ΗΤΑΝ ΠΡΩΙ του Αυγούστου όταν συνάντησε, μέσω φίλου του, έναν υποψήφιο δήμαρχο στο Χαλάνδρι. Ηταν τόσο απλό τελικά να πει το «ναι» και να κατέλθει στην πολιτική, έστω και από τη θέση του υποψηφίου δημοτικού συμβούλου. Κουβαλώντας ένα όνομα βαρύ, με τεράστιο συμβολισμό για πολλές γενιές, απείχε της πολιτικής συνειδητά, λόγω χαρακτήρα. Ισως και υποσυνείδητα, λόγω βιωμάτων. Ο πατέρας του έμεινε στην Ιστορία ως αγωνιστής της Αριστεράς, της ειρήνης, της δημοκρατίας, αλλά και ως μάρτυρας των ιδεών του.
Μια απουσία που στοίχισε στον γιο την παρουσία του φυσικού του γονιού και που στοίχειωνε, ως σήμερα, τη δική του ενασχόληση με τα κοινά. Δεν μετανιώνει. Στην πρώτη του συνέντευξη στα 49 του χρόνια, ο κ. Θοδωρής Λαμπράκης του Γρηγόρη, οικονομολόγος, μιλάει για τον πατέρα που δεν γνώρισε ως παιδί στο προσκεφάλι του, αλλά μονάχα μέσω του μύθου του, για όσους «πουλάνε φθηνά» το επώνυμό τους και γελά με εκείνους που διοργανώνουν μαραθώνιο στη μνήμη του πατέρα του και δεν τον έχουν καλέσει…
– Ο γιος του Γρηγόρη Λαμπράκη στην πολιτική.Πώς προέκυψε;
«Πολύ απλά. Με κάλεσε ένας φίλος, συνάντησα τον επικεφαλής του συνδυασμού κ. Γιώργο Κουράση, υποψήφιο δήμαρχο Χαλανδρίου. Μιλήσαμε, μου φάνηκε ευγενικός άνθρωπος, καμία σχέση με πολιτικάντηδες που γνωρίζουμε, μερικοί εκ των οποίων επιτρέψτε μου να πω ότι είναι νούμερα- και έχω γνωρίσει αρκετούς. Ενας άνθρωπος, που με κέρδισε. Και όταν μου πρότεινε να κατέβω, του είπα “ γιατί όχι, κι ας μη βγω” ».
– Ζούμε μια περίοδο αποστροφής προς την πολιτική…
«Ο κόσμος είναι μπουχτισμένος. Ζούμε ένα γενικότερο κενό. Οδεύουμε σε ολοκληρωτική φθορά των κομμάτων. Τι καινούργιο θα παρουσιαστεί δεν ξέρω. Αλλά λογικά κάτι τελείως νέο θα εμφανιστεί. Ούτε όμως είναι λύση η αποχή. Πάλεψε κόσμος για το δικαίωμα στην ψήφο, η αυτο-στέρησή της είναι καταστροφική. Ειδικά στις τοπικές εκλογές οφείλουμε να ψηφίζουμε, επηρεάζουν απόλυτα την καθημερινότητά μας».
– Επήλθε το τέλος των οραμάτων; «Οχι, δεν νομίζω. Μας αρέσουν τα οράματα, οι ρήτορες, τους θέλουμε πολύ περισσότερο τώρα. Ρήτορα βέβαια σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν νομίζω ότι θα βρούμε. Χρειαζόμαστε κάτι… άγνωστο. Ξέρουμε ότι κάτι θέλουμε ή ότι δεν θέλουμε αυτό που υπάρχει, όμως δεν ξέρουμε με τι θέλουμε να το αντικαταστήσουμε». – Μήπως χρειαζόμαστε ηγέτη που… να μη μας μοιάζει;
«Ισως. Ο Σημίτης, για παράδειγμα, δεν ταίριαζε στον Ελληνα. Γι΄ αυτό όμως πέτυχε ό,τι πέτυχε. Είμαστε ό,τι είμαστε ως λαός, αλλά θέλουμε κάποιον να κάνει τη δουλειά. Ακούω, ακόμη και από νέους ανθρώπους, το τραγικό “να είχαμε μια δικτατορία…” . Ας μην εκστομίζουμε πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Αλλωστε, σε τάξη δεν μας έχει βάλει ούτε το ΔΝΤ, που είναι μια άλλης μορφής δικτατορία. Εβαλε κάποια τάξη στα οικονομικά, αλλά στην καθημερινότητα μηδέν. Νομίζω μάλιστα ότι πιο εύκολα θα αλλάξουμε εμείς το ΔΝΤ παρά εκείνο εμάς. Αν μιλήσουμε βέβαια τεχνοκρατικά, καλά κάνουν και είναι εδώ. Αφού δεν κάναμε εμείς τα αυτονόητα, έπρεπε να εφεύρουμε ένα ΔΝΤ».
