Το στενόμακρο κανό που κατέβαινε το ανήσυχο ποτάμι εκείνο το πρωινό της άνοιξης του 1664 δεν έδειχνε να βιάζεται να φτάσει στο Νιου Αμστερνταμ. Οι έξι Ινδιάνοι που τραβούσαν κουπί είχαν «κάνει κράτει» αφήνοντας το ρέμα να παρασύρει το βαρυφορτωμένο με δέρματα αλεπούς, βουβάλων και άγριων αλόγων πολυταξιδεμένο πλεούμενο. Ο Βαν Ντάικ, ο καπετάνιος του, είχε αλλού το μυαλό του, παρ΄ όλο που τα μάτια του ήταν καρφωμένα σ΄ ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, με ένα ινδιάνικο πλεκτό κόσμημα να κρέμεται στον λαιμό του και με όλα τα ινδιάνικα χαρακτηριστικά, εκτός από το δέρμα της που ήταν λείο και κάπως λευκό. «Ηταν η αμαρτία του». Μόλις την είχε αφήσει να απορεί γιατί της είπε: «Εμπρός στους άλλους, μη με λες πατέρα». Τον καταλάβαινε πολύ καλά γιατί μιλούσε τη σωστή γλώσσα Αλγκόγκιν. Ενας λευκός Ολλανδός να μιλά ινδιάνικα! Το μυαλό του στριφογύριζε στη Μαργκαρέθα βαν Ντάικ, στη γυναίκα του. Τι να ΄κανε μόνη στο Μανα-χάτα, έξι μήνες που έλειπε αυτός αγοράζοντας και πουλώντας στα δάση αυτού που σήμερα ονομάζουμε Καναδά…
Είναι μάγος στην αφήγηση ο Εντουαρντ Ράδερφερντ. Παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και στις 860 σελίδες του βιβλίου του τού μυθιστορεί όλη την εξελικτική διαδρομή τρεισήμισι αιώνων της Νέας Υόρκης. Δεν είναι τουριστικό ανάγνωσμα. Δεν είναι η ιστορία της αμερικανικής μεγαλούπολης. Είναι απ΄ όλα και κάτι παραπάνω.. Με συνδετικό κρίκο το ινδιάνικο κόσμημα που είδαμε να κρέμεται από τον λαιμό της μικρής κοπέλας, ο συγγραφέας- γνωστός και από άλλα ιστορήματα- μας σεργιανάει στα ινδιάνικα παζάρια όπου έρχονταν οι Ολλανδοί για να ανταλλάξουν χρωματιστές χάντρες, γυαλιά και πολύχρωμα υφάσματα με καλαμπόκι, μάλλινα νήματα, δέντρα που γίνονταν πολύτιμη ξυλεία για τα καράβια τους. Κρυφοκοιτάζει τους αγγλόφωνους που ενέσκηψαν αργότερα και πρόσθεσαν στις πραμάτειες που αντάλλαζαν κάτι μισοάχρηστα ντουφέκια και μια «μαύρη σκόνη που έβγαζε φωτιά».
Ολη η ιστορία της εξέλιξης της πόλης του Μεγάλου Μήλου- και ως έναν βαθμό της Αμερικής- περνά από γενιά σε γενιά των Βαν Ντάικ, με τα παιδιά του γεννήτορα να βλέπουν δουλειές και πέρα από το εμπόριο με τα δέρματα, όσο κι αν αυτό έφερνε πολύ «άσπρο» (ασημένιο) χρήμα. Κάπου αργότερα θα συναντήσουμε το πρόβλημα με τους μαύρους, κάπου εκεί στη γενιά των δισέγγονων που συγγένεψαν με τον εγγλέζο μηχανικό Χένρι Χάντσον θα βρούμε τις ρίζες κάποιου λαϊκού κινήματος που ξεκινά από μια κακόφημη ταβέρνα και φτάνει να πυρπολήσει το εμπορικό κέντρο της πόλης των 4.000 εμπόρων- αυτό που σήμερα ονομάζουμε Γουόλ Στριτ. Για όσους απορούν με τα σημερινά σκάνδαλα και τις ύποπτες χρεοκοπίες του χρηματιστηρίου της, ο Ράδερφερντ προσφέρει άφθονο υλικό για τα λαδώματα, τη διαφθορά και τους εκβιασμούς. Ενας απόγονος του γεννήτορα βλέπει την περιουσία του να εξαφανίζεται σε λίγες ώρες και ένας άλλος δεν ενοχλείται καθόλου όταν δίνει ενέχυρο το πατρογονικό ινδιάνικο κόσμημα σε κάποιον τσαρλατάνο που αγλλοποίησε το ολλανδικό του όνομα σε Βάντερμπιλντ.
Κάποιος χάνει το στοίχημα για το αν μπορεί να κτιστεί σε δύο χρόνια αυτό που έγινε έκτοτε σύμβολο της μεγαλούπολης- το Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να μας μιλήσει, ακούραστα και με χιούμορ που δεν του λείπει ο σαρκασμός, για το άλμα στην τεχνολογία που συντελέστηκε στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για τη δίψα των ντόπιων οικοπεδοφάγων που σε μια νύχτα κατέλαβαν τα χωράφια του Ολλανδού Ντεν Μπρουν- και δημιούργησαν το σημερινό Μπρονξ, έναν από τους τέσσερις υποδήμους της μείζονος Νέας Υόρκης. Δεν λείπει το πολιτισμικό άρωμα από το βιβλίο. Δύο οικογένειες που η σκούφια τους κρατά από τον Βαν Ντάικ, με έντονη την παρουσία του εβραϊκού και του αγγλοσαξονικού στοιχείου, μας προσφέρουν πίνακες και γλυπτά στα πρότυπα των γάλλων ιμπρεσιονιστών αλλά και έργα που άνοιξαν δρόμους σε αρ ντεκό, σε ποπ αρτ, ακόμη και σε ρυθμούς σάλσα.
Ο συγγραφέας δεν απογοητεύει τον αναγνώστη του. Δεν μας αφήνει «στα παλιά». Θρηνεί δύο αγόρια της οικογένειας που χάθηκαν στην καταστροφή των Δίδυμων Πύργων τον Σεπτέμβριο του 2001 και παρηγοριέται γιατί μια κοπέλα, που- τι περίεργο- είχε κάπως πιο σκούρο δέρμα και μάτια χρυσοπράσινα που φέρνουν τον αναγνώστη πίσω στην «αμαρτία» του Βαν Ντάικ, βγήκε σώα από τα ερείπια των Πύργων. Είναι αυτή που θα εξαγοράσει κάποια στιγμή εκείνο το πατρογονικό πλεκτό ινδιάνικο κόσμημα. Είναι, άλλωστε, ο συνδετικός κρίκος των οικογενειακών ονομάτων που παρελαύνουν στις σελίδες της «Νέας Υόρκης» του.