Αναμένοντας το κρίσιμο ανακοινωθέν της συνάντησης των υπουργών Οικονομικών του G20, οι τρέιντερ κάθονταν χθες σε αναμμένα κάρβουνα. Παρά το γεγονός ότι οι ελπίδες για μία κατ΄ αρχήν συμφωνία περιορισμού στις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων είχαν σχεδόν μηδενιστεί προτού καν αρχίσει η συνάντηση της οικονομικής ελίτ όλου του κόσμου- το G20 αποτελείται από τις επτά πλουσιότερες χώρες (G7) και από τις σημαντικότερες αναδυόμενες χώρες συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Βραζιλίας, της Ινδίας και της Ρωσίας-, ωστόσο οι τρέιντερ ήταν επιφυλακτικοί στα παιχνίδια τους ως τη δημοσιοποίηση του ανακοινωθέντος σήμερα. Και τούτο διότι το ανακοινωθέν αυτό, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί από τους ηγέτες του G20 στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής στις 11-12 Νοεμβρίου στην πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας, τη Σεούλ. Με συνέπεια οι διακυμάνσεις σε όλες τις αγορές χθες, από το δολάριο και τα αντίπαλα νομίσματα ως τις μετοχές, τον χρυσό και το πετρέλαιο, να είναι σχεδόν μηδενικές. Ο μηδενισμός των προσδοκιών είχε διαφανεί από την άρνηση ως την έντονη αμφισβήτηση που βρήκε η προσπάθεια του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ να επιβάλει αριθμητικούς στόχους στις εξωτερικές ανισορροπίες προκειμένου να εξαναγκάσει τις χώρες που έχουν τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, όπως η Κίνα, να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους. Σε επιστολή που έστειλε προς τους συναδέλφους του υπουργούς Οικονομικών των χωρών-μελών του G20 ο αμερικανός υπουργός προσπάθησε να πείσει για την ουσιώδη αναγκαιότητα μιας οικονομικής πολιτικής η οποία να οδηγεί σε μείωση των τεράστιων ανισορροπιών στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών πολλών χωρών. Συγκεκριμένα ο κ. Γκάιτνερ πρότεινε ότι τα πλεονάσματα και τα ελλείμματα να μην υπερβαίνουν το 4% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Η υποδοχή των προτάσεων του κ. Γκάιντερ ήταν ιδιαίτερα ψυχρή από τον υπουργό Οικονομίας της Γερμανίας Ράινερ Μπρούντερλε, ο οποίος προειδοποίησε ότι οι προτάσεις αυτές αποτελούν «προγραμματισμένη οικονομική σκέψη». Προβληματισμό εξέφρασε και ο ιάπωνας υπουργός Οικονομικών Γιοσιχίκο Νόντα. «Αμφιβάλλουμε αν αριθμητικοί στόχοι μπορούν να συμφωνηθούν» δήλωσε προς τους δημοσιογράφους ο κ. Νόντα, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «ο έλεγχος στην πρόοδο διόρθωσης των ανισορροπιώνενδεχομένως να αποτελεί καλή ιδέα». Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας Ντμίτρι Πάνκιν, περισσότερο σίγουρος, δήλωσε ότι το ανακοινωθέν δεν θα περιλαμβάνει αριθμητικούς στόχους.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η ένταση στις αγορές συναλλάγματος ολοένα και αυξάνεται καθώς οι κυβερνήσεις σε αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες προσπαθούν με όλα τα μέσα για την υποτίμηση των εθνικών τους νομισμάτων. Οσο δε η οικονομική εξασθένηση θα συνεχίζεται, τόσο οι κυβερνήσεις θα γίνονται επιθετικότερες προκειμένου να προστατεύσουν τα εθνικά επιχειρηματικά συμφέροντα και να «ασφαλίσουν» τις οικονομίες τους και τις ελάχιστες θέσεις εργασίας στις αγορές τους. Πόσω δε μάλλον που είναι εξαιρετικά δύσκολο να γεφυρωθούν οι κολοσσιαίες διαφορές στα οικονομικά συμφέροντα. Οι χώρες με εμπορικά πλεονάσματα όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία, έχοντας συσσωρεύσει τεράστιες ποσότητες συναλλαγματικών διαθεσίμων, απαιτούν δημοσιονομική πειθαρχία από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ώστε να προστατευθεί η αξία του χαρτοφυλακίου τους.
Από την άλλη οι ΗΠΑ και οι άλλες ελλειμματικές χώρες απαιτούν την ταχύτατη ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος, του γουάν, σε συνδυασμό με μέτρα τόνωσης της ζήτησης ώστε οι οικονομικοί ρυθμοί ανάπτυξης να οδηγούνται από την κατανάλωση και όχι από τις εξαγωγές. Επισημαίνεται ότι η υποτίμηση του γουάν έναντι του δολαρίου αποτελεί τη βασικότερη αιτία ανισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας, και είναι αυτή που έχει εξαναγκάσει και τις άλλες χώρες να μη θέλουν την ανατίμηση των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου. Η αμερικανική κυβέρνηση προειδοποιεί ότι η αναγκαία εξισορρόπηση της οικονομίας απειλείται από τις χώρες που εμποδίζουν την άνοδο της αξίας των νομισμάτων τους. «Ο κίνδυνος του πληθωρισμού και της φούσκας στις αγορές των αναδυόμενων οικονομιών» αλλά και «του πλήγματος της καταναλωτικά οδηγούμενης ανάπτυξης χάριν των εξαγωγών» θα αυξηθούν από τις πολιτικές αυτές, προειδοποίησε ο κ. Γκάιτνερ.