Η ελληνική προκλασική αρχαιότητα γνώριζε, πέρα από τον φιλοσοφικό λόγο, εξίσου καλά και την μήτιν, μια πανούργα ευφυΐα, που τα ευμήχανα γυρίσματα και οι ελιγμοί της χαρακτήριζαν τόσο την πρακτική νοημοσύνη των σοφιστών όσο και την πολύτροπο τέχνη των ρητόρων. Με τη νίκη της νεοαναδυόμενης λογικής και της διαλεκτικής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη επί της ποιητικής και σοφιστικής τέχνης ένα μεγάλο μέρος αυτής της ελληνικής παράδοσης απωθήθηκε και περιθωριοποιήθηκε χάριν ενός κυριολεκτικού λόγου που βασιζόταν αποκλειστικά στο σαφές επιχείρημα. Εφεξής ό,τι δεν προέκυπτε από σταθερούς, μη αντιφατικούς νόμους, που θεμελιώνονταν και εγγράφονταν σε σταθερούς κοινούς τόπους, απορριπτόταν ως μη αληθινό. Είναι προφανές ότι η νέα μορφή ορθολογικότητας έχει με το μέρος της την αλήθεια και το δίκαιο απαξιώνοντας τη γνώση των άλλων πρακτικών.
Ετσι, λ.χ., στον Φαίδρο ο Πλάτωνας στρέφεται ενάντια στους Τισία και Γοργία, οι οποίοι αντιστρέφουν με τη «ρώμη των λόγων» τους το αναληθές (πιθανό) σε αληθές, «κάνοντας τα μικρά να φαίνονται μεγάλα και τα μεγάλα μικρά». Παρομοίως, ο Αριστοτέλης, τον οποίο ο Ντε Σερτώ θεωρεί δημιουργό ενός μεγάλου «στρατηγικού» συστήματος, γίνεται έξαλλος στη Ρητορική του εξαιτίας μιας ανάλογης τέχνης που αποδίδεται στον Κόρακα, τακτική του οποίου είναι να διαστρέφει την τάξη της αλήθειας μετατρέποντας το ασθενέστερο επιχείρημα σε ισχυρότερο. Σημειωτέον ότι οι σοφιστές είναι μέτοικοι, δηλαδή νομάδες, που έρχονται από τη Σικελία και αργότερα από τα Μέγαρα, flying professors, που γυροφέρνουν από πόλη σε πόλη μποϊκοτάροντας τις στρατηγικές βάσεις του λόγου των ειδικών με τα παράδοξα και ανατρεπτικά τεχνάσματά τους. Ετσι τα φέρνουν βόλτα στα ήδη χαρτογραφημένα εδάφη, στον «τόπο του άλλου».
Η λαϊκή κουλτούρα
Σύμφωνα με τον Μισέλ ντε Σερτώ (1925-1986), αυτή η αποκλεισμένη πρακτική γνώση της παλαιότερης ρητορικής και σοφιστικής τέχνης επιστρέφει κατά τη νεωτερικότητα με τη μορφή μιας πολύτροπης και πολυμήχανης «λαϊκής κουλτούρας», η οποία μετατρέπει σιωπηλά τον υποτιθέμενο αδύνατο, παθητικό «καταναλωτή» σε επινοητικό παραγωγό.
Το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον συγγραφέα είναι «τι σκαρώνει, τι φτιάχνει ο πολιτιστικός καταναλωτής», π.χ. ο θεατής τηλεοπτικών προγραμμάτων ή ο αναγνώστης βιβλίων, κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης «παθητικής» καθήλωσής του στον καναπέ του σαλονιού. Αν ζούσε σήμερα, θα αναρωτιόταν «τι κάνει», τι «μαστορεύει» ο χρήστης του δικτύου όταν σερφάρει ατέλειωτες ώρες στον κυβερνοχώρο. Η προφανώς αισιόδοξη απάντησή του είναι ότι οι χρήστες των πολιτισμικών αγαθών δεν πειθαρχούν σε κάποιο εξωτερικό προς αυτούς σύστημα κανόνων αλλά ότι εκμεταλλεύονται κατά το δυνατόν τις δυσλειτουργίες, τις ρωγμές και τις παραδρομές του παραγωγικού συστήματος και ότι χρησιμοποιούν ή ιδιοποιούνται εκ νέου αυτά τα αγαθά σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες «για σκοπούς ξένους προς το σύστημα». Χρήση και κατάχρηση (μείζον ρητορικό σχήμα) πάνε μαζί, ακριβώς όπως και το φουκωικό ζεύγος: εξουσία και αντίσταση. Ως πρότυπο της συνολικής ανάλυσης του Ντε Σερτώ δεσπόζει η σωσυριανή διάκριση μεταξύ γλώσσας και ομιλίας, δηλαδή μεταξύ του συστήματος των κανόνων της γλώσσας και του τρόπου χρήσης/κατάχρησης των κανόνων αυτών από τον εκάστοτε ομιλητή.
