Oι «σοβαροί» άνθρωποι υποδέχθηκαν με αποτροπιασμό την είδηση της ψηφοφορίας της Τετάρτης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου μια συντριπτική, διακομματική πλειοψηφία ενέκρινε ένα νομοθέτημα που παρουσίασε ο βουλευτής Σάντερ Λέβιν και το οποίο μπορεί, συν τω χρόνω, να οδηγήσει σε επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Κίνας, αν αυτή επιμείνει στη σημερινή νομισματική πολιτική της. Εκ πρώτης όψεως βέβαια ο νόμος φαίνεται ήπιος, συνοδεύθηκε όμως από τρομερές προειδοποιήσεις για εμπορικούς πολέμους και παγκόσμια οικονομική αναταραχή. Καλύτερα, λένε οι σεβαστοί αναλυτές, να ακολουθούσαμε την οδό της διπλωματίας.
Ωστόσο οι «σοβαροί» αναλυτές, που έχουν κάνει τόσα λάθη από τότε που άρχισε η κρίση- θυμάστε τις προβλέψεις τους για κούρσα επιτοκίων και πληθωρισμού λόγω της πολιτικής υψηλών ελλειμμάτων;- κάνουν λάθος και σε αυτό το θέμα. Η διπλωματία δεν έχει πετύχει τίποτε στο θέμα του κινεζικού νομίσματος, και θα συνεχίσει να μην πετυχαίνει τίποτε, αν δεν υποστηριχθεί από την απειλή αντιποίνων. Η παραφιλολογία περί εμπορικού πολέμου είναι αδικαιολόγητηκαι, σε κάθε περίπτωση, οι εμπορικές διαμάχες δεν είναι το χειρότερο πράγμα του κόσμου. Σε εποχές μαζικής ανεργίας, που επιδεινώνεται από την επιθετική νομισματική πολιτική της Κίνας, η πιθανότητα επιβολής μερικών νέων δασμών δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα.
Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας δούμε την παγκόσμια κατάσταση.
Οι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες τελούν ακόμη υπό την επίδραση της σκασμένης «φούσκας» των ακινήτων και της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ακολούθησε. Οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν μειωθεί και οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν βλέπουν τον λόγο να επενδύσουν σε νέες παραγωγικές δραστηριότητες, τη στιγμή που ήδη παράγουν περισσότερα προϊόντα απ΄ όσα είναι σε θέση να πουλήσουν. Η ύφεση μπορεί επισήμως να τερματίστηκε, αλλά η ανεργία παραμένει εξαιρετικά υψηλή και δεν παρουσιάζει τάσεις επιστροφής στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Η κατάσταση είναι ωστόσο πολύ διαφορετική στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι οικονομίες αυτές άντεξαν την οικονομική καταιγίδα, παρουσιάζουν πληθωρισμό και όχι αποπληθωρισμό, όπως οι ανεπτυγμένες, και προσφέρουν άφθονες επενδυτικές ευκαιρίες. Είναι φυσικό λοιπόν τα κεφάλαια από τις πλουσιότερες αλλά σε κατάσταση ύφεσης χώρες να κατευθύνονται προς τα εκεί. Και τα αναπτυσσόμενα κράτη μπορούν, και πρέπει, να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη.
Ωστόσο η Κίνα, η μεγαλύτερη από αυτές τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, δεν επιτρέπει την εξέλιξη αυτής της φυσικής διαδικασίας. Οι περιορισμοί που επιβάλλει στις ξένες επενδύσεις μειώνουν τη ροή ιδιωτικών κεφαλαίων στην Κίνα: ταυτόχρονα, η κινεζική κυβέρνηση κρατάει τεχνητά χαμηλή την αξία του νομίσματός της, του γουάν ή ρενμινμπί, αγοράζοντας τεράστια ποσά σε ξένα νομίσματα, επιδοτώντας έτσι στην πράξη τις εξαγωγές της. Και αυτές οι επιδοτούμενες εξαγωγές σπέρνουν την ανεργία στον υπόλοιπο πλανήτη.
