Κάθε γλώσσα έχει τη δική της ιστορία

Oι γλώσσες είναι υπέροχα ιδιόρρυθμες. Τα αγγλικά βάζουν το υποκείμενο μπροστά από το ρήμα. Τα φινλανδικά έχουν πολλές πτώσεις. Τα κινεζικά των μανδαρίνων είναι τονικά. Παρά τις διαφορές τους όμως, μία από τις σημαντικότερες ιδέες στη μελέτη της γλώσσας είναι αυτή της καθολικής γραμματικής. Προτάθηκε από τον Νόαμ Τσόμσκι στη δεκαετία του 1960 και η γενική ερμηνεία της είναι ότι όλες οι γλώσσες είναι βασικά οι ίδιες και ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος γεννιέται «έτοιμος» για τη γλώσσα, με ένα ενσωματωμένο πρόγραμμα που μπορεί να αποκρυπτογραφεί τους κοινούς κανόνες στους οποίους βασίζεται οποιαδήποτε μητρική γλώσσα.

Oι γλώσσες είναι υπέροχα ιδιόρρυθμες. Τα αγγλικά βάζουν το υποκείμενο μπροστά από το ρήμα. Τα φινλανδικά έχουν πολλές πτώσεις. Τα κινεζικά των μανδαρίνων είναι τονικά.

Παρά τις διαφορές τους όμως, μία από τις σημαντικότερες ιδέες στη μελέτη της γλώσσας είναι αυτή της καθολικής γραμματικής. Προτάθηκε από τον Νόαμ Τσόμσκι στη δεκαετία του 1960 και η γενική ερμηνεία της είναι ότι όλες οι γλώσσες είναι βασικά οι ίδιες και ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος γεννιέται «έτοιμος» για τη γλώσσα, με ένα ενσωματωμένο πρόγραμμα που μπορεί να αποκρυπτογραφεί τους κοινούς κανόνες στους οποίους βασίζεται οποιαδήποτε μητρική γλώσσα. Επί πέντε δεκαετίες η ιδέα αυτή κυριάρχησε στη γλωσσολογία, την ψυχολογία και τις γνωσιακές επιστήμες. Για να κατανοήσουμε τη γλώσσα, υποστήριζε, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τη χαοτική πολυμορφία των γλωσσών και να βρούμε τον κοινό ανθρώπινο πυρήνα τους.

Μήπως όμως τελικά αυτή ακριβώς η πολυμορφία αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη επικοινωνία; Αυτή την καινούργια ιδέα προωθούν δυο γλωσσολόγοι, ο Νίκολας Εβανς του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου της Κανμπέρα, και ο Στίβεν Λέβινσον του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ Ψυχογλωσσολογίας στο Ναϊμέγκεν της Ολλανδίας.

Κλειδί η ποικιλία
Πιστεύουν ότι οι γλώσσες δεν μοιράζονται κοινούς κανόνες. Αντιθέτως, υποστηρίζουν, αυτή καθαυτή η ποικιλία τους αποτελεί ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης επικοινωνίας- κάτι το οποίο δεν παρατηρείται σε άλλα ζώα. Και όχι μόνον αυτό. Η ποικιλία των γλωσσών αποτελεί το «βασικό γεγονός για την κατανόηση της θέσης της γλώσσας στην ανθρώπινη γνωσιακή λειτουργία» λένε οι δύο ερευνητές.

Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για την ιδέα ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ένα «γλωσσικό ένστικτο»: τα μωρά μαθαίνουν εύκολα να μιλούν γιατί όλες οι γλώσσες ακολουθούν ένα σύνολο κανόνων που είναι ενσωματωμένοι στον εγκέφαλό τους. Παρ΄ ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανθρώπινη σκέψη επηρεάζει τη μορφή που παίρνει η γλώσσα, αν ο κ. Εβανς και ο κ. Λέβινσον έχουν δίκιο, η γλώσσα με τη σειρά της διαμορφώνει τον εγκέφαλό μας. Αυτό υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι παρουσιάζουν μεγαλύτερη πολυμορφία από ό,τι νομίζαμε και ότι οι εγκέφαλοί μας έχουν διαφορές ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε. Οδηγεί επίσης σε ένα ανησυχητικό συμπέρασμα: κάθε φορά που μια γλώσσα εξαφανίζεται, η ανθρωπότητα χάνει ένα σημαντικό κομμάτι από την πολυμορφία της.

