Είναι ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη. Η βροχή που πέφτει εδώ και μέρες έχει μετατρέψει σε βαλτότοπο τους δρόμους ενός μικρού μακεδονικού χωριού. Ο ουρανός βαρύς, ο ορίζοντας χαμένος μες στα σύννεφα. Το ίδιο χαμένοι μοιάζουν και οι λιγοστοί άνθρωποι που κυκλοφορούν στα λασπωμένα δρομάκια. Ανάμεσά τους κι ένας ψηλόλιγνος άντρας, ντυμένος διαφορετικά από τους υπόλοιπους διαβάτες, που κατευθύνεται προς το μοναδικό καφενείο της πλατείας. Μπαίνει και κάθεται σ΄ ένα τραπεζάκι στην πιο απόμερη γωνιά. Οι χωρικοί τον κοιτούν περίεργοι. Μπας και είναι κάνας δοσατζής; Μήπως άνθρωπος της κυβέρνησης για να τους φορολογήσει; Οι κουβέντες που φτάνουν στ΄ αφτιά του ξένου είναι ίδιες κι απαράλλακτες από τα στόματα όλων των χωρικών: «Φόροι, εντάλματα, εισπράκτορες, εκχερσώσεις, δάνεια, δάνεια, δάνεια…». Προσεκτικά και χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, ο άντρας βγάζει ένα μπλοκάκι και μες στο ντουμάνι απ΄ τον καπνό σημειώνει όσα ακούει.
Βρισκόμαστε στα 1928, στο Στουπί Πιερίας, και ο γραφιάς δεν είναι άλλος από τον Στρατή Δούκα. Η σκηνή είναι καίρια και καθοριστική τόσο για την ψυχική υγεία του ίδιου όσο και για την εξέλιξη της τέχνης που υπηρετεί· από στιγμή σε στιγμή πρόκειται να κάνει την εμφάνισή του ένας άνθρωπος, που άθελά του θα προκαλέσει τη συνάντηση του τυχαίου με την ιστορία και απ΄ αυτό το σμίξιμο μέλλεται να γεννηθεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου.
Πράγματι, σε λίγο ένας ξανθωπός χωρικός κάνει την εμφάνισή του. Η φωνή που θα ακουστεί από κάποιον θαμώνα: «Α, να κι αυτός που ντύθηκε Τούρκος για να γλιτώσει!», διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον Δούκα. Καρφώνει τα μάτια στον καινούργιο πελάτη του καφενέ και τον παρακολουθεί πώς ρουφάει αμίλητος το ούζο, πώς είναι η κοψιά του, πώς κοκκινίζει σε κάθε κουβέντα που του απευθύνουν. Η ώρα περνάει. Και μαζί με την ώρα και τα απανωτά ποτηράκια, περνάει μπροστά από τα μάτια του πρόσφυγα η περιπέτεια που έζησε στην Ανατολία λίγα χρόνια νωρίτερα. Και από τη στιγμή που η θύμηση του παίζει τέτοια παράξενα παιχνίδια, μήπως θα ΄ταν καλό να διηγηθεί την περιπέτειά του να την ακούσουν όλοι; Ετσι λοιπόν, μες στη νεκρική ησυχία του καφενείου και μ΄ έναν άγνωστο να τον παρακολουθεί και να σημειώνει τα λεγόμενά του, ο Ανατολίτης αρχίζει και λέει όσα έζησε στην παλιά πατρίδα του, προτού την κάνουν δική τους οι τσέτες.
Ο Δούκας στο μεταξύ ακούει και σημειώνει. Μέσα του έχει ξυπνήσει το αδηφάγο τέρας της συγγραφικής περιέργειας κι αυτός το ταΐζει με ό,τι καλύτερο
διαθέτει εκείνη τη στιγμή: την προσωπική ιστορία ενός βασανισμένου ανθρώπου. Αισθάνεται άγρια χαρά. Τέτοια ιστορία από τον πόλεμο της Μικρασίας, όπου και ο ίδιος πήρε μέρος, δεν έχει ξανακούσει. Νιώθει ζαλισμένος. Και όταν κάποια στιγμή ο πρόσφυγας τερματίζει την αφήγησή του, σηκώνεται, τον πλησιάζει και, ίσως για να δείξει πως όλα αυτά που άκουσε είναι αληθινά και όχι κάνα παραμύθι, βάζει μπρος του τις σελίδες και του λέει: «Βάλε την υπογραφή σου». Και εκείνος με χέρι τρεμάμενο γράφει το όνομά του, που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στα συγγραφικά πράγματα της χώρας: Νικόλας Καζάκογλου. Το βράδυ στη νοικιασμένη κάμαρα ο Δούκας ξαναδιαβάζει αυτά που έχει γράψει. Παρατηρεί με μεγαλύτερη τώρα άνεση όσα διηγήθηκε ο άνθρωπος του καφενέ και συνειδητοποιεί πως στα χέρια του κρατάει έναν μικρό θησαυρό. Γι΄ αυτό το πρωί της επομένης πηγαίνει και χτυπάει την πόρτα του δωρητή του. Ο Δούκας θα μείνει αρκετές ώρες μαζί του. Τόσες ώστε γνωρίζονται καλύτερα, ενώ στο τέλος τον παρακινεί να γράψει ένα γράμμα στον Χατζή-Μεμέτη, τον Τούρκο που τον είχε στη δούλεψή του, εξηγώντας του όλη την αλήθεια και ευχαριστώντας για την ιδιότυπη φιλοξενία. Τον προτρέπει μάλιστα να κλείσει την επιστολή με τα απαράμιλλα φιλάνθρωπα λόγια: «Οσοι γνωρίζουν από κόσμο, ξέρουν πως όλα αυτά είναι από τον Θεό».
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας κατά καιρούς την Ιστορία ενός αιχμαλώτου , είχα μια μεγάλη απορία: Τι πρόσφερε στη διήγηση του Νικόλα Καζάκογλου ο Στρατής Δούκας; Τι πρόσφερε η λογοτεχνία στην αφήγηση του πρόσφυγα, πέρα από μια διάσωση ολωσδιόλου τυχαία; Και, εντέλει, τι οφείλει η λογοτεχνία στην Ιστορία και πώς αυτή της ανταποδίδει το όποιο χρέος;
Ετσι λοιπόν ξεκίνησα να ασχολούμαι με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου και τη ζωή του Δούκα γενικότερα, για να καταλήξω στη μυθιστορηματική βιογραφία Στρατής Δούκας- Ιστορία ενός οδοιπόρου (Ηλέκτρα, 2006). Ηταν μια δεύτερη καταβύθιση στο 1922 και στα πάθη του, καθώς εκείνη την περίοδο ετοίμαζα το μυθιστόρημα Καιρός για θαύματα (Κέδρος, 2007), που κι αυτό έχει να κάνει με Ελληνες και Τούρκους, αλλά σε άλλη διάσταση και με διαφορετικής πνοής πρωταγωνιστές. Στην Ιστορία ενός οδοιπόρου βάζω τον Στρατή Δούκα στη θέση του Καζάκογλου να αφηγείται τον βίο του σ΄ έναν δημοσιογράφο που δεν ονοματίζεται, μα στον οποίο χρωστάω πολλές ανέκδοτες αφηγήσεις από τη γνωριμία του με τον Δούκα. Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας, μπορώ να αναφέρω το όνομά του. Είναι ο Γιώργος Πηλιχός.
Ο Κώστας Ακριβός είναι Συγγραφέας