Μπορεί ένας κήπος να αποτυπώσει την ιστορία ενός κράτους; Όταν πρόκειται για τον Εθνικό Κήπο μπορεί. Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός του, ως ιστορικού τόπου, προτάθηκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων και έλαβε θετική γνωμοδότηση.

Όπως τονίζει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του «Εθνικού Κήπου», Θεόδωρος Μπεχράκης, ο κήπος δικαιούται να χαρακτηριστεί ιστορικός τόπος, γιατί πληροί όλες τις προϋποθέσεις και είναι συνδεδεμένος με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

«Εδώ και καιρό διεκδικούμε να συμβεί αυτό, γιατί μέσα στην εξέλιξη λειτουργίας του κήπου αποτυπώνονται τα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας» σημειώνει και προσθέτει ότι αυτό θα βοηθήσει να εξασφαλιστούν επιπρόσθετες χρηματοδοτήσεις από ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους οργανισμούς για τη συντήρηση και ανάπτυξη του κήπου.

Προχωρά, εξάλλου, η μελέτη που έχει ανατεθεί στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για την ανάπλαση του κήπου, η οποία εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει στο πρώτο τρίμηνο του 2011. Η ανάπλαση αφορά, σύμφωνα με τον κ. Μπεχράκη, τις υποδομές του κήπου.

«Από πλευράς πρασίνου ο κήπος είναι σε καλή κατάσταση. Υπάρχει, όμως, μία αθέατη πλευρά, αυτή των υποδομών και των εγκαταστάσεων, που ανήκουν στον προηγούμενο αιώνα. Αυτές θέλουμε να βελτιώσουμε για να γίνει περισσότερο λειτουργικός» τόνισε ο κ. Μπεχράκης.

Το έργο της ανάπλασης είναι προϋπολογισμού 7,5 εκατ. ευρώ και θα ολοκληρωθεί σε δύο φάσεις.

Η πρώτη φάση θα προβλέπει τη δημοπράτηση του έργου από τον Δήμο Αθήνας, προϋπολογισμού 2,9 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση των υποδομών, ενώ θα προκηρυχθεί μελέτη προϋπολογισμού 370.000 ευρώ για την αποκατάσταση του ζωολογικού κήπου, του βοτανολογικού μουσείου, του χώρου που βρίσκεται το ρωμαϊκό μωσαϊκό και την αποκατάσταση του μαντρότοιχου της Ηρώδου του Αττικού.

Η δεύτερη φάση θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση της χλωρίδας και την απομάκρυνση της ξερής βλάστησης.

Σε ό,τι αφορά το βοτανολογικό μουσείο, ο κ. Μπεχράκης είπε ότι το πρόβλημα είναι σύνθετο, καθώς κανένα κτήριο μέσα στα όρια του κήπου δεν διαθέτει άδεια. Με τον χαρακτηρισμό του, όμως, ως ιστορικού τόπου, αυτά τα προβλήματα θα επιλυθούν και έτσι θα λειτουργήσει το μουσείο, που θα έχει ως στόχο να αποτελέσει τόπο επίσκεψης των παιδιών.

Αναφερόμενος στο θέμα της παραχώρησης του κήπου στον Δήμο της Αθήνας για τα επόμενα 90 χρόνια, ο κ. Μπεχράκης είπε ότι ο κήπος δεν κινδυνεύει από περίπτωση κακοδιαχείρισης ή εμπορικής εκμετάλλευσης, καθώς τόσο από τον νόμο παραχώρησης, αλλά και συνεπεία του χαρακτηρισμού του ως ιστορικού τόπου, υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες προστασίας του, δεδομένου ότι κάθε παρέμβαση θα πρέπει να έχει και την έγκριση του υπουργείου Πολιτισμού.

Την εισήγηση έκαναν από τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και από τη Διεύθυνση Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς οι Ν. Διβάρη – Βαλάκου και η Α. Αθανασιάδου.

«Ο κήπος πρέπει να χαρακτηριστεί ως ιστορικός τόπος, διότι πρόκειται για ένα μοναδικό στην Ελλάδα και ιδιαίτερα αξιόλογο παράδειγμα αρχιτεκτονικής τοπίου με βάση τις αρχές του ευρωπαϊκού σχεδιασμού του 19ου αιώνα και με ιδιαίτερο βοτανολογικό ενδιαφέρον. Αποτελεί τόπο στον οποίο έχουν αποτυπωθεί διαδοχικές εξελικτικές φάσεις της νεώτερης ιστορίας των Αθηνών και έχει άρρηκτα συνδεθεί στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της πόλης με σημαντικές καμπές της ιστορίας του ελληνικού κράτους, καθώς και με την καθημερινή ζωή τους» ανέφεραν στην εισήγησή τους.

