Η Γερτρούδη Στάιν αντιπαθούσε τα ερωτηματικά. Αν δεν μπορείς να καταλάβεις ότι μια ερώτηση είναι ερώτηση, τότε ποιο το νόημα. Οσο για τα κόμματα, αυτά τα έβρισκε δουλοπρεπή, «έτσι όπως σε βοηθάνε να βάλεις το παλτό σου και να φορέσεις τα παπούτσια σου σε εμποδίζουν να ζήσεις τη ζωή σου όσο δραστήρια θα ήθελες» έγραφε.
Ισως ακούγεται υπερβολικό να αντιμετωπίζεις τα σημεία στίξης λες και είναι έμψυχα όντα με προσωπικότητα, όταν όμως η αγγλική γλώσσα είναι το πάθος της ζωής σου τότε μοιραία αποκτάς μια άλλη σχέση με κάθε τι που μπαίνει ανάμεσα στις λέξεις.
Για τη Γερτρούδη Στάιν τίποτε δεν ήταν δεδομένο. Από την πρώτη της θεατρική απόπειρα ακόμη, το What Ηappened (1913), η συγγραφέας αποφάσισε ότι ένα έργο δεν χρειάζεται απαραίτητα να λέει μια ιστορία. Αυτό δηλαδή που εθεωρείτο αυτονόητο για την εποχή εκείνη το βρήκε περιττό. «Ποιος ο λόγος να αφηγηθείς μια ιστορία εφόσον υπάρχουν τόσες πολλές και όλοι γνωρίζουν τόσες πολλές και λένε τόσες πολλές…» εξηγούσε αργότερα με τον τρόπο της. Η Στάιν πίστευε ότι το θεατρικό έργο δεν πρέπει να αναπαριστά ένα γεγονός, αλλά να δημιουργεί ένα γεγονός. Να εμμένει στο παρόν- τι γίνεται αυτή τη στιγμή, τώρα, μπροστά μας. Να μας προσφέρει δυνατότητες και επιλογές, μια αίσθηση χαλαρότητας και αναζήτησης, όχι να μας αναγκάζει σε μονόδρομο.
«Να είσαι όλα για να είσαι ποτέ», λέει η ηρωίδα στο «Δεν έχει ωραίες εικόνες». Το νόημα δεν έχει τόση σημασία, εφόσον ούτως ή άλλως όλα αλλάζουν συνεχώς. «Και τώρα μπορώ ελεύθερα να το πω. Είστε μάρτυρές μου. Ξαναρχίζω απ΄ την αρχή». Το νόημα δεν έχει σημασία, το παιχνίδι όμως έχει. Η δοκιμή, η περιπέτεια, το ρίσκο. Τα πιο μεγαλεπήβολα επίθετα δίπλα σε απλά, ταπεινά ουσιαστικά- μια «συγκλονιστική» αγελάδα. Σουρεαλιστικά ερωτήματα που μάλλον δεν έχουν απάντηση: Γιατί να σε ζεσταίνουν οι κορσέδες; Τι είναι μπιχλιμπίδι; Μακριές προτάσεις που ελίσσονται σαν φίδια ή άλλες που σπάνε σε ολοένα μικρότερα κομμάτια: «Αφού το νόημα το βρήκαμε ξαπλώνοντας στον καναπέ. Αφού το νόημα το βρήκαμε ουρλιάζοντας. Αφού το βρήκαμε. Το βρήκαμε».
Η έννοια του δράματος παίρνει νέες διαστάσεις. Δεν φτάνει που δεν υπάρχει πλοκή, δεν είναι επιπλέον ξεκάθαρο ποια φράση συνιστά σκηνική οδηγία και ποια διάλογο, ποιος λέει τι, ποιος είναι ήρωας και ποιος όχι. Η γραμμική εξέλιξη καταβαραθρώνεται, κέντρο δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει χοροπηδητό, ανέμελη διάθεση, άρνηση εξακρίβωσης στοιχείων. Ετσι είμαι αν έτσι με θέλετε. «Μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα απόφαση να μείνω και να φύγω. Ν΄ αγνοήσω το ντεκόρ» μάς ανακοινώνει η ηρωίδα. Να την πάρουμε στα σοβαρά; Η γνωριμία μαζί της μοιάζει αρχικά δύσκολη, συνέχεια ξεγλιστράει. Αν αφεθούμε όμως, τα λόγια της μπορούν να μας εξασφαλίσουν τη μέγιστη απόλαυση: τη χαρά του λόγου, κυρίαρχη στον κόσμο της Στάιν. Αν αφουγκραστούμε τους ήχους και τους συσχετισμούς, αν εισπνεύσουμε το χιούμορ, τότε θα διασκεδάσουμε. «Αυτά φέρνει το πλέξιμο» σχολιάζει η ηρωίδα και το χαριτωμένο σχόλιο «περνάει» ακόμη κι αν δεν ξέρουμε ακριβώς τι εννοεί.