– Είχατε στο παρελθόν προτάσεις; «Ποτέ. Ηταν ο χαρακτήρας και η στάση μου που μάλλον δεν το επέτρεπαν εξαρχής. Ενα παράδειγμα: Ημουν φοιτητής στο Λονδίνο και είχε έρθει ο Μητσοτάκης. Είχε γράψει όμως τότε η “Αυριανή” ότι στις φλέβες μου δεν κυλάει αίμα αλλά νερό, επειδή συναντήθηκα μαζί του. Είχε γράψει “αν είναι δυνατόν, ο γιος του Λαμπράκη να συναντάται με τον Μητσοτάκη” . Μου είχε φανεί εντελώς αστείο, γέλασα. Ηξερα ότι δεν είχα καμία σχέση με τη ΝΔ, ούτε τότε ούτε ποτέ. Απλώς, πήγα στη συνάντηση με άλλους φοιτητές και ο δημοσιογράφος συμπέρανε ότι θα κατέβαινα με τον Μητσοτάκη. Αν είναι δυνατόν». – Ναι, αλλά πολιτεύεστε με συνδυασμό που στηρίζεται από τη ΝΔ. «Στις τοπικές εκλογές δεν μετράνε τα κόμματα. Είμαι ανεξάρτητος, δεν ανήκα ποτέ σε κάποιο κόμμα, είμαι ένας ελεύθερος πολίτης. Αφήστε που σιχαίνομαι τον “ρατσισμό” των χαρακτηρισμών, δεξιός, κομμουνιστής και πασόκος. Και ο πατέρας μου δεν ήταν κομμουνιστής. Συνεργαζόμενος ήταν με την ΕΔΑ. Ελεύθερος άνθρωπος ήταν, δημοκρατικός. Υπάρχουν και κακοί κομμουνιστές και καλοί, υπάρχουν και καλοί δεξιοί και κακοί. Ολα έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο. Αν είναι σωστός, δεν έχει σημασία ποιο κόμμα υποστηρίζει».
– Πότε συνειδητοποιήσατε το βάρος του επωνύμου σας;
«Αργά, μετά τα 30 μου. Το θεωρούσα αδιάφορο. Ισως λόγω χαρακτήρα, ίσως από αυτοάμυνα. Δεν έδινα σημασία. Αλλωστε δεν έψαξα τίποτε για τον πατέρα μου. Ερχονταν όλα μόνα τους. Χτυπούσαν το κουδούνι άνθρωποι άγνωστοι σε εμένα, μου έδειχναν φωτογραφίες, διηγούνταν ιστορίες, έκλαιγαν. “Με είχε βοηθήσει, με είχε γιατρέψει δωρεάν” κτλ. Εμαθα με τα χρόνια. Ηταν λοιπόν εύκολο να πάρω αέρα, να πάω σε κάποιο κόμμα, να χρησιμοποιώ το όνομά μου. Κάτι που συνηθίζεται. Η οικογενειοκρατία είναι ελληνική ασθένεια. Μου έλεγαν όλοι “μα είσαι Λαμπράκης, γιατί δεν το εκμεταλλεύεσαι;” . Μου ήταν εντελώς αδιάφορο το επώνυμό μου. Δεν μετανιώνω. Αν το χρησιμοποιούσα, αν έμπλεκα με κάποιο κόμμα, ίσως παρασυρόμουν σε δρόμους που δεν με εξέφραζαν». – Τώρα, με χρονική απόσταση ασφαλείας, πώς κρίνετε τον πατέρα σας;
«Αν σκεφτούμε πώς ήταν η εποχή, το κλίμα που υπήρχε, συνειδητοποιώ ότι είχε μια τρέλα. Δεν ξέρω αν θα έκανα όσα έκανε εκείνος σε δύσκολες εποχές. Ηταν πολύ αγαπητός στον κόσμο, στους φτωχούς ανθρώπους, είχε πάθος με τον αθλητισμό, την ιατρική και την πολιτική. Εγώ θέλω, αν μπορώ, όχι να αλλάξω τον κόσμο, αλλά πιο απλά πράγματα, την καθημερινή ζωή μας. Είμαι πιο πραγματιστής. Ξεχνάμε τα απλά και καταπιανόμαστε με τα μεγάλα. Θεωρούμε αυτονόητα όσα περνάμε, το μαρτύριο της καθημερινής ζωής. Μπορείς να διευκολύνεις τον μέσο άνθρωπο με απλές κινήσεις. Μια ανθρώπινη πόλη, καλές υπηρεσίες, να πιάνουν τα λεφτά του τόπο».