Η ιστορία ενός κράτους μέσα από έναν κήπο

Ο σημερινός Εθνικός Κήπος (έκτασης 100 εκταρίων/1.000 στρεμμάτων), ο οποίος αποτέλεσε το πιο μεγαλόπνοο εξωραϊστικό έργο της βασίλισσας Αμαλίας, έχει μεγάλη ιστορία, που συμβαδίζει με εκείνη του νέου ελληνικού κράτους. Στον αρχικό σχεδιασμό και την κατασκευή του, αποτελούσε αναγκαίο μέρος του συγκροτήματος των βασιλικών ανακτόρων. Ως εκ τούτου, ακολούθησε τις διαδοχικές θέσεις των ανακτόρων στα πολεοδομικά σχέδια της νέας Αθήνας, τα οποία παρουσίασαν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ το 1833 και ο Λέο φον Κλέντσε το 1834.

Τελικά, δεν εφαρμόστηκε καμία από τις δύο λύσεις και τα Ανάκτορα του Όθωνα τοποθετήθηκαν στο τέλος του 1835 στη σημερινή τους θέση, σε σχέδια του Φρίντριχ φον Γκέρτνερ. Η χάραξη των εσωτερικών διαδρομών είναι γαλλικής τεχνοτροπίας του όψιμου μπαρόκ με αυστηρή γεωμετρική δομή.

Κατά την κατασκευή του κήπου προέκυψαν προβλήματα, επειδή το ιδανικό σχέδιο του ημικυκλίου του ερχόταν σε σύγκρουση με το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, ιδίως με τη λειτουργική οδό της Κηφισίας, που άρχιζε στη βορινή πλευρά του, αλλά και τις ιδιοκτησίες των περιμετρικών εδαφών. Το 1837 ανασχεδιάστηκε ο περιβάλλων χώρος του ανακτόρου με ευθύνη του λοχαγού Hoch και ο βασιλικός κήπος περιορίστηκε σε ένα ορθογώνιο στη νότια πλευρά του. Μετά την εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους στα ανάκτορα το 1843, το ορθογώνιο αυτό επεκτάθηκε προς νότο και ανατολικά, σε ακανόνιστη γεωμετρική μορφή, και με ένα ακόμα άλμα, γύρω στο 1850, πήρε τη σημερινή έκταση και μορφή του.

Ο βασιλικός κήπος παρέμεινε στην ιδιωτική χρήση των βασιλέων και στη διακριτική και χρονικά ελεγχόμενη χρήση πολιτών σε όλο τον 19ο αιώνα και στην αρχή του 20ού μέχρι την κατάργηση της βασιλείας.

Στα χρόνια της Αμαλίας διαμορφώθηκε η χάραξη, η φύτευση και ο βασικός εξοπλισμός του, μαζί με εξαιρετικές παρεμβάσεις, όπως το λεγόμενο κάθισμα της Αμαλίας, στη νοτιοανατολική άκρη, από όπου η βασίλισσα μπορούσε να έχει, τα χρόνια εκείνα, θέα στην Ακρόπολη.

Κατά τη φάση της περάτωσής του (1851 – 1859) η έκταση έχει τη μορφή ενός πυκνοφυτεμένου, ελεύθερα διαμορφωμένου μεσογειακού κήπου, ενός κήπου sui generis, απομίμηση των φυσικών τοπίων, και φέρει τη σφραγίδα της Αμαλίας. Πρόκειται για μία μετατροπή τύπου αγγλικής τεχνοτροπίας και την προσαρμογή του στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μεσογειακού κλίματος όχι μόνο σε ό,τι αφορά την επιλογή των φυτικών ειδών, αλλά και στο αρχιτεκτονικό ύφος των επιμέρους κτισμάτων. Χαρακτηρίζεται από την επινοητική χάραξη δρόμων, την πολυμορφία έργων μικροαρχιτεκτονικής και την τολμηρή ανάμειξη διάφορων φυτών, άλλοτε σε περιορισμένο χώρο, ώστε να αποκόπτει τον επισκέπτη από το πραγματικό περιβάλλον και τον κάνει να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε ένα πυκνό δάσος και άλλοτε σε συστάδες αραιές ή πυκνές, ώστε να επιτρέπουν τη διαίρεση του χώρου και να δημιουργούν ξέφωτα με οπτικές φυγές προς άλλα σημεία του κήπου, τα παλαιά ανάκτορα και τα περιβάλλοντα κτίσματα.

Η αναχώρηση του Όθωνα και της Αμαλίας και η ανάληψη της βασιλείας από τον Γεώργιο Α’ δεν σηματοδοτεί μεγάλες αλλαγές στον κήπο, αλλά αναδεικνύει την κτηριακή υποδομή του με επιμέρους παρεμβάσεις, οι οποίες επιτρέπουν την οριοθέτηση μίας φάσης Γεωργίου Α’, που αναγνωρίζεται σήμερα σε λίγα αλλά σημαντικά κτήρια, και φτάνει ως την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας.

Ανάμεσα στα κτήρια αυτά ξεχωρίζει το μικρό περίπτερο «του βασιλιά», που έχει μετατραπεί σε Βοτανικό Μουσείο Εθνικού Κήπου και σήμερα είναι εγκαταλειμμένο. Αν και έχει αναφερθεί συχνά ως έργο του Ερνέστου Τσίλλερ, δεν υπάρχει τεκμήριο γι αυτό. Αντίθετα, το αυστηρό νεοκλασικό του ύφος και η μορφολογία του σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Κάλκος εργάστηκε για ένα διάστημα στην υπηρεσία των ανακτόρων με αντικείμενο τον κήπο, οδηγεί τους ειδικούς να υποστηρίξουν ότι αυτό είναι πιθανότατα δικό του έργο.

Η αλλαγή σε αβασίλευτη δημοκρατία (1917), που μετέτρεψε το ανάκτορο σε Κοινοβούλιο και τον βασιλικό κήπο σε εθνικό σηματοδοτεί μια σαφώς διακριτή φάση. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’20 ο βασιλικός κήπος αναπτύχθηκε πάνω στα ίχνη των αρχικών διαμορφώσεων με μικρές προσθήκες και μετατροπές. Ήταν ουσιαστικά εσωστρεφής και απέτρεπε την επικοινωνία με την πόλη. Η επιλογή να αποτελέσει τον σημαντικότερο δημόσιο κήπο στο κέντρο της Αθήνας οδήγησε σε πολλές σχεδιαστικές παρεμβάσεις και υπαγόρευσε έναν σημαντικό εξοπλισμό στα πρότυπα των μεγάλων αστικών κήπων της Ευρώπης.

Σε επίπεδο σχεδιασμού ανοίχτηκαν πολλές είσοδοι με σημαντικότερη την κύρια είσοδο από τη λεωφόρο Αμαλίας, που σχεδιάστηκε σε γαλλικό ύφος, τονίζοντας τη διαφορά της προς τον υπόλοιπο ρομαντικό κήπο. Με ανάλογο τρόπο έγινε η παρέμβαση στη νοτιο-ανατολική πρόσβαση του κήπου από το κοινοβούλιο. Σε πολλά σημεία οι εσωστρεφείς περίπατοι διανοίχθηκαν ή βραχυκυκλώθηκαν για να εξυπηρετήσουν διαγώνιες και διαμπερείς κινήσεις των πολιτών, που θα έβρισκαν πλέον στον κήπο ένα πεδίο αναψυχής. Ταυτόχρονα, επαναπροσδιορίστηκε ένα μέρος των χρήσεων για να ανταποκρίνεται καλύτερα στην κοινωνική λειτουργία του κήπου, που απευθυνόταν πλέον σε παιδιά και οικογένειες, αλλά και ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.

Η περίοδος της Κατοχής επέφερε σημαντικές καταστροφές στον κήπο. Σημαντικά τεχνικά έργα, όπως υδραυλικά δίκτυα, αποχετεύσεις, αρδευτικά συστήματα, υδραγωγείο, δίκτυο δρομίσκων, παλαιό υδραγωγείο Ιλισσού, εγκαταλείφθηκαν. Παρτέρια ανθέων και χλόης και ποικιλίες φυτών καταστράφηκαν προκαλώντας σημαντικές αλλοιώσεις στη φυσική κληρονομιά του κήπου. Στη μεταπολεμική περίοδο ο κήπος γνώρισε περιορισμένες αλλαγές στο γενικό του σχέδιο και οι περισσότερες παρεμβάσεις είχαν τον χαρακτήρα της συντήρησης.

Διακρίνονται ορισμένες φάσεις στις οποίες πυκνώνουν οι επεμβάσεις, με σημαντικότερη από αυτές τη γενική συντήρηση, που προηγήθηκε των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αντικαθιστώντας μεγάλο μέρος του φθαρμένου εξοπλισμού με νέο, παραπλήσιας μορφής.