Είναι αναμφισβήτητα δύσκολο να δώσεις σκηνική υπόσταση σε θεατρικό κείμενο της Γερτρούδης Στάιν. Δεν έχεις από πού να πιαστείς. Δεν υπάρχουν καλοσχηματισμένοι ήρωες και καλοχτισμένοι διάλογοι. Δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος, ούτε φυσικά κορύφωση. Παλεύεις με τις εντυπώσεις. Αναζητάς τους τόνους. Πρέπει να χτίσεις και να μεταδώσεις μια κυρίαρχη αίσθηση. Και έπειτα ξεπηδά το ζήτημα της γλώσσας. Φαντάζομαι πως μια από τις βασικές αιτίες που δεν ανεβαίνουν ποτέ κείμενά της στη χώρα μας είναι επειδή βασίζονται τόσο πολύ στα σχήματα λόγου (π.χ. παρήχηση ή ομοιοκαταληξία), ώστε δύσκολα μπορεί ο μεταφραστής να αναπαραγάγει αυτό το δαιμόνιο ηχητικό πάρτι. Ο Αντώνης Γαλέος έφερε αισίως εις πέρας την αποστολή του. Παρά τις αναπόφευκτες απώλειες, η ουσία αναδεικνύεται («Κράτα την ουσία, κράτα την στους πάγους»).
Η Μαριάννα Κάλμπαρη δείχνει να είχε υπόψη της αυτές τις δυσκολίες. Φαίνεται από τον τρόπο που επεδίωξε να τις αντιμετωπίσει: να δημιουργήσει περιβάλλον, να οριοθετήσει σχέσεις (ανάμεσα στο Εγώ και στην Αλλη, τους δύο «ρόλους»), να εξασφαλίσει ακουστικά ερεθίσματα, να δώσει σάρκα και οστά στο αέρινο κατασκεύασμα της συγγραφέως. Τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Η προσπάθεια να «στολίσουμε» ένα κείμενο που στερείται της συνήθους δραματικότητας γίνεται προφανής. Τι είναι μπιχλιμπίδι; ρωτάει η Στάιν και εν προκειμένω θα λέγαμε ότι μπιχλιμπίδι είναι οτιδήποτε κλωτσάει. Οτιδήποτε μένει ξεκρέμαστο. Και εδώ, αν εξαιρέσουμε τη Δήμητρα Χατούπη και το εύρημα με τις βελόνες πλεξίματος, όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν περιττά, άχαρα, άνευρα. Παλιομοδίτικο το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη με τις χάρτινες λωρίδες από κατεστραμμένα έγγραφα στο πάτωμα και το σελοφάν φόντο, όπως και τα άδεια λευκά κουτιά που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Αμήχανες οι κινήσεις, το στήσιμο των ηθοποιών που μεταδίδουν διαρκώς την αίσθηση ότι ψάχνουν τρόπους να «γεμίσουν» τον χώρο, κόβοντας και ράβοντας, ακροβατώντας και ποζάροντας κ.ο.κ. Ειδικώς η παρουσία της Μαρίζας Τσίγκα αποδεικνύεται εκνευριστική, σαν ματαιόδοξη αράχνη που θέλει να αφήσει παντού το αποτύπωμά της. Αποσπά την προσοχή από τη Δήμητρα Χατούπη, η οποία ξέρει να σχηματίζει τον συνδυασμό φλερτ, αυτοσαρκασμού και ανάλαφρου μυστηρίου που χρειάζεται ώστε να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός και να αρχίσει το κείμενο να «λειτουργεί». Αν είχε αφεθεί να υπάρξει μόνη της, ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα.