Η προσεκτική επιλογή ρόλων από τον Τζορτζ Κλούνεϊ – δεδομένη εδώ και χρόνια- συνεχίζεται με την καινούργια ταινία του «Ο Αμερικάνος» («Τhe Αmerican», ΗΠΑ, 2010). Το φιλμ μπορεί να παρεξηγηθεί ως «χωρίς ιστορία», γιατί είναι περισσότερο μια ταινία ατμόσφαιρας και λιγότερο μια ταινία πλοκής. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Κλούνεϊ, γοητευτικότατος και κομψότατος στον ρόλο του αινιγματικού, σιωπηλού επαγγελματία φονιά, ο οποίος βρίσκεται στην Ιταλία για μια τελευταία δουλειά, αποφασισμένος αμέσως μετά να εγκαταλείψει το «επάγγελμα». Το γεγονός ότι στην αμέσως προηγούμενη «δουλειά» του είχε αναγκαστεί να εκτελέσει εν ψυχρώ την αγαπημένη του (κάτι που γίνεται στα πρώτα λεπτά της ταινίας) του έχει προκαλέσει ψυχολογικά τραύματα τα οποία τον οδηγούν σε δεύτερες σκέψεις.
Το φιλμ, γυρισμένο από τον πολύ καλό φωτογράφο Αντον Κόρμπιν (το ντεμπούτο του έγινε στο έκτακτο «Control»), τον παρακολουθεί ενώ βρίσκεται σε κάποιο χωριό της Ιταλίας περιμένοντας εντολές. Η ώρα γεμίζει με κοντινά πλάνα του ηθοποιού ή με μαγευτικά κάδρα στο φόντο των οποίων βρίσκεται η υπέροχη ιταλική ύπαιθρος. Παρακολουθούμε τη ρουτίνα της καθημερινότητάς του, τις συζητήσεις του με τον τοπικό ιερέα που προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα της συνείδησής του και τη σχέση του με μια πόρνη. Η δράση με την έννοια της περιπέτειας είναι ελάχιστη, οι φόνοι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η ταινία είναι το εσωτερικό ταξίδι ενός τελειωμένου ανθρώπου που έχει ξεχάσει τι σημαίνει ελπίδα, που λειτουργεί μηχανικά και στην ουσία δεν έχει ζωή.
Ο Κλούνεϊ λέει δέκα φράσεις όλες κι όλες σε μια ούτως ή άλλως σιωπηλή ταινία, γεγονός που προσωπικά βρήκα εξαιρετικό ως εύρημα: μια έξυπνη απάντηση στις δεκάδες περιπέτειες ρουτίνας που με τον θόρυβο και τα χιλιάδες πτώματα προσπαθούν απλώς να εντυπωσιάσουν χωρίς τελικά να λένε τίποτε.
Οταν ο φόνος γίνεται επάγγελμα
Ο ρόλος του επαγγελματία δολοφόνου θεωρείται εξαιρετικά δημοφιλής και πολλοί ηθοποιοί έχουν δώσει αξιομνημόνευτες ερμηνείες παίζοντας… πληρωμένα πιστόλια.
Αλαν Λαντ: «Η αγάπη του γκάνγκστερ» («Τhis gun for hire», 1947, Φρανκ Τατλ)
Λι Μάρβιν: «Οι δολοφόνοι» («Τhe killers», 1964, Ντον Σίγκελ)
Αλέν Ντελόν: «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» («Le samurai», 1967, Ζαν-Πιερ Μελβίλ) Εντουαρντ Φοξ: «Η ώρα του τσακαλιού» («Τhe day of the Jackal», 1973, Φρεντ Τσίνεμαν)
Μαξ φον Σίντοφ: «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα», («Τhree days of the Condor», 1975, Σίντνεϊ Πόλακ)
Τζον Τραβόλτα- Σάμιουελ Τζάκσον: «Ρulp Fiction» (1994, Κουέντιν Ταραντίνο) Ζαν Ρενό: «Leon» (1994, Λυκ Μπεσόν)
Ούμα Θέρμαν: «Κill Βill» (2003, Κουέντιν Ταραντίνο)
Τομ Κρουζ: «Η διαδρομή» («Collateral», 2004, Μάικλ Μαν)
Σε αναζήτηση του… βιο-μπαμπά και τρισδιάστατες κουκουβάγιες
Α ν το «Μέχρι να σε βρω» που προβλήθηκε πριν από λίγο καιρό στις αίθουσες έθιγε σε όλες τις δραματικές διαστάσεις τους θέματα όπως η αναζήτηση του βιολογικού γονέα και η υιοθεσία, η ταινία «Τα παιδιά είναι εντάξει» («Τhe kids are alright», 2010, ΗΠΑ) της Λίζα Τσολοντένκο κινείται μεν στο ίδιο πλαίσιο αλλά με άξονα το χιούμορ.
