξεκινήσει για την Ελλάδα με τεράστιο στρατό. Ο Μωριάς σπαρασσόταν κιόλας από τους εμφυλίους πολέμους»… Σε εκείνη τη σπηλιά έζησε με τον Ανδρούτσο και την πολύ μικρή αδελφή του, την οποία παντρεύτηκε. Και ήταν τόσο ανυπότακτος σε κάθε συμφέρον και προσταγή, που, λίγο καιρό αργότερα, άγγλοι φίλοι του προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν.
«Αν με είχαν αντιμετωπίσει με τρυφερότητα…»
Ποιος ήταν όμως ο Τρελώνη; Γεννημένος μόλις τρία χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1792, ήταν ο δεύτερος γιος απόστρατου αξιωματικού, έζησε την ιδιόμορφη «αδικία» αλλά και τη βία του συστήματος από πολύ μικρός: «Σπάνια με μαστίγωναν περισσότερες από μια φορά τη μέρα, ή με ράβδιζαν παραπάνω από μια φορά την ώρα… Αν με είχαν αντιμετωπίσει με τρυφερότητα, έστω και υποκριτική, πιστεύω ότι θα γινόμουν και εγώ υπάκουος, μαλακός και συγκρατημένος». Εγινε το ακριβώς ανάποδο. Στην πορεία αυτή συνέβαλαν τα χρόνια που πέρασε στο βρετανικό ναυτικό, στον Ινδικό Ωκεανό. Παντρεύτηκε νέος και έκανε παιδιά. Ο γάμος του ήταν καταστροφή. Εφυγε από την Αγγλία και, αφού περιπλανήθηκε στην Ιταλία, ήρθε, μαζί με τον Βύρωνα, στην Ελλάδα. «Γνώρισα τον Σέλλεϋ την τελευταία χρονιά της ζωής του και τον Βύρωνα στις τρεις τελευταίες της δικής του. Και με τους δύο είχα την πιο στενή οικειότητα, τους έβλεπα σχεδόν καθημερινά»… Η ζωή του ίδιου του Τρελώνη ήταν πολύ μακρύτερη από των φίλων του. Πέθανε στην Αγγλία το 1881, σε ηλικία 88 ετών.
«Μου είπε ο Οδυσσέας…»
«Ηταν ο ικανότερος στρατιωτικός στην Ελλάδα και οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να φτάσουν στον Μωριά,παρά μόνον περνώντας μέσα από τη δική του επαρχία.Η εξυπνάδα και η δύναμή του τον έκαναν τον χειρότερο εχθρό της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε να τον αγοράσουν μπορούσαν ούτε να τον φοβίσουν.Μου είπε: “Τη χώρα που εμείς οι καπετάνιοι την πήραμε απ΄ το Σουλτάνο η αυτόκλητη κυβέρνησή μας την πούλησε στους Ρώσους,και με το χρήμα που πήραν ετοιμάζονται τώρα να μας ξεφορτωθούν,για να ανοίξουν δρόμο σε κάποιον ξένο βασιλιά και ξένους στρατιώτες..Αυτό που με μπερδεύει είναι για ποιο λόγο η Αγγλία στέλνει χρήματα για να γίνει η Ελλάδα οσποδαριάτο της Ρωσίας”»…
Το άντρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου στον Παρνασσό, γνωστό και ως «μαύρη τρύπα», σε σκίτσο του Τρελώνη