Οι κινέζοι αξιωματούχοι υπερασπίζονται αυτή την πολιτική με ανακριβή και ελάχιστα πειστικά επιχειρήματα. Αρνούνται πως χειραγωγούν σκοπίμως την ισοτιμία: πιθανολογώ ότι μια καλή νεράιδα αγόρασε ξένο συνάλλαγμα ύψους 2,4 τρισ. δολαρίων και τα τοποθέτησε στο μαξιλάρι τους, ενώ αυτοί κοιμούνταν. Σε κάθε περίπτωση, λένε κορυφαίοι κινέζοι ιθύνοντες, δεν έχει σημασία: το ρενμινμπί δεν επηρεάζει το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας. Κι όμως, πριν από λίγες ημέρες ο κινέζος πρωθυπουργός μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα μπροστά στην προοπτική ενός ισχυρότερου νομίσματος: «Ούτε να φανταστούμε δεν μπορούμε πόσα κινεζικά εργοστάσια θα χρεοκοπήσουν και πόσοι κινέζοι εργαζόμενοι θα χάσουν τις δουλειές τους» σε αυτή την περίπτωση, δήλωσε. Λοιπόν, είτε η αξία του ρενμινμπί παίζει ρόλο είτε δεν παίζει, δεν γίνεται να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα.
Οσο για τη διπλωματική οδό, είναι φανερό ότι η Κίνα δεν δείχνει καμία πρόθεση για συμβιβασμό, αντιθέτως επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία την περιφρόνησή της προς τους αμερικανούς διαμεσολαβητές. Τον Ιούνιο η Κίνα υποτίθεται ότι συμφώνησε να επιτρέψει την αναπροσαρμογή της ισοτιμίας του νομίσματός της προς την κατεύθυνση που ζητούν οι αγορές- δηλαδή, αν κρίνουμε και από το τι συμβαίνει με τα νομίσματα άλλων αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Βραζιλία, να επιτρέψει μια ραγδαία αύξηση στην αξία του ρενμινμπί. Ωστόσο στους τρεις και πλέον μήνες που μεσολάβησαν έκτοτε το κινεζικό νόμισμα ενισχύθηκε μόλις 2% έναντι του δολαρίου- με τη μεγαλύτερη άνοδο μάλιστα να σημειώνεται τις τελευταίες εβδομάδες, εν αναμονή προφανώς της συζήτησης για το νομοσχέδιο Λέβιν.
Τι θα επιτύχει λοιπόν αυτός ο νόμος; Εξουσιοδοτεί μεν την αμερικανική κυβέρνηση να επιβάλει δασμούς στα κινεζικά προϊόντα που επιδοτούνται από το τεχνητά αδύναμο ρενμινμπί, αλλά δεν της επιβάλλει την ανάληψη δράσης. Αν κρίνουμε από την εμπειρία του παρελθόντος μάλιστα, οι αμερικανοί αξιωματούχοι δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε τέτοια μέτρα- θα συνεχίσουν να προβάλλουν δικαιολογίες, να μιλούν για διπλωματική πρόοδο που υπάρχει μόνο στη φαντασία τους, και γενικώς να επιβεβαιώνουν την άποψη που έχουν οι Κινέζοι γι΄ αυτούς, ότι δηλαδή είναι «χάρτινες τίγρεις».
Αρα ο νόμος Λέβιν δεν είναι παρά ένα μήνυμα προς την Κίνα- αλλά και μια προειδοποιητική βολή προς την ίδια την αμερικανική κυβέρνηση. Ακόμη κι έτσι όμως είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι αμερικανικές πολιτικές ηγεσίες έχουν επιδείξει απίστευτη, εξοργιστική θα λέγαμε, παθητικότητα έναντι της κακής συμπεριφοράς της Κίνας – ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι η αντιμετώπιση της Κίνας είναι ένας από τους λίγους τρόπους καταπολέμησης της υψηλής ανεργίας που έχει απομείνει στην κυβέρνηση Ομπάμα, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί παρεμποδίζουν συστηματικά κάθε άλλη πρωτοβουλία του. Ο νόμος Λέβιν πιθανότατα δεν θα αλλάξει αυτή την παθητική στάση. Τουλάχιστον όμως θα αυξήσει την πίεση προς τους διαμορφωτές της πολιτικής, αναγκάζοντάς τους επιτέλους, κάποια στιγμή, να δράσουν αποφασιστικά.