Είναι σύγχρονη και οικολογική, βελτιώνει θεαματικά την ποιότητα του προϊόντος και ρίχνει εντυπωσιακά τα κόστη! Είναι η υδροπονική καλλιέργεια, η οποία κερδίζει διεθνώς έδαφος έναντι των παραδοσιακών μεθόδων, στη χώρα μας όμως παραμένει σπορ για λίγους. Αυτή είναι η πραγματικότητα καθώς η διείσδυσή της στην Ελλάδα φτάνει μόλις το 7%, όταν σε άλλες χώρες αποτελεί είτε τον κανόνα είτε έναν πολλά υποσχόμενο και αναδυόμενο κλάδο. Βέβαια, υπάρχουν εξαιρέσεις και αυτές είναι πολλές!
Ο κ. Χρ. Λαζανάκης, έπειτα από 57 συναπτά έτη διαμονής στην Αθήνα, όπου ασχολούνταν επαγγελματικά με τα σκάφη αναψυχής, πήρε προ διετίας τη μεγάλη απόφαση μετοίκησης στην Πάρο, όπου και εντρυφεί έκτοτε στην υδροπονία. «Οι υδροπονικές καλλιέργειες ξεκίνησαν από χόμπι και έγιναν δουλειά και μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσα. Ημουν τελείως άσχετος, έμαθα όμως πολλά πράγματα, αλλά με δύσκολο τρόπο. Ωστόσοοφείλω να πω ότι πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο καλλιέργειας» τονίζει ο κ. Λαζανάκης. Το υδροπονικό του θερμοκήπιο παράγει ντομάτες από τον Ιανουάριο ως τον Αύγουστο και αγγούρια κατά την υπόλοιπη χρονιά. «Η υδροπονική καλλιέργεια αποτελεί ένα κλειστό και ασφαλές κύκλωμα. Η μέθοδος είναι οικολογική γιατί δεν υπάρχει έδαφος για να μολυνθεί» λέει.
«Η υδροπονία έχει πολύ μεγάλο μέλλον στην Ελλάδα,αν λάβεις υπόψη την πίεση και τη ζήτηση που δέχεται το υδάτινο κεφάλαιο. Χρειάζονται όμως οι σωστές κινήσεις. Με τέσσερις-πέντε καλές βροχές συλλέγω 2.000 κυβικά μέτρα νερού στη δεξαμενήτο οποίο διοχετεύω στο θερμοκήπιο. Τα ύδατα διαθέτουν άριστη ποιότητα. Αν δεν έχεις καλό νερό, δεν μπορείς να ποτίσεις την καλλιέργεια» σημειώνει.
Το κύριο μέρος της τεχνολογίας είναι το πώς θα δημιουργηθεί μια σωστή συνταγή θρέψης. «Στην υδροπονία είναι όλα ιδανικά. Το σφάλμα όμως δεν συγχωρείται. Αν μπει κάτι λάθος,καταστρέφεται το φυτό και χάνεις όλη την παραγωγή» τονίζει ο κ. Λαζανάκης. «Από πείρα το λέω. Την πρώτη χρονιά έβγαλα 40 τόνους παραγωγή και τη δεύτερη 180!Μήπως έκανα λάθος στην αρχή; Προφανώς! Από τα λάθη όμως μαθαίνεις» λέει ο ίδιος.
Το μεγάλο στοίχημα της υδροπονίας είναι στο πώς θα αντιμετωπίσει ο παραγωγός την καλλιέργειά του. Το πρώτο δίλημμα είναι «υδροπονία με υπόστρωμα ή με σκέτο νερό;». Το σκέτο νερό είτε είναι ένας υγρός υμένας που διαβρέχει τις ρίζες είτε μια μικρή λίμνη (δεξαμενή) στην οποία επιπλέουν τα φυτά. Υποστρώματα, που είναι και η πιο ασφαλής μέθοδος, υπάρχουν πολλά και διαφόρων ειδών. Επίσης, επίμαχο θέμα είναι το κατά πόσον θα χρησιμοποιηθεί βιομηχανικό προϊόν (πετροβάμβακας) ή κάποια φυσικά όπως ο περλίτης και η ελαφρόπετρα.
Στη συνέχεια, το μηχάνημα υδρο λίπανσης συνδέεται με βαρέλια απλών λιπασμάτων και ο ειδικός, μέσω υπολογιστή, προγραμματίζει τη συνταγή θρέψης, η οποία δίνει τις σωστές για κάθε φυτό αναλογίες ιόντων όπως αζώτου, καλίου κτλ., σύμφωνα με τις απαιτήσεις του φυτού και το στάδιο ανάπτυξης. Ωστόσο περιοριστικός παράγοντας του κλειστού συστήματος υδροπονίας είναι η απαίτηση για καλής ποιότητας νερό. Ενα αλατούχο νερό δεν επιτρέπει την ανακύκλωση, προτείνεται όμως διότι αποδίδει καλύτερα από μια συμβατική καλλιέργεια στο χώμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα με καλό νερό και ζεστό κλίμα για τα θερμοκήπια θεωρείται το Νότιο Ηράκλειο.