Το μάτι του Θεού
Στόχος του Ντε Σερτώ είναι μια «πολεμολογική ανάλυση της κουλτούρας».Προς επίτευξη της πολιτιστικής πολιτικής του κάνει μια μεθοδολογική διάκριση που οργανώνει το διάσπαρτο υλικό του βιβλίου: στρατηγική και τακτική.Η πρώτη προσπαθεί να κυριαρχήσει επάνω στον χώρο και στον χρόνο των καθημερινών ανθρώπων,κατασκευάζοντας οριοθετημένους «τόπους», τους οποίους χρησιμοποιεί ως επιτελική βάση ελέγχου και επιτήρησης του κοινωνικού πράττειν, κυρίως μέσω τεχνολογιών της όρασης («το μάτι του Θεού»),καθιστώντας δηλαδή τα πράγματα ορατά.Αντίθετα,η τακτική των κυριαρχούμενων είναι νομαδική, χαρακτηρίζεται δηλαδή από την έλλειψη τόπου,αφού η γεωγραφία των επιχειρήσεών της είναι διαρκώς ο «τόπος του άλλου»,στον οποίο εισχωρεί λαθραία για να τον εκμεταλλευτεί και να τον ανατρέψει: «Πρέπει αδιάκοπα ο αδύνατος να αντλεί οφέλη από δυνάμεις που του είναι ξένες»,εισάγοντας στο ξένο σύστημα μια «άτακτη κίνηση» που αποσταθεροποιεί τους κανονισμούς της στρατηγικής επιμελητείας: «Ο Μπαρτ διαβάζει τον Προυστ στο κείμενο του Σταντάλ, ο θεατής διαβάζει το τοπίο της παιδικής του ηλικίας στο ρεπορτάζ της επικαιρότητας», η νοικοκυρά «μαγειρεύει» συνδυάζοντας τις συνταγές σύμφωνα με τα δικά της αποθέματα.Η καθημερινή πρακτική επινοεί λοιπόν απίθανους τρόπους λαθροθηρίας στο διάβασμα,στην κυκλοφορία εντός της πόλης, στα ψώνια, στη συζήτηση, αναδεικνύοντας τη συνεχή ασυμμετρία μεταξύ των σφαιρικών,συγκεντρωτικών στρατηγικών και των διάσπαρτων,τοπικών τακτικών.Είναι ολοφάνερο ότι ο Ντε Σερτώ προκρίνει τις τακτικές της «απτικής πρόσληψης και κιναισθητικής ιδιοποίησης» έναντι του ανέκαθεν αποστασιοποιημένου στρατηγικού «βλέμματος»: άλλο να εποπτεύεις τη Νέα Υόρκη από ψηλά και άλλο να τη διασχίζεις από κάτω κατασκευάζοντας έναν δικό σου χάρτη περιήγησης εντός αυτής.
Ωστόσο η μεθοδολογική διάκριση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής πάσχει από θεωρητική τυφλότητα,εφόσον ο εισηγητής της αρνείται να δει τις μεταβάσεις που επισυμβαίνουν ανάμεσά τους: μια τακτική μπορεί να αφομοιωθεί από μια στρατηγική,ενώ μέσα από μια στρατηγική μπορεί να γεννηθεί μια αποκλίνουσα και άτακτη τακτική.Εν τέλει,η μήτιςδεν ανήκει σε κανέναν.Τόσο οι κυρίαρχοι όσο και οι κυριαρχούμενοι μπορούν να την ασκήσουν μέσα στον καθημερινό τους εμφύλιο πόλεμο.