Καθόλου καθολικοί οι «καθολικοί» κανόνες
Από τότε που προτάθηκε η θεωρία της καθολικής γραμματικής οι γλωσσολόγοι έχουν ανακηρύξει πολλούς γλωσσικούς κανόνες. Αν και υποτίθεται ότι είναι καθολικοί, σχεδόν πάντοτε έχουν εξαιρέσεις. Κάποτε, για παράδειγμα, θεωρείτο ότι καμία γλώσσα δεν έχει συλλαβές που αρχίζουν από φωνήεν και καταλήγουν σε σύμφωνο αν δεν έχει επίσης συλλαβές που αρχίζουν από σύμφωνο και καταλήγουν σε φωνήεν. Αυτός ο καθολικός κανόνας διήρκεσε ως το 1999, όταν οι γλωσσολόγοι έδειξαν ότι η Αρέμτε, την οποία μιλούν κάποιοι ιθαγενείς της Αυστραλίας, έχουν συλλαβές που αρχίζουν από φωνήεν και καταλήγουν σε σύμφωνο αλλά όχι συλλαβές που αρχίζουν από σύμφωνο και καταλήγουν σε φωνήεν.

Αλλες μη καθολικές «καθολικές» αρχές περιγράφουν τους βασικούς κανόνες της κατηγοριοποίησης των λέξεων. Ας πάρουμε τον κανόνα ότι κάθε γλώσσα περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες λέξεων: ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα και επιρρήματα. Ερευνες έχουν δείξει τις δύο τελευταίες δεκαετίες ότι αρκετές γλώσσες δεν έχουν μια «ανοιχτή» κατηγορία επιρρημάτων, κάτι το οποίο σημαίνει ότι ο αριθμός των διαθέσιμων επιρρημάτων είναι περιορισμένος. Δεν μπορεί δηλαδή κανείς να μετατρέψει σχεδόν οποιαδήποτε λέξη σε επίρρημα όπως στα αγγλικά ή τα ελληνικά (π.χ. απαλός- απαλά). Κάποιες, όπως η Λάο που ομιλείται στο Λάος, δεν έχουν καθόλου επίθετα. Ορισμένοι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν επίσης ότι πολύ λίγες γλώσσες, όπως η Σαλίς των Βόρειων Πορθμών, που ομιλείται από ιθαγενείς των βορειοδυτικών περιοχών της Βορείου Αμερικής, δεν έχουν διακριτά ονόματα και ρήματα: αντ΄ αυτού έχουν μια ενιαία κατηγορία λέξεων που καλύπτει γεγονότα, οντότητες και ιδιότητες.

Στον Αμαζόνιο χάθηκαν οι κανόνες…
Ακόμη και φαινομενικά αδιάσειστοι καθολικοί κανόνες έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς. Σε αυτούς περιλαμβάνεται η επαναδρομή, η ικανότητα της επ΄ άπειρον ενσωμάτωσης ενός θέματος σε ένα παρόμοιο θέμα, όπως το «ο Τζακ νομίζει ότι η Μαίρη νομίζει ότι… το λεωφορείο θα έρθει στην ώρα του». Θεωρείται ευρέως ότι αυτή αποτελεί ένα χαρακτηριστικό το οποίο διαχωρίζει την ανθρώπινη γλώσσα από τους τρόπους επικοινωνίας των άλλων ζώων. Παρ΄ όλα αυτά ο Νταν Εβερετ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Ιλινόι δημοσίευσε πρόσφατα μια μελέτη που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις αποδεικνύοντας ότι η Πιράχα του Αμαζονίου δεν διαθέτει το χαρακτηριστικό της επαναδρομής.

Βασίλειο της διαφοράς, με κοινές τάσεις Οσο περισσότερα μαθαίνουμε γύρω από τις γλώσσες τόσο πιο εμφανείς γίνονται οι διαφορές τους. Αν και οι περισσότεροι γλωσσολόγοι ως τώρα είχαν μάθει με κάποιον τρόπο να ζουν με αυτές τις ανωμαλίες, ο κ. Εβανς και ο κ. Λέβινσον πιστεύουν ότι δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε. «Η ιδέα των ξεκάθαρων και εμπειρικά άψογων καθολικών κανόνων,ύστερα από δεκαετίες ερευνών,είναι αξιοθρήνητη» λέει ο κ. Εβανς. Ο ίδιος και ο κ. Λέβινσον υποστηρίζουν ότι η ιδέα της καθολικής γραμματικής έστρεψε τους ερευνητές σε ένα αδιέξοδο. Θα πρέπει να ενστερνιστούμε τη γλωσσική πολυμορφία, λένε, και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τις μορφές που παίρνουν τελικά οι γλώσσες. Με αυτόν τον στόχο δημοσίευσαν πέρυσι μια μελέτη