ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το σπίτι της οικογένειας Τσαλικιάν στο Π. Ψυχικό, όπου ο 15χρονος έζησε τα λίγα χρόνια της ζωής του, είναι φιλόξενο για όσους το επισκέπτονται. Είναι όμως και παράξενα σιωπηλό, ακριβώς όπως και τότε, μετά τη δολοφονία. Λίγες ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης επιβολής ισοβίων στον δολοφόνο ειδικό φρουρό Επαμεινώντα Κορκονέα, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε για το «Βήμα της Κυριακής».
Η μητέρα του Αλέξη,κυρία Τζίνα Τσαλικιάν , φιλόξενη,ευγενική όσο και ακόμη συντετριμμένη,κάθεται στο διπλανό δωμάτιο,που «άφησε» ο Αλέξανδρος το μοιραίο Σάββατο της 6ης Δεκεμβρίου και το οποίο φιλοξενεί τώρα την άρρωστη γιαγιά του, που και εκείνη πέρασε μια σοβαρή περιπέτεια υγείας,λίγο καιρό μετά την απώλεια του εγγονού της.
Η Τζίνα Τσαλικιάν αναλύει κυρίως το πώς βίωσε τη δεκάμηνη δίκη των δύο δραστών, αλλά και την καθημερινότητα μιας δίκης,τη διεξαγωγή της οποίας λόγοι ασφαλείας σύμφωνα με τις Αρχές επέβαλαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Αμφισσα, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας του Αλέξη.
«Η ποινή δεν εξαγοράζει την ανθρώπινη ζωή» εξομολογείται η κυρία Τσαλικιάν αναφερόμενη και στην καταδίκη του συνεργού του Κορκονέα, Βασ. Σαραλιώτη , σε κάθειρξη 10 χρόνων, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι «οι δικαστές, οι οποίοι στάθηκαν στο ύψος τους,δεν το έκαναν χωρίς κόστος». Και ναι, όπως λέει, θεωρεί ότι η απόφαση είναι «δικαίωση της μνήμης» του 15χρονου γιου της. Μια δικαίωση που καταλαγιάζει τη δική της οργή, καθώς την είχε εξοργίσει « η προσπάθεια κατασυκοφάντησης του γιου μου, τόσο από τους δράστεςόσο και από τον συνήγορό τους ». Και προσθέτει την αίσθησή της ότι στην αρχή της δίκης «κάποιοι προσπαθούσαν να ρίξουν στα μαλακά τους δύο φρουρούς». Δεν συγχωρεί τον Κορκονέα και τον Σαραλιώτη. «Δεν μου ζήτησαν και ποτέ συγγνώμη» τονίζει.
«Θα ήθελα μάλιστα να μην τους είχα αντικρίσει ποτέ» λέει και χαρακτηρίζει τον δολοφόνο του παιδιού της «βέβηλο και ιερόσυλο».
Η Τζίνα Τσαλικιάν, 50 χρόνων, δικηγόρος το επάγγελμα, έστρεψε τις δραστηριότητές της στον επιχειρηματικό τομέα. Ιδιοκτήτρια γνωστού κοσμηματοπωλείου στην οδό Βουκουρεστίου, έχει ακόμη ένα κορίτσι 19 χρόνων, που και εκείνο αναρωτιέται μαζί της το πώς δύο ενήλικοι μπόρεσαν και σήκωσαν το πιστόλι απέναντι σε ανυπεράσπιστα παιδιά με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Αλέξανδρου. Τον ξεσηκωμό εκείνου του Δεκέμβρη τον αποδίδει στην ατιμωρησία και των άλλων θυμάτων της αστυνομικής βίας, αλλά και στη μάταιη προσπάθεια των νέων να βρουν πρότυπα και ιδανικά…
Η οικογένεια ζητάει από παλιά να καθιερωθεί αυτή η ημέρα ως αργία κατά της βίας με θύματα νέους ανθρώπους και σήμερα μελετάει τον τρόπο που θα μπορέσει να βρει για να συμπαρασταθεί και εκείνη στους νέους, που τυχόν και στο μέλλον θα πέσουν θύματα τέτοιων περιστατικών βίας.
– Πώς νιώσατε όταν ακούσατε την ετυμηγορία του δικαστηρίου;
«Ενιωσα ότι δικαιώθηκε η μνήμη του Αλέξανδρου με τον πλέον επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο. Δεν υπερίσχυσε, ευτυχώς, η υπερφίαλη και άθλια υπερασπιστική γραμμή των κατηγορουμένων, οι οποίοι μέσα από την τακτική της κατασυκοφάντησης του παιδιού μου και της οικογενείας μου προσπάθησαν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να αμαυρώσουν τη μνήμη του Αλέξη, αλλά και να σπιλώσουν την εικόνα μας».
– Ποια είναι τα συναισθήματα σας για τους δύο ειδικούς φρουρούς;
«Παρ΄ ότι έχουν διαφορετική ποινική αντιμετώπιση από την απόφαση του δικαστηρίου, για μένα είναι εξίσου υπεύθυνοι, διότι η δολοφονία του παιδιού μου ήταν απόρροια της σύμπραξής τους. Για μένα ήταν πολύ οδυνηρό να βρεθώ στη δυσάρεστη θέση να αντικρίζω κατάματα τους ανθρώπους που αφαίρεσαν χωρίς κανέναν λόγο τη ζωή του γιου μου. Θα προτιμούσα να μην τους είχα αντικρίσει ποτέ για να μην προσωποποιήσω τους δολοφόνους του Αλέξη. Νιώθω απέραντη θλίψη, οδύνη, οργή και ένα μεγάλο αναπάντητο “γιατί;”».
– Αλήθεια,σας ζήτησαν ποτέ συγγνώμη;
«Κάθε άλλο. Προσπάθησαν να παραστήσουν την πράξη τους ως ένα λάθος, ως απόρροια αμέλειας. Αμέσως μετά τη δολοφονία, κύριο μέλημά τους ήταν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και να συκοφαντήσουν το παιδί μου. Την τακτική αυτή την ακολούθησαν ως την τελευταία ημέρα της δίκης. Είναι δυνατόν κάποιος, που έχει μετανιώσει πραγματικά για μια τέτοια πράξη, μιλάω τώρα για τον Κορκονέα, την πρώτη ημέρα της δίκης του να εξομοιώνει τον εαυτό του, που είναι ο θύτης, με το παιδί, που είναι το θύμα, λέγοντας ότι “στο δικαστήριο θα ακουστούν πολλά και για μένα και για το παιδί”; Είναι δυνατόν;».
– Θα τον συγχωρέσετε ποτέ, με δεδομένο ότι σε συνέντευξή του είπε ότι με την πράξη του καταστράφηκε και ο ίδιος, αλλά και η οικογένειά του;
«Και πάλι εξομοιώνει τον εαυτό του με το νεκρό παιδί μου και αυτό δείχνει το πόσο βέβηλος και ιερόσυλος είναι».
– Ο εγκλεισμός του Κορκονέα στη φυλακή αποτελεί άραγε δικαίωση για τη μνήμη του Αλέξη;
«Η ανθρώπινη ζωή δεν εξαγοράζεται με όποια ποινή, όσο βαριά και αν είναι αυτή. Παρ΄ όλα αυτά είναι δικαίωση για όλα τα θύματα της τυφλής αστυνομικής βίας σε βάρος πολιτών, διότι ξέρουμε καλά ότι στο παρελθόν υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις ατιμωρησίας δολοφονιών από αστυνομικά όργανα».