Ο Λέιζερ ( Τζος Χάτερσον ) πείθει την αδελφή του Τζόνι ( Μία Γουασίκοφσκα ) να αναζητήσουν τον άνθρωπο που έδωσε το σπέρμα του για να γεννηθούν. Το θέμα είναι ότι ο δότης έδωσε σπέρμα στις διαφορετικές μανάδες των δύο παιδιών, οι οποίες όμως είναι παντρεμένες μεταξύ τους. Ο μεν Λέιζερ είναι γιος της υστερικής αλλά πανέξυπνης Ανέτ Μπένινγκ, η δε Τζόνι είναι κόρη της Τζουλιάν Μουρ, η οποία για πρώτη φορά στην καριέρα της εκπέμπει τόσο σεξαπίλ.
Μόλις ο δότης αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του εξαιρετικού Μαρκ Ράφαλο, η ταινία παίρνει μπροστά και σε ορισμένες σκηνές πραγματικά απογειώνεται. Η εισβολή του βιο-μπαμπά στη ζωή της οικογένειας φέρνει τα πάνω κάτω. Ο cool χαρακτήρας του (είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου) ανατρέπει κάθε δεδομένο, προκαλεί συγκρούσεις και αντιζηλίες και ανάβει ερωτικά πάθη. Πραγματικά όλες οι σκηνές με τον Ράφαλο – μακράν ο πιο φυσιολογικός ήρωας της ιστορίας- φτιάχνουν τον ρυθμό της ταινίας, η οποία πάντως είναι προσεκτικά σκηνοθετημένη και, ενώ διαθέτει χιούμορ, δεν γίνεται ποτέ φάρσα.
* Τρισδιάστατες κουκουβάγιες πρωταγωνιστούν στον «Θρύλο των ιπτάμενων φρουρών» («Legend of the Guardians», ΗΠΑ, 2010) του Ζακ Σνάιντερ, γνωστού από το «300». Παραμυθάκι με τα όλα του, βασίζεται στα βιβλία της Κάθριν Λάσκι και ακολουθεί την ιστορία του Σόρεν, μιας μικρής αρσενικής κουκουβάγιας που μαζί με τον αδελφό της Κλάιντ ανδρώνονται μέσα από την περιπέτεια της σωτηρίας του βασιλείου των κουκουβαγιών από τους Αγνούς εχθρούς.
Η κουκουβάγια είναι πτηνό που δεν συναντάμε συχνά στον κινηματογράφο και, για να πούμε και την αλήθεια, ποτέ δεν μας έλειψε. Το χάρισμα της ταινίας είναι ότι εκπέμπει μια βία ασυνήθιστη για το είδος της, η οποία ενδεχομένως να απομακρύνει το αμιγώς παιδικό κοινό στο οποίο (κυρίως) απευθύνεται. Ενα φιλμ πολύ πιο σκληρό και άγριο από όσο το περιμένεις- αν και με τον Σνάιντερ στην καρέκλα του σκηνοθέτη αυτό δεν θα έπρεπε να μας εντυπωσιάζει τόσο.
Η διαχρονική μόδα του εξορκισμού
Αποτελέσματα δημοσκόπησης του 2005 κατέδειξαν ότι το 42% των Αμερικανών πιστεύει στον δαιμονισμό. Από το 1995 στη Νέα Υόρκη τετραμελής ομάδα ιερέων διερευνά περίπου 40 περιπτώσεις δαιμονισμένων ατόμων ετησίως. Ενας στους δέκα καθολικούς στις ΗΠΑ έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας ή έχει βιώσει εξορκισμό και η αναπτυσσόμενη τάση έχει φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα στο Βατικανό. Το υποστηριζόμενο από το Βατικανό Regina Αpostolorum Ρontifical University είναι συντηρητικό καθολικό πανεπιστήμιο που διδάσκει μαθήματα εξορκισμού.
