Η προοπτική επιμήκυνσης του χρόνου εξόφλησης του μεγάλου δανείου των 110 δισ. ευρώ που συμφωνήθηκε στις αρχές του περασμένου Μαΐου με την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έρχεται και ξανάρχεται στο προσκήνιο.
Πριν από δύο μήνες το θέμα αξιολογήθηκε σε τεχνικό επίπεδο μεταξύ των εμπειρογνωμόνων της παλαιάς Νομισματικής Επιτροπής στις Βρυξέλλες και προσφάτως εξετάστηκε στη συνάντηση που είχε στο Βερολίνο ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου με τον γερμανό ομόλογό του κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Επανήλθε μάλιστα δυναμικότερα στο προσκήνιο στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από τον πρόεδρό του κ. Ντομινίκ ΣτροςΚαν, ο οποίος άφησε να εννοηθεί ότι το Ταμείο θα ευνοούσε μια τέτοια εξέλιξη.
Εκτοτε καλλιεργείται εμμέσως από την κυβέρνηση η βεβαιότητα ότι το θέμα είναι κλεισμένο, ότι σύντομα θα μπορεί να ανακοινωθεί, αν και- το χειρότερο- ορισμένοι το εντάσσουν στην επικοινωνιακή στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος.
Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι τίποτε δεν είναι κλεισμένο και σε κάθε περίπτωση η όλη συζήτηση θεωρείται πολύ πρόωρη. Οσοι παρακολουθούν την υπόθεση από πολύ κοντά γνωρίζουν ότι ακόμη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπάρχουν αντιρρήσεις.
Για την Ευρώπη δεν μπορούμε να μιλάμε, καθώς τουλάχιστον τέσσερις χώρες δεν είναι διατεθειμένες καν να συζητήσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην παρούσα φάση.
Ακόμη είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι τυχόν επιμήκυνση θα απαιτήσει νέες εγκρίσεις από τα εθνικά κοινοβούλια, όταν ακόμη είναι νωπές οι αντιδράσεις και γνωστές σε όλους οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις- και ιδιαίτερα η γερμανική- να επικυρώσουν τις δανειακές συμβάσεις.
Επιπλέον είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι η γερμανική Βουλή ενέκρινε μόνο τη δανειακή σύμβαση του 2010 και βεβαίως να υπενθυμισθεί ότι η γερμανική πολιτική δεν περνά και τις πιο φιλοευρωπαϊκές ημέρες της.
Είναι περιττό δε να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε επιμήκυνση του δανείου δεν θα προσφερθεί απλώς ως πράξη καλής θελήσεως για την ελληνική πρόοδο, αλλά πιθανότατα θα συνοδεύεται από νέες ελληνικές δεσμεύσεις για άλλα τρία ή πέντε χρόνια, ανάλογα με τον χρόνο παράτασης του χρόνου εξόφλησης.
Υπάρχει επίσης πάντα ο κίνδυνος, αν καλλιεργηθούν υπερπροσδοκίες στις διεθνείς αγορές και τελικώς δεν υπάρξει συμφωνία, να επικρατήσουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, και η ελληνική προσπάθεια εξόδου από την κρίση να βυθισθεί εκ νέου σε τροχιά αμφισβήτησης και καχυποψίας.
Υπό αυτή την έννοια η δημόσια συζήτηση για την επιμήκυνση του δανείου της τρόικας με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι ό,τι καλύτερο.
«Είναι σαν να παίζουμε με τη φωτιά» λένε οι έχοντες εμπειρία από τη διαχείριση τέτοιων σύνθετων υποθέσεων και επιμένουν ότι στην παρούσα φάση προέχουν η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών, η πιστή εφαρμογή του Προγράμματος Σταθερότητας και γενικώς η επίμονη δημοσιονομική διαχείριση. Ωστε να υπάρξουν αποτελέσματα ικανά να στηρίξουν την επανάκτηση της εμπιστοσύνης, η οποία τελικώς θα προσφέρει και το διαβατήριο για το άνοιγμα των χρηματαγορών και την αποκατάσταση της ρευστότητας, που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία.