«Γαστριμαργία, λοιπόν»

Η ελληνική κουζίνα θεωρείται σήμερα φτωχός συγγενής των λεγόμενων «μεγάλων κουζινών». Εμείς πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα δικαιούται να έχει ηγετικό ρόλο σε έναν χώρο που ανεβαίνει γρήγορα στη διεθνή εκτίμηση, τον χώρο της πολιτιστικής γαστρονομίας, αφού διαθέτει γαστρονομική παράδοση με μεγάλη ιστορική, διατροφική και κυρίως γαστρονομική αξία, παράδοση ικανή να φέρει σοβαρούς πόρους στο κράτος και στους επαγγελματίες. Η έννοια «διατροφικός πολιτισμός» δεν γίνεται εύκολα κατανοητή στους πολλούς.

Η ελληνική κουζίνα θεωρείται σήμερα φτωχός συγγενής των λεγόμενων «μεγάλων κουζινών». Εμείς πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα δικαιούται να έχει ηγετικό ρόλο σε έναν χώρο που ανεβαίνει γρήγορα στη διεθνή εκτίμηση, τον χώρο της πολιτιστικής γαστρονομίας, αφού διαθέτει γαστρονομική παράδοση με μεγάλη ιστορική, διατροφική και κυρίως γαστρονομική αξία, παράδοση ικανή να φέρει σοβαρούς πόρους στο κράτος και στους επαγγελματίες.

Η έννοια «διατροφικός πολιτισμός» δεν γίνεται εύκολα κατανοητή στους πολλούς. Είναι σαφής σε λίγους που χάνονται την τελευταία δεκαετία μέσα σε θορυβώδη κακοφωνία τηλεοπτικών κουζινολόγων.

Και όμως ζούμε σε μια χώρα που βίωσε τις μεγάλες αλλαγές της αγροτικής ζωής προσαρμόζοντας τους θεούς της σε αυτές, τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, διαμορφώνοντας με σοφία υγιή και εύγευστα διατροφικά πρότυπα, σμιλεύοντας τις κοινωνικές σχέσεις και τα ήθη· και έσπειρε σε όλον τον κόσμο, μαζί με τους θεούς, τον πολιτισμό και την τέχνη του, τις αρχές ενός μεγάλου διατροφικού πολιτισμού που δεν του έχει αποδοθεί ως σήμερα καμία από τις τιμές που του αξίζουν.

Αν τεκμηριώσουμε τον πολιτισμό αυτόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, σε κάθε γωνιά του Ελληνισμού, και εξηγήσουμε με απλά λόγια και ιστορικά ντοκουμέντα στο ευρύ κοινό, που έχει έντονα ανεπτυγμένο ενδιαφέρον για τη γαστρονομία, τις συνέπειές του στη σημερινή καθημερινότητα, θα ζήσουμε μιαν άνευ προηγουμένου προβολή της χώρας μας και θα δημιουργήσουμε σοβαρό πόρο με άμεσες προοπτικές αξιοποίησης.

Εδώ και περίπου 15 χρόνια η τηλεόραση ξύπνησε σε όλον τον κόσμο το ενδιαφέρον για τη γεύση. Γέννησε τον όρο «γαστρονομικός τουρισμός». Εκανε μόδα την κουζίνα.

Εκεί μέσα σε χιλιάδες εικόνες παρουσιάζονται και ακούγονται τα πιο απίστευτα και αντιφατικά πράγματα και χάνεται η ουσία ενός μεγάλου πολιτισμού. Ενώ σε κάθε τομέα του πολιτισμού αναγνωρίζονται οι αυθεντίες, οι άνθρωποι που δικαιούνται να έχουν πρώτοι άποψη για ένα αντικείμενο, στον τομέα της γαστρονομίας υπάρχουν 11 εκατομμύρια ειδικοί.

Εχουμε άραγε δικαίωμα να βιώνουμε επ΄ άπειρον την αφέλειά μας όταν όλοι οι γείτονές μας πλέον αντιμετωπίζουν με τον πιο επαγγελματικό τρόπο την κουζίνα τους; Αν, για παράδειγμα, οι Τούρκοι συνεργάζονται (πάντα) με (τους ίδιους) επαγγελματίες για να προβάλουν τη «μεγάλη» οθωμανική κουζίνα, αν οι Ταϊλανδοί είναι οι πιο επιτυχημένοι στον γαστρονομικό τουρισμό· εμείς δεν έχουμε τίποτα να πούμε πέρα από «μουζάκα» και «χωριάτικη»;

Τίποτα;

Ε! Αν δεν έχουμε να πούμε τίποτα, αν χρειαζόμαστε δεκανίκι, ας πούμε «μεσογειακή διατροφή». Ας ξεπουλήσουμε και άλλον έναν πόρο μας.

Ο κ. Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Γεύσης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.