– Πώς βιώσατε όλη τη διαδικασία της δίκης;
«Για μας η δικαστική περιπέτεια άρχισε με τη δυσάρεστη έκπληξη της πραγματοποίησης της δίκης 200 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, και το σπίτι του Αλέξη. Σε μια διαδικασία που κράτησε 10 μήνες, ζήσαμε πολλά: άλλαξαν δύο συνθέσεις δικαστηρίων, ξεπεράστηκε το όριο προφυλάκισης του 18μήνου με αποτέλεσμα οι κατηγορούμενοι να κυκλοφορούν επί τέσσερις μήνες ελεύθεροι στην Αμφισσα… Ηταν ιδιαίτερα επώδυνο για μας η παρακολούθηση της δίκης και για τον πρόσθετο λόγο ότι μετά την έναρξή της η μητέρα μου βρέθηκε στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση και εγώ είχα να επιλέξω το αν θα μείνω κοντά της ή θα παραστώ στο δικαστήριο να υπερασπιστώ το νεκρό παιδί μου. Κατάφερα να τα συνδυάσω και τα δύο, αλλά όχι χωρίς το ανάλογο κόστος. Η απόφαση να γίνει η δίκη στην Αμφισσα δεν έλαβε καθόλου υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα της ταλαιπωρίας ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, στους οποίους συγκαταλέγεται η οικογένειά μου, οι μάρτυρες, οι τεχνικοί σύμβουλοι και ο κόσμος, που ήθελε να την παρακολουθήσει τιμώντας με την παρουσία του τη μνήμη του νεκρού παιδιού μου. Οφείλω να αποδώσω όμως εύφημη μνεία σε εκείνους, δικαστές ή ενόρκους, που σήκωσαν με θάρρος επάνω τους το βάρος της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης. Ξέρω ότι για κάποιους αυτό δεν έγινε χωρίς κόστος».
– Η κόρη σας και η μητέρα σας πώς έζησαν όλο αυτό το διάστημα τη δικαστική διαδικασία;
«Η διαδικασία ήταν επώδυνη και για αυτούς, όπως και για τον πατέρα του Αλέξη. Η Αριέτα, η κόρη μου, σε πολύ τρυφερή ηλικία βρέθηκε να αντιμετωπίζει την πλέον απάνθρωπη μορφή της άσκησης εξουσίας από όργανα του κράτους. Εχει χάσει πλέον την εμπιστοσύνη της σε βασικά θεσμικά όργανα. Βίωσε συγχρόνως όλο αυτό το διάστημα την προσπάθεια σπίλωσης της μνήμης του πολυαγαπημένου της αδελφού. Αυτό ήρθε να προστεθεί στην απώλεια, που δεν μπορεί κανένας μας να αναπληρώσει. Παρ΄ όλα αυτά έδειξε δύναμη ψυχής και ωριμότητα, προσπάθησε υπερνικώντας την εσωτερική της οργή για όσα άκουγε, κάποιες στιγμές να στηρίξει ακόμη και εμένα».
– Τι σκέφτεστε όταν περνάτε από το σημείο που δολοφονήθηκε ο γιος σας,νιώθε τε ασφαλής;
«Αυτός ο χώρος προσωπικά με συνθλίβει. Πάντα θα μου θυμίζει τον τόσο άδικο χαμό του παιδιού μου. Εχω προσπαθήσει πολλές φορές να εξηγήσω γιατί συνέβησαν όλα αυτά και ποτέ δεν μπόρεσα να δώσω καμία απάντηση. Δεν με ενδιαφέρει η προσωπική μου ασφάλεια, μόνο η ασφάλεια των άλλων νέων και αθώων παιδιών».
– Εχετε απαντήσει ποτέ μέσα σας αυτό το γιατί:Γιατί,δηλαδή,ένας πατέρας σηκώνει το πιστόλι και σκοτώνει;
«Δεν το έχουν απαντήσει καθόλου ούτε καν οι ίδιοι οι δράστες στο δικαστήριο. Με σοκάρει το γεγονός, που αποδείχθηκε και από τη δίκη, ότι και οι δύο ψυχροί και αδίστακτοι εγκληματίες υπολογίζοντας στην υπεροχή των όπλων απέναντι σε ανυπεράσπιστα παιδιά άφησαν σε πολυσύχναστο σημείο το περιπολικό προκαλώντας και βρίζοντας χυδαία, για να διαπράξουν εν ψυχρώ τη στυγερή τους δολοφονία.
Μου είναι ακόμη αδύνατον να διερευνήσω τα ουσιαστικά κίνητρά τους».
– Τι σας πλήγωσε περισσότερο;
«Με πλήγωσε κυρίως η διαρκής προσπάθεια κατασυκοφάντη- σης και προσβολής της μνήμης του νεκρού παιδιού μου. Αλλά και η προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Κάποιοι προσπάθησαν να βαφτίσουν τη στυγερή δολοφονία ως απλό ατύχημα, κάτι σαν τροχαίο δηλαδή».