«Υπάρχει άγνοια και φόβος στον αγροτικό κόσμο.Η υδροπονική καλλιέργεια του θερμοκηπίου στο ελεγχόμενο περιβάλλον είναι καλύτερη από την ανοιχτή, η οποία αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους. Ετσι φτάνουμε και στον μύθο που λέει ότι οι ντομάτες του θερμοκηπίου είναι “πλαστικές”ενώ αυτές του εδάφους καλύτερες. Το κλειστό περιβάλλον τις κάνει νόστιμες, ελεγμένες και ποιοτικέςδιότι παράγονται σε ιδανικές συνθήκεςενώ στο περιβάλλον όχι» υπογραμμίζει ο κ. Λαζανάκης. Το κόστος
Για μια υπερπλήρη, οικολογική, υδροπονική καλλιέργεια που θα καλύπτει όλες τις υδάτινες και ενεργειακές ανάγκες απαιτούνται κατά μέσον όρο περί τα 200.000 ευρώ ανά στρέμμα. Είναι εφικτό η επένδυση να πραγματοποιηθεί και με τα μισά χρήματα, αυτό όμως συνεπάγεται «θυσίες».
Επίσης, για να καταστεί οικονομικά βιώσιμη μια επένδυση στην υδροπονική γεωργία, θεωρείται απαραίτητη η καλλιέργεια εμβαδού τουλάχιστον έξι ως οκτώ στρεμμάτων. Συνολικά, δηλαδή, ο λογαριασμός καθίσταται «τσουχτερός» καθώς μπορεί να φτάσει ως και το 1,6 εκατ. ευρώ για αρχή!
Και η απόσβεση
Στην υπαίθρια καλλιέργεια το νερό που απαιτείται είναι περίπου 60 λίτρα ανά κιλό ντομάτας. Στο κλασικό θερμοκήπιο (χώμα) αυτή η ποσότητα μειώνεται στα 25-30 λίτρα. Με το ανοιχτό σύστημα υδροπονίας (χωρίς ανακύκλωση νερού)
μειώνεται στα 20 και αν ανακυκλώσουμε (κλειστό σύστημα) πέφτει στα 15.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη χρήση κλειστού συστήματος έχουμε μείωση λιπασμάτων κατά 50%. Ολα αυτά ρίχνουν τα κόστη του τελικού προϊόντος εντυπωσιακά.
«ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΜΕ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ»
Επειτα από δύο χρόνια ενασχόλησης, γεμάτα από λάθη, διδαχές και εμπειρίες, ο κ. Λαζανάκης συμπεραίνει ότι ήρθε η ώρα για δουλειά! «Πρέπει να πάψουμε να στηριζόμαστε στο πώς θα ρίξουμε στη χωματερή την παραγωγή για να αποζημιωθούμε και να αποφασίσουμε να βγούμε από το παιχνίδι των επιδοτήσεων.Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση να δουλέψουμε» τονίζει. Οπως λέει, οι τοπικοί παράγοντες της Πάρου αγκάλιασαν το εγχείρημά του και γι΄ αυτό φροντίζει πάντοτε να δίνει προτεραιότητα στη διανομή των προϊόντων του για την κάλυψη των αναγκών του κυκλαδικού νησιού. Η υπόλοιπη παραγωγή του διοχετεύεται στις αγορές της Αθήνας.
Για τον καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτή του τεχνοβλαστού Geomations, ο οποίος παράγει τεχνολογία και παρέχει τεχνογνωσία για θερμοκήπια και υδροπονικές καλλιέργειες κ. Ν. Συγριμή, η κρίση είναι ευκαιρία για… υδροπονία! «Η υδροπονία ιστορικά έδωσε ανταγωνιστικότητα στον ολλανδό παραγωγό απέναντι στον χαμηλού κόστους Νότο. Σήμερα η υδροπονία μπορεί να διαδραματίσει τον ίδιο ρόλο για τον έλληνα παραγωγόαπέναντι στο χαμηλό κόστος παραγωγής των γειτόνων μας. Σημειωτέον ότι το κόστος μετασχηματισμού σε υδροπονία είναι μικρό και αποσβέννυται σε ένα-δύο χρόνια. Αν αυτό συνδυαστεί με τις παρεχόμενες διαρθρωτικές ενισχύσεις, το όλο εγχείρημα μπορεί να αποτελέσει ακόμη και μια δελεαστική επιχειρηματική πρόταση» σημειώνει.