Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 δύο βιβλία σηματοδότησαν τη δημόσια ιστορία για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Και τα δύο εκδόθηκαν αρχικά στο εξωτερικό στη γαλλική γλώσσα και στη συνέχεια, στις αρχές της Μεταπολίτευσης, παρουσιάστηκαν στο ελληνικό κοινό, που τα υποδέχθηκε εντυπωσιακά. Πρόκειται για το έργο του Ντομινίκ Εντ (Dominique Εudes) Οι Καπετάνιοι και αυτό του Ευάγγελου Αβέρωφ Φωτιά και Τσεκούρι.
Οι ομοιότητες τελειώνουν εδώ. Το βιβλίο του Εudes ήταν φιλικό προς την Αριστερά και τους Καπετάνιους της αποτελώντας ορόσημο για την πρόσληψη της δεκαετίας του ΄40 στη Μεταπολίτευση. Σε διαφορετική κατεύθυνση, ενάντια στο ρεύμα της εποχής, κινήθηκε το Φωτιά και Τσεκούρι . Το βιβλίο είχε πάνω του όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέβαλαν στη δαιμονοποίησή του από την κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία της Μεταπολίτευσης. Ιδιαίτερα ανάμεσα στους κύκλους των διανοουμένων και των μορφωμένων νέων, το Φωτιά και Τσεκούρι απέκτησε τη φήμη ενός έργου φανατικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Και επειδή, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, η φήμη αποτελεί βασικό μέσο πληροφόρησης και γνώσης, πολλοί άνθρωποι σε αυτή τη χώρα σχημάτισαν άποψη για το βιβλίο χωρίς καν να το έχουν πιάσει στα χέρια τους.
Το έργο απέχει από το να θεωρηθεί φανατικό και προπαγανδιστικό. Οχι ότι ο Αβέρωφ κρύβει τις πολιτικές επιλογές του. Πώς θα μπορούσε άραγε; Εν τούτοις, επέδειξε μεγαλύτερη ευαισθησία και ικανότητα κατανόησης και ανάλυσης των ιστορικών συνθηκών του Εμφυλίου απ΄ όσο κάποιοι ιστορικοί, Ελληνες και ξένοι, επέδειξαν. Επιπλέον η περιγραφή των ιστορικών γεγονότων σέβεται τον αναγνώστη, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να διατηρείται όσο κοντύτερα μπορεί στην ιστορική πραγματικότητα. Οι αφηγήσεις των μαχών, για παράδειγμα, δεν γίνονται για να ηρωοποιήσει τον Ελληνικό Στρατό αλλά για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τις κύριες μάχες του εμφυλίου πολέμου.
Το βιβλίο επιχειρεί μια αφήγηση των βασικών πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων της δεκαετίας του ΄40. Ετσι παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά όλα εκείνα τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τον δραματικό χαρακτήρα της περιόδου: από τον πόλεμο της Αλβανίας ως την Κατοχή και από τα Δεκεμβριανά ως τις τελευταίες μάχες του Εμφυλίου στον Γράμμο και στο Βίτσι. Τελικά, πρόκειται για την αφήγηση της τραγωδίας του εμφυλίου πολέμου. Αν κάτι μένει ως συμπέρασμα από αυτή την αφήγηση είναι σίγουρα η φράση του συγγραφέα ότι «η ζωή των ανθρώπων είναι φθηνή κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων». Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτό;
Η αντίσταση και η εξουσία
Πέρα από την εξιστόρηση των γεγονότων το Φωτιά και Τσεκούρι περιστρέφεται γύρω από δύο βασικές υποθέσεις εργασίας: πρώτον, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε διττό χαρακτήρα, δηλαδή ήταν αντιστασιακή οργάνωση αλλά επεδίωκε παράλληλα την κατάληψη της εξουσίας. Ο Αβέρωφ επικρίνει πολλούς συγγραφείς και πολιτικούς από τον χώρο του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου, όπως για παράδειγμα τον Γεώργιο Παπανδρέου, που υποστήριξαν ότι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν η κατάληψη της εξουσίας: «Η άποψη αυτή δεν είναι ακριβής…Μία μερίδα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ απέβλεπε στην αντίσταση και μόνο σ΄ αυτήν» (σελ. 143-144). Δεν είναι όμως αφελής, κατανοεί ότι το ΚΚΕ μπορούσε να έχει ταυτόχρονα δύο στόχους: αντίσταση και εξουσία. Σήμερα, που μια πληθώρα αρχείων έχει απλωθεί μπροστά στα μάτια των ιστορικών, αυτή η διττή φυσιογνωμία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και η διπλή στρατηγική του ΚΚΕ αποτελούν κοινό τόπο για κάθε σοβαρό μελετητή.
