Εξαιρετικός ο αφιερωμένος στη Σπιναλόγκα «Αόρατος κόσμος» του Κώστα Χαρδαβέλλα. Για τις (σκληρές) αλήθειες που ακούστηκαν, για τα ενδιαφέροντα ρεπορτάζ που παρουσιάστηκαν, για τις μαρτυρίες εκείνων που είχαν ζήσει την «Κόλαση», εκείνων που γνώριζαν… Και για ένα μοναδικό ντοκουμέντο: την παλαιότερη on κάμερα συγκλονιστική συνέντευξη τροφίμου του νησιού. Κρίμα που η εκπομπή προβλήθηκε τόσο αργά.
Πλάνα άψογης αισθητικής, φωτογραφία υψηλής ποιότητας, σκηνικά υποδειγματικά, σημασία στη λεπτομέρεια της εικόνας. Οπως γράφτηκε από το σύνολο του Τύπου, «Το νησί», το βασισμένο στο μπεστ σέλερ της Βικτόρια Χίσλοπ σίριαλ του Μega, ξεχωρίζει στον τηλεοπτικό χάρτη. Δεν ήταν δύσκολο, σε μια περίοδο όπου τα ριάλιτι αποτελούν τη μοναδική ψυχαγωγική πρόταση των καναλιών και οι λοιπές σειρές που προβάλλονται είναι απαράδεκτες. Η παραγωγή του Μega βάζει ψηλά τον πήχη και εφέτος αποτελεί τη μοναδική εν Ελλάδι υπενθύμιση του ότι η τηλεόραση εκτός από ψυχαγωγία μπορεί να είναι και τέχνη.
Ομως, παρ΄ ότι κι εγώ θεωρώ ότι πρόκειται για αξιόλογη δουλειά, δεν θα συμμεριστώ τον πανεθνικό ενθουσιασμό. Κατά τη γνώμη μου το καλών προθέσεων σίριαλ απέχει αρκετά από το να είναι το αριστούργημα το οποίο αποθεώνουν Τύπος, blogs και οι παρέες στις συζητήσεις τους.
Στα δύο πρώτα επεισόδια ακόμη και αν το στοίχημα ως προς το εικαστικό μέρος έχει σε μεγάλο βαθμό κερδηθεί, δραματουργικά έχει χαθεί.
Οσο γοητευτικά κι αν είναι τα («μακρόσυρτα» και συχνά υπέρ το δέον στατικά) πλάνα, ο ναρκισσισμός της εικόνας, στον οποίο έχει επενδύσει ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης καταπίνει την ουσία, οδηγεί σε ένα ψυχρό και αποστασιοποιημένο αποτέλεσμα. Γιατί, επιτέλους, πρέπει το ποιοτικό στον ελληνικό κινηματογράφο (κινηματογραφικής αισθητικής είναι και το «Νησί») να θεωρείται συνώνυμο με το αργό, το άνευρο, το στατικό; Πότε οι σκηνοθέτες μας θα ξεπεράσουν το «σύνδρομο Αγγελόπουλος» και θα περάσουν από τη μίμηση της αισθητικής ενός δημιουργού με πολύ προσωπική, ιδιαίτερη ματιά, στη δημιουργία μιας δικής τους, πιθανώς μικρότερης εμβέλειας, αλλά πιο ειλικρινούς, οπότε και πιο ζωντανής ουσιαστικής γλώσσας;
Ισως τότε να βοηθήσουν και τους ηθοποιούς τους να παίξουν. Γιατί και στο «Νησί» οι ηθοποιοί περισσότερο ποζάρουν με υγρά μάτια παρά ερμηνεύουν. Βεβαίως, για να ερμηνεύσεις πρέπει να έχεις κάτι από το οποίο να πιαστείς, έναν ρόλο. Και ερχόμαστε στο μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου πρόβλημα της σειράς: στο σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Το οποίο εξαντλείται στο στήσιμο εικόνων. Τα χωράφια, τα σπίτια, η θάλασσα, οι μεσαιωνικοί δρόμοι είναι οι πρωταγωνιστές του. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες μένουν μονολιθικοί, μονοδιάστατοι: η καλή δασκάλα με το θλιμμένο βλέμμα, ο αγνός ψαράς με το θλιμμένο βλέμμα, η συμπονετική γειτόνισσα με το θλιμμένο βλέμμα… Ταμπλό βιβάν. Πρωτόλεια σκίτσα τα οποία χρειάζονταν δουλειά (σεναριακή ψιλοβελονιά) για να ζωντανέψουν, για να ξεχωρίσουν από τους ακίνητους βράχους της κρητικής γης. Εδώ παραμένουν λεπτομέρειες του τοπίου. Παγιδευμένα στη ναρκισσιστική ακινησία η οποία διατρέχει ολόκληρη τη σειρά.
Αυτή η ακινησία, όπως επιβάλλεται από το σχηματικό, αργό σενάριο και την εξεζητημένη σκηνοθεσία (που περισσότερο εξωραΐζει τη θλίψη, παρά την καταγράφει, από φόβο μην απωθήσει) δεν με αφήνει να συγκινηθώ, ενίοτε με πλήττει. Γι΄ αυτό, όσο κι αν θεωρώ ότι «Το νησί» αξίζει την προσοχή μας δεν μπορώ να μη νοσταλγήσω το «10» που είχε σκηνοθετήσει η Πηγή Δημητρακοπούλου. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ήταν το υποδειγματικό σίριαλ. Ενας σπάνιος για τα ελληνικά δεδομένα τηλεοπτικός άθλος, δεδομένου ότι οι συντελεστές της παραγωγής πήραν το αντιτηλεοπτικό, ημιτελές μυθιστόρημα του Μ.Καραγάτση και το μετέτρεψαν σε ένα καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων που καθήλωνε και συγκινούσε με την αλήθεια του. Την αλήθεια που λείπει από «Το νησί».