«Χαράχτηκε η γραμμή για τον πόλεμο των νομισμάτων» είναι ο τίτλος των βρετανικών «Financial Times», με την εφημερίδα να επισημαίνει ότι «προβλέπονται νέες μάχες στο συναλλαγματικό πόλεμομετά τις συναντήσεις υπουργών οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών μέσα στο Σαββατοκύριακο, οι οποίες έληξαν χωρίς καμία απόφαση».

«Οι θέσεις των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου παρέμειναν εκ διαμέτρου αντίθετες όσο ποτέ» όσον αφορά στο ζήτημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, σχολιάζει η εφημερίδα. «Η Κίνα κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι αποσταθεροποιεί με την χαλαρή πολιτική της αθρόας εισροής κεφαλαίων τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με τις ΗΠΑ να επιμένουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να εμμείνει στο θέμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα αποθεματικά της Κίνας».

Η βρετανική εφημερίδα προβλέπει ότι «η απουσία κάποιας συμφωνίας ουσίας στις προτεινόμενες αλλαγές του ΔΝΤ ενδέχεται να επιδεινώσει την νομισματική αστάθεια τους προσεχείς μήνες μέχρι τη σύνοδο του G20 στη Σεούλ».

«Το ανακοινωθέν μετά τη σύνοδο του ΔΝΤ κάνει λόγο για χώρες οι οποίες «συνεργάζονται», αλλά δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι οι πιο ισχυρές οικονομίες μπορούν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για οποιοδήποτε από τα θέματα που τις χωρίζουν».

«Ο Ντομινίκ Στρος-Καν, επικεφαλής του ΔΝΤ, κάλεσε τις χώρες να μην μείνουν απλώς στα λόγια, αλλά να πάρουν συγκεκριμένα μέτρα». «Οι ενδείξεις ωστόσο ότι η Κίνα θα επιτρέψει στο νόμισμά της να ανατιμηθεί πιο γρήγορα, είναι ελάχιστες, προς μεγάλη απογοήτευση των ΗΠΑ», επισημαίνει η εφημερίδα, η οποία σχολιάζει ότι «αυτή η πίεση προς την Κίνα συναντά πλέον μεγαλύτερη αντίδραση, με τον κεντρικό τραπεζίτης της χώρας Σου Σιαοτσουάν να δηλώνει στη σύνοδο του ΔΝΤ ότι «η έμφαση που έχει δοθεί στο ζήτημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι μονόπλευρη».

Επικαλούμενη δηλώσεις τουκ. Εσουαρ Πρασάντ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, η εφημερίδα σχολιάζει ότι «η επιθετική στάση της Κίνας κατά της κριτικής για τη νομισματική της πολιτική, με το να επικεντρώνεται στις χαλαρές νομισματικές πολιτικές και τα αυξανόμενα δημόσια χρέη των αναπτυγμένων οικονομιών αντανακλά την ισχυρή και αυξανόμενη αντίστασή της στις διεθνείς πιέσεις».

«Το ΔΝΤ, για να ανακτήσει την πρωτοβουλία, πρότεινε έναν νέο μηχανισμό ο οποίος θα ενισχύσει τον έλεγχο που ασκεί ο οργανισμός στις πολιτικές διαφορετικών χωρών», γράφει η εφημερίδα. Για να καταλήξει: «Οι ειδικοί ωστόσο δεν θεωρούν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιλύσει τις βαθιές διαφορές πολιτικής», των χωρών.

Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Wall Street Journal. «ΟΙ ΗΠΑ αυξάνουν την πίεση προς την Κίνα», είναι ο τίτλος του πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημερίδας, η οποία υποστηρίζει ότι «Η Αμερική θα προσπαθήσει να αυξήσει και άλλο την πίεση προς την Κίνα όσον αφορά στη νομισματική πολιτική της μετά την αποτυχία της συνόδου του ΔΝΤ να καταλήξει σε συμφωνία για τις κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών».

«Αξιωματούχος της κυβέρνησης Ομπάμα εξέφρασε την ικανοποίησή του που το ζήτηματης νομισματικής πολιτικής της Κίνας μπήκε στο επίκεντρο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και είχε την αίσθηση ότι το Πεκίνο ανταποκρίνεται στις προσπάθειες των ΗΠΑ για μεγαλύτερη ανατίμηση του γουάν. Ο αξιωματούχος τόνισε ωστόσο ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη πίεση για να μην υποχωρήσει η Κίνα», γράφει η εφημερίδα.

«ΗΠΑ, ευρωπαϊκά κράτη και κάποιες αναδυόμενες οικονομίες εκφράζουν παράπονα ότι η Κίνα κρατά σκοπίμως υποτιμημένο το νόμισμά της για να ενισχύσει τις εξαγωγές της. Προκειμένου να μπορέσουν να την ανταγωνιστούν, η Ιαπωνία, ην Νότια Κορέα, η Βραζιλία και άλλες χώρες έχουν λάβει μέτρα για να μειώσουν την αξία και των δικών τους νομισμάτων, οδηγώντας στο φόβο ότι οι συγκεκριμένες προσπάθειες ενδέχεται να προαναγγέλλουν έναν πόλεμο του εμπορίου».

«Οι ΗΠΑ αναμένεται να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στο θέμα των νομισματικών ισοτιμιών στη σύνοδο του G20 το Νοέμβριο στη Σεούλ», γράφει η αμερικανική εφημερίδα, η οποία επισημαίνει- απειλητικά- ότι «η Αμερική διαθέτει και άλλα μέσα πίεσης τα οποία ωστόσο δεν επιθυμεί να τα ασκήσει.

Ένα από αυτά διατυπώνεται σε «εξαμηνιαία έκθεση την οποία το υπουργείο Οικονομικών πρέπει να δημοσιοποιήσει έως την Παρασκευή και η οποία εξετάζει κατά πόσο οι συναλλαγματικές ισοτιμίες- και αυτή του κινεζικού νομίσματος- είναι «κατευθυνόμενες». «Ο κ. Γκάιτνερ», γράφει η εφημερίδα, «έχει καταθέσει στο Κογκρέσο ότι η καταστρατήγηση του γουάναπό την Κίναενδέχεται να είναι αντιπαραγωγική. Ενα τέτοιο εύρημα, βάσει του νόμου για το εμπόριο του 1988, απαιτεί από ΄τις ΗΠΑ να μπουν σε διάλογο με το Πεκίνο (κάτι που ήδη γίνεται) και ανοίγει το δρόμο για τις αμερικανικές εταιρίες να ασκήσουν αντίποινα στο Πεκίνο».

Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει επίσης ότι ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και ο Λευκός Οίκος προσπάθησαν να ασκήσουν πίεση στην Κίνα επισημαίνοντας ότι υπάρχει ένα νομοσχέδιο το οποίο πέρασε στη Βουλή των Αντιπροσώπων τον περασμένο μήνα και διευκολύνει ουσιαστικά τις αμερικανικές εταιρείες να κερδίσουν δικαστικές αποφάσεις έναντι της Κίνας, βάσει του επιχειρήματος ότι η εκούσια υποτίμηση του γουάν ισοδυναμεί με επιδότηση των κινεζικών εξαγωγών.

«Το υπουργείο Οικονομικών φοβάται ωστόσό ότι ένα τέτοιο νομοσχέδιο μπορεί να αποβεί μπούμερανγκ και να πυροδοτήσει έναν εμπορικό πόλεμο», τονίζει η αμερικανική εφημερίδα.

Στην αποτυχία των «επικεφαλής της παγκόσμιας οικονομίας να καταλήξουν σε συμφωνία για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες», επικεντρώνεται και το διεθνές οικονομικό πρακτορείο Bloomberg,.