Σε επανεξέταση του επιχειρηματικού μοντέλου τους καλεί τις τράπεζες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ.Προβόπουλος , τασσόμενος υπέρ της σύναψης στρατηγικών συμφωνιών και της πραγματοποίησης συγχωνεύσεων με στόχο τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας του συστήματος σε υψηλά επίπεδα.

Ο κεντρικός τραπεζίτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την επιδεινούμενη κατάσταση της οικονομίας και την άνοδο των καθυστερήσεων, χαρακτηρίζοντας επιτακτική την ανάγκη σχηματισμού επαρκών προβλέψεων, ώστε να καλυφθεί ο πιστωτικός κίνδυνος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα, στο τέλος του α΄ εξαμήνου τα δάνεια σε καθυστέρηση έφθασαν το 9% ή 23 δισ. ευρώ περίπου από 7,7% τον περυσινό Δεκέμβριο, ενώ εκτιμάται ότι η ανοδική πορεία τους συνεχίστηκε ως σήμερα, καθώς η κατάσταση στην εγχώρια αγορά χειροτερεύει.

Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στην καταναλωτική πίστη, όπου το 16,7% των δανείων της κατηγορίας βρίσκεται στο «κόκκινο», και ακολουθούν τα στεγαστικά δάνεια με 9% και τα επιχειρηματικά δάνεια με 7,6%.

Αν και ελαφρά βελτιωμένο σε σύγκριση με το τέλος του 2009, η ΤτΕ σημειώνει ότι το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις (Ιούνιος 2010: 43,4%, Δεκέμβριος 2009:

41,5%) παρέμεινε χαμηλό. Οπως εξηγεί σχετικά, η ενίσχυση αυτή δεν είναι ικανοποιητική, «ιδίως μάλιστα αν ληφθεί υπόψη η επίδραση που θα ασκήσει στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών η ύφεση». Η διαπίστωση σχετικά με την ανάγκη αύξησης των προβλέψεων προκύπτει και από το γεγονός ότι την ίδια περίοδο αυξήθηκε και ο λόγος των «καθαρών» καθυστερήσεων (δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των δανείων σε καθυστέρηση και των συσσωρευμένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο) προς το σύνολο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.

Επίσης ο κ. Προβόπουλος υποστηρίζει ότι κάποια στιγμή, σταδιακά, θα αρθούν τα εναπομένοντα μη συμβατικά μέτρα στήριξης της ΕΚΤ, ενώ η άντληση χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές ενδέχεται να παραμείνει δυσχερής και το 2011, καθώς θα είναι αυξημένος ο ανταγωνισμός μεταξύ κυβερνήσεων, τραπεζών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα για την άντληση κεφαλαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις αυξήθηκε στο τέλος Ιουνίου σε 115,6 από 106,6 έξι μήνες νωρίτερα, εξέλιξη που συνδέεται άμεσα με τη φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό, λόγω του πανικού που προκλήθηκε σε σχέση με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας του Ελληνικού Δημοσίου. Οι ελληνικές τράπεζες αντιστάθμισαν τις απώλειες αυτές μέσω της ΕΚΤ και με τη βοήθεια του Ελληνικού Δημοσίου, εκδίδοντας ομόλογα με κρατική εγγύηση ονομαστικής αξίας 26,8 δισ. ευρώ, ενώ έλαβαν και ειδικά ομόλογα του Δημοσίου αξίας 3,1 δισ. ευρώ.

Τέλος, σε σχέση με την κεφαλαιακή επάρκεια, ο κ. Προβόπουλος αναφέρει ότι όλοι οι σχετικοί δείκτες παρέμειναν σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο του εποπτικού ελαχίστου 8%, με αποτέλεσμα το «υπερβάλλον κεφάλαιο» σε επίπεδο συστήματος να διαμορφώνεται σε 9,2 δισ. ευρώ. Επιπρόσθετα, εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα 1,2 δισ. ευρώ από το σκέλος της κεφαλαιακής ενίσχυσης του αποκαλούμενου «πακέτου Αλογοσκούφη», ενώ για τον ίδιο λόγο συστάθηκε και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με κεφάλαιο 10 δισ. ευρώ.

«Οι ιδιαίτερα δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί επιβάλλουν για λόγους πρόνοιας τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδα αρκούντως υψηλότερα των ελαχίστων που καθορίζουν οι εποπτικοί κανόνες» τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, χαρακτηρίζοντας θετική εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση την επιτυχημένη αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας. Διαρροή καταθέσεων €25 δισ.
Το πρόβλημα ρευστότητας επιδείνωσε και η διαρροή καταθέσεων στο εξωτερικό. Οπως φαίνεται από τα στοιχεία της Τράπεζας, το σύνολο των καταθέσεων περιορίστηκε σε 212 δισ. ευρώ στο τέλος Αυγούστου από 237,7 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2009. Δηλαδή «έφυγαν» από τις τράπεζες 25 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, τα μεγέθη του τραπεζικού τομέα δεν θα μεταβληθούν επί τα βελτίω, εάν πρωτίστως δεν διορθωθούν οι παράγοντες εκείνοι που ασκούν πιέσεις στην πιστοληπτική ικανότητα του κλάδου και κατ΄ επέκταση στη δυνατότητά τους να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Ο διοικητής υπογραμμίζει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον «με διορατικότητα, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επανέλθει σε ανοδική πορεία, ο ρυθμός επέκτασης των τραπεζικών εργασιών θα διαμορφωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου που είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν, πριν από την κρίση».