– Αισθανθήκατε ποτέ ότι κάποιοι επιθυμούσαν να παρέμβουν στη δίκη ώστε οι δύο φρουροί να πέσουν «στα μαλακά»;
«Είχαμε αυτή την αίσθηση από την αρχή. Η υποψία μας έγινε βεβαιότητα, όταν το ίδιο το δικαστήριο με απόφασή του παρέπεμψε τους αξιωματικούς της Αστυνομίας που ανέλαβαν να εξιχνιάσουν το έγκλημα στη Δικαιοσύνη διότι δεν έκαναν σωστά το καθήκον τους. Τι άλλη ανάγκη μαρτύρων έχουμε για να επιβεβαιωθούν οι υποψίες μας;».
– Τι αντιμετώπιση είχατε από τα μέλη της νέας κυβέρνησης;
«Κατ΄ αρχάς έστειλα επιστολή στον Πρωθυπουργό, με κοινοποίηση στους υπουργούς Προστασίας του Πολίτη και Δικαιοσύνης, με την οποία ζητούσα να μη γίνει η δίκη στην Αμφισσα. Ως σήμερα δεν έλαβα καμία απάντηση. Οφείλω όμως να αναφέρω ότι στην κηδεία του παιδιού μου, τα μόνα πολιτικά πρόσωπα που παρέστησαν ήταν η σημερινή υπουργός Παιδείας κυρία Αννα Διαμαντοπούλου και η σύζυγος του πρωθυπουργού κυρία Αντα Παπανδρέου. Και οι δύο μάλιστα ήρθαν αργότερα και στο σπίτι μας».
– Αλήθεια, φοβάστε μήπως ξεχαστεί η δολοφονία;
«Η δολοφονία αυτή, εκτός από την Ελλάδα, συγκλόνισε και ολόκληρο τον κόσμο. Εξακολουθώ να παίρνω γράμματα συμπαράστασης και ενθάρρυνσής μου απ΄ όλο τον κόσμο, κυρίως στην κατεύθυνση να προσπαθήσω να μην ξεχαστεί ποτέ η μνήμη του παιδιού μου. Εξακολουθώ να θεωρώ ιδιαίτερο το μήνυμα που μου έστειλε μια φίλη του Αλέξανδρου και το οποίο κρεμάστηκε και στον τόπο του εγκλήματος: “Αλέξανδρε ήσουνα τόσο καλός που δεν σου αξίζαμε να ζεις ανάμεσα μας, γι΄ αυτό έφυγες”».
– Τώρα,σχεδόν δύο χρόνια από τη δολοφονία, έχετε απαντήσει μέσα σας στο ερώτημα γιατί η υπόθεση του Αλέξη επηρέασε και ξεσήκωσε μια γενιάπου θεωρείται αδιάφορη για τα κοινά;
«Νομίζω ότι βλέπω δύο λόγους: Προηγήθηκαν, πρώτον, και άλλες δολοφονίες παιδιών με ατιμωρησία των ενόχων και το δεύτερο και κυριότερο, ήταν η συκοφαντική εκστρατεία κατά του γιου μου με κορυφαίο εκφραστή της τον κ. Κούγια. Αυτή προκάλεσε την αγανάκτηση και την οργή ιδιαίτερα μιας γενιάς, που ακόμη και σήμερα μάταια έχει ανάγκη να βρει τα πρότυπα που θα την ωθήσουν να πιστέψει σε αξίες και ιδανικά».
– Θα αναλάβετε κάποια πρωτοβουλίαώστε αυτό που συνέβη σε εσάς να μην ξανασυμβεί σε κανέναν;
«Αισθανόμαστε την ανάγκη να ανταποδώσουμε στην ελληνική κοινωνία, και ιδίως στους νέους, την ηθική συμπαράσταση και στήριξη που μας προσέφεραν. Σκεφτόμαστε με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε και θεσμικά τυχόν θύματα παρόμοιας βίας στο μέλλον».