– Ηταν ένα σοκ η απώλειά του; «Ηταν, κυρίως για τη μητέρα μου, η οποία πέρασε δύσκολες στιγμές. Εχει βέβαια αντοχές, guts που λένε. Σε άλλους θα κόβονταν τα πόδια. Εζησε ένα σοκ με τη δολοφονία, αλλά έζησε και ένα σοκ διαρκείας μετά, όταν την κυνηγούσαν δημοσιογράφοι, κόμματα και κάθε άλλος. Είναι όμως φθηνό να πουλάς το όνομά σου. Ισως και συνειδητά, λόγω του σοκ αυτού, να μην μου άρεσε η πολιτική».
– Πώς μεγαλώνει ένα παιδί με την απουσία του πατέρα-θρύλου και την παρουσία του πατριού;
«Ποτέ δεν με ενόχλησε. Ισως μου έκανε και καλό. Είχα έναν πατέρα απόντα αλλά ταυτόχρονα και παρόντα εξαιτίας του θρύλου του, του επωνύμου μου, και είχα και τη φυσική παρουσία του πατριού μου, που με βοηθούσε στην πράξη. Είχα δηλαδή εις διπλούν την παρουσία ενός πατέρα». – Αλήθεια, γιατί δεν συμμετέχετε στις εκδηλώσεις, όπως στον μαραθώνιο, που εφέτος στα 2.500
χρόνια τουείναι αφιερωμένος στη μνήμη του πατέρα σας;
«Είναι μια ιστορία με πικρό γέλιο. Κάποτε έλεγαν, με στηλίτευαν, ότι δεν πάω στις πορείες, στον μαραθώνιο. Η αλήθεια όμως είναι ότι ποτέ δεν με είχαν καλέσει. Αλλά κανείς δεν το έλεγε. Πριν από τέσσερα χρόνια με κάλεσαν, και μάλιστα όχι ο ΣΕΓΑΣ, η ΕΟΕ ή το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά ο κ. Κώστας Παναγόπουλος, της ΑLCΟ, ένας φανατικός φίλος του στίβου. Γνωριστήκαμε τυχαία. Ενας εξαιρετικός άνθρωπος, που αγαπάει τον αθλητισμό ανιδιοτελώς. Εκείνος με κάλεσε για πρώτη φορά. Αραιά και πού πια, στέλνει και ο ΣΕΓΑΣ προσκλήσεις, όλως τυχαίως βέβαια την ίδια ή την επόμενη ημέρα κάθε εκδήλωσης… Εφέτος, για παράδειγμα, δεν έχω λάβει καν πρόσκληση για τις 31 Οκτωβρίου. Στον ΣΕΓΑΣ είχα προτείνει να φτιάξει μια γωνιά για τον Λαμπράκη και να τους δωρίσω τα αντικείμενά του. Ούτε καν μου απάντησαν… Ωσπου γνώρισα τον κ. Σπύρο Ζάγαρη, δήμαρχο Μαραθώνα, έναν επίσης εξαίρετο άνθρωπο, που έφτιαξε το μουσείο του μαραθώνιου, και δώρισα εκεί ό,τι είχα από τον πατέρα μου, μετάλλια, κύπελλα, παπούτσια, προσωπικά του αντικείμενα».