Το Κακό ποζάρει σε μεθυσμένη κάμερα
Τ ο «Βlair Witch Ρroject» (1999) δημιούργησε μια μόδα ταινιών που προσπαθούν να «παντρέψουν» τη μυθοπλασία με το ψευδοντοκυμαντέρ. Και το γεγονός ότι ορισμένες, όπως το «Rananormal activity», σημείωσαν τεράστια επιτυχία σημαίνει ότι έχουν ζήτηση. Ο ρεαλισμός τους είναι πιο έντονος, το θέαμα αποτυπώνεται πολύ πιο σκληρά και ο τρόμος δείχνει πιο γνήσιος.
Σε αυτό το μοτίβο κινείται ο «Τελευταίος εξορκισμός» («Τhe last exorcism», ΗΠΑ, 2010) του γερμανού σκηνοθέτη Ντάνιελ Σταμ. Αρχικώς σε παγιδεύει δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται όντως για ντοκυμαντέρ με θέμα έναν πρώην εξορκιστή ευαγγελικό ( Πάτρικ Φάμπιαν ) που προσπαθεί να πείσει αυτούς που νομίζουν πως έχουν την ανάγκη του εξορκισμού ότι το πρόβλημά τους δεν είναι ο εξορκισμός αλλά η ιατρική βοήθεια.
Το φιλμ μάς μεταφέρει στη Νέα Ορλεάνη όπου η μαύρη μαγεία, το βουντού και τα ξόρκια αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων. Εκεί ο εξορκιστής αναλαμβάνει τον εξορκισμό μιας κοπέλας. Και ενώ προσπαθεί να αποδείξει ότι όλη η τεχνική του είναι ψεύτικη, το Κακό κάνει στ΄ αλήθεια την εμφάνισή του.
Η αίσθηση ότι βλέπεις ντοκυμαντέρ προσθέτει πράγματι έξτρα δόση ανατριχίλας- αν και θα πρέπει να ομολογήσω ότι σε πολλά σημεία γίνεται κουραστικό, με την κάμερα να κινείται σαν να την κρατά μεθυσμένος, τον κακό φωτισμό, τη βρώμικη φωτογραφία.
Υστερα, ποτέ δεν κατάλαβα πώς γίνεται αυτός που υποτίθεται ότι γυρίζει το ντοκυμαντέρ (μέσα στην ταινία), αντί να πετάξει την κάμερα και να τρέξει για να γλιτώσει τη ζωή του, επιμένει να τραβά τα πάντα ακόμη και όταν βρίσκεται μια ανάσα από τον θάνατο. Πείτε με παλιομοδίτη, πείτε με ρετρολάγνο, παραμένω φαν του κλασικού «Εξορκιστή» (1973) του Γουίλιαμ Φρίντκιν, που τα είπε όλα μια και έξω, αφήνοντας στη σκιά του τις περισσότερες ταινίες που τον ακολούθησαν.
Η Λουκία Ρικάκη στην Πράσινη Γραμμή
Μ ε την τελευταία ταινία της «Ονειρα σε ξένη γλώσσα» η Λουκία Ρικάκη επιστρέφει στο είδος που της ταιριάζει, τον κινηματογράφο τεκμηρίωσης. Το φιλμ αποτελεί εύστοχη περιήγηση στο σχολείο της Φανερωμένης στην Πράσινη Γραμμή της Κύπρου, οι μαθητές του οποίου είναι παιδιά μεταναστών που μιλούν διαφορετικές γλώσσες αλλά ονειρεύονται σε κοινή. Οι ιστορίες τους πλάθουν το σύμπαν μιας ταινίας που αναβλύζει ελπίδα και χαμόγελο. Για τα «Ονειρα σε ξένη γλώσσα» η σκηνοθέτις μίλησε στο «Βήμα».