Η αποδοχή αυτής της σύνθετης φυσιογνωμίας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ επιτρέπει να ξεπεραστούν προκαταλήψεις, αφέλειες και ιδεολογικές αγκυλώσεις σε σχέση με τον χαρακτήρα των ένοπλων συγκρούσεων στα χρόνια της Κατοχής. Οι συγκρούσεις αυτές δεν ήταν μόνο αντιστασιακού χαρακτήρα, ούτε μόνο εμφύλιες συγκρούσεις. Ηταν και τα δύο.
Η δεύτερη βασική επισήμανση του βιβλίου σχετίζεται με τον ρόλο της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας και των άλλων ανατολικών κρατών στις ελληνικές εξελίξεις των ετών 1945-1949. Ηδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Αβέρωφ, θέλοντας ακριβώς να εντάξει τον ελληνικό εμφύλιο μέσα στο πλέγμα του Ψυχρού Πολέμου, σημειώνει: «Η πάλη ήταν τοπική,το παιχνίδι ήταν παγκόσμιο». Υπογραμμίζει ότι η Γιουγκοσλαβία αρχικά και στη συνέχεια η Βουλγαρία και η Αλβανία στήριξαν πολιτικά και υλικά τους έλληνες κομμουνιστές στην επιλογή της ένοπλης εξέγερσης. Μέσα στο 1947 η βοήθεια από τις τρεις αυτές χώρες επικυρώθηκε με τη Συμφωνία του Μπλεντ, όπου τα τρία παραπάνω βαλκανικά κράτη προσδιόρισαν ακόμη πιο συστηματικά τη βοήθεια προς τους συντρόφους τους στην Ελλάδα. Για τον Αβέρωφ όλα αυτά δεν ήταν χωρίς συνέπειες για τη φυσιογνωμία του ελληνικού αντάρτικου, καθώς «ο ένοπλος ελληνικός κομμουνισμός ετίθετο κατά κάποιον τρόπο υπό την κηδεμονία του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού».
Το εύρος της εμπλοκής
Στις αρχές του 1970, όταν έγραφε το βιβλίο,ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε στη διάθεσή του τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, του Γενικού Επιτελείου Στρατού,καθώς και τις εκθέσεις των επιτροπών του ΟΗΕ για την παραβίαση των ελληνικών συνόρων. Αγνοούσε όμως τα αρχεία του ΚΚΕ, καθώς και αυτά των ανατολικών κρατών που μπορούσαν να αποκαλύψουν το πραγματικό εύρος της εμπλοκής των Ανατολικών στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η πρόσβαση στα αρχεία των πρώην Λαϊκών Δημοκρατιών καθώς και το άνοιγμα ενός τμήματος των αρχείων του ΚΚΕ επέτρεψαν να διαμορφωθεί μια καθαρότερη εικόνα.Σήμερα γνωρίζουμε τον μεγάλο βαθμό της εμπλοκής των Ανατολικών στην υπόθεση του ελληνικού εμφυλίου.Και η εμπλοκή αυτή είναι πιο σύνθετη από αυτήν που περιγράφεται στο «Φωτιά και Τσεκούρι» .
Εν τέλει,όπως έχω ήδη επισημάνει στο βιβλίο μου «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας 1946-1949», οι πρόσφατες έρευνες θεμελιώνουν τις αρχικές εκτιμήσεις για τον βαθμό της ανάμειξης των κρατών του ανατολικού συνασπισμού σε αυτόν τον πόλεμο και διαψεύδουν την τάση κάποιων να υποτιμηθεί η ενίσχυση του ΔΣΕ από το εξωτερικό.Το αντίθετο,ο ΔΣΕ εξαρτήθηκε απόλυτα από την πολιτική και υλική υποστήριξη των ξένων συντρόφων του. Στην πραγματικότητα,μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη έγινε δυνατή η έναρξη του Εμφυλίου.Χωρίς την πολιτική κάλυψη,τη συστηματική ροή πολεμοφοδίων,τροφίμων και άλλου υλικού,την προστασία και εκπαίδευση των μαχητών στο έδαφος των γειτονικών χωρών,την περίθαλψη των τραυματιών,ο πόλεμος αυτός θα είχε λήξει πολύ νωρίτερα- αν είχε ποτέ αρχίσει.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.