– Πώς μάθατε για το σχολείο Φανερωμένης;
«Βρέθηκα στην Κύπρο για την προβολή της ταινίας μου ο “Αλλος”, σε μια εκδήλωση που διοργάνωσαν οι δάσκαλοι του σχολείου. Γνωρίστηκα μαζί τους και είδα στα μάτια και στην ψυχή τους αγάπη και ενθουσιασμό για το σχολείο. Επίσης με εντυπωσίασε το κτίριο και η ιστορία του».
– Τι ήταν αυτό που σας συγκίνησε περισσότερο;
«Η συνύπαρξη τόσων παιδιών από τόσο διαφορετικές χώρες στην ίδια αίθουσα διδασκαλίας και η γειτνίαση με τη νεκρή ζώνη που χωρίζει τη χώρα της Κύπρου στα δύο και υπογραμμίζει τον ξεριζωμό που προκαλούν οι πόλεμοι. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και καταγράφεται με ιδιότυπο τρόπο στην παιδική ψυχή».
– Από τι εντυπωσιαστήκατε περισσότερο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
«Από τη φιλόξενη καρδιά των δασκάλων, την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν τα παιδιά. Δούλευα πάνω από 12 ώρες την ημέρα και κάθε μήνα που επέστρεφα στην Κύπρο πήγαινα με ενθουσιασμό και νοσταλγία να ξανακούσω τις φωνές των παιδιών στους διαδρόμους. Κάναμε μαζί μια ακόμη μικρή ταινία πάνω στο ποίημα του Ρίτσου “Οταν έρχεται ο ξένος” (https://www. vimeo. com/8756259). Με πολλούς μαθητές είμαστε και φίλοι στο Facebook!».
– Αν το ίδιο σχολείο βρισκόταν στην Ελλάδα, θα προκαλούσε το ίδιο ενδιαφέρον;
«Ναι, αν και η συμβολική τοποθεσία της Πράσινης Γραμμής και της πληγής στην οποία απλώνεται αποκτά πολύ ιδιαίτερη φόρτιση» .
– Εχετε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό σας στη θέση κάποιων από αυτά τα παιδιά;
«Οταν ο πατέρας μου ζούσε μετανάστης στη Γερμανία είχα πάει εκεί σε γερμανικό σχολείο. Η υποδοχή μου δεν ήταν καλή. Δεν ήξερα τη γλώσσα, περιθωριοποιήθηκα, άρχισα να μην αγαπώ το σχολείο. Ωσπου με έγραψαν τελικά στο ελληνικό σχολείο του Μονάχου. Εχω λοιπόν μάλλον τραυματική εμπειρία, οπότε με συγκινεί να βλέπω δασκάλους που σκύβουν με τόση αφοσίωση και αγάπη στο λειτούργημα του εκπαιδευτικού». Ροκ μπασίστας εναντίον επτά
Αν και το γνώριζα δεν έτυχε ποτέ να διαβάσω το εξαιρετικά δημοφιλές κόμικ του Μπράιαν Λι Ο΄ Μάλεϊ στο οποίο στηρίζεται η ομότιτλη ταινία «Ο Σκοτ Πίλγκριμ εναντίον των 7 πρώην» («Scott Ρilgrim vs the world», ΗΠΑ, 2010) του Εντγκαρ Ράιτ. Βλέποντάς την δεν με πείραξε καθόλου που δεν είχα ιδέα για την κουλτούρα του Σκοτ Πίλγκριμ, ενός έφηβου μπασίστα ροκ μπάντας ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει σε μονομαχία τις επτά πρώην κοπέλες του για να κατακτήσει την καινούργια.
Αυτή η ημι-σουρεαλιστική μείξη πολεμικών τεχνών, manga, ninja, μουσικής και αισθηματικής κομεντί όχι απλώς δεν μου είπε απολύτως τίποτε αλλά μου έσπασε και τα νεύρα, ενώ ο πρωταγωνιστής της Μάικλ Σέρα (φωτογραφία) είναι τόσο ξενέρωτη φάτσα nerd (θυμίζει απελπιστικά πουλί), που και να θες δεν μπορείς να ταυτιστείς μαζί του. Εν ολίγοις, η εμπειρία μου από τον «Σκοτ Πίλγκριμ»: σαν να παρακολουθείς το «Αmerican pie» βυθισμένο στο LSD. Και αντιπαθώ και το ένα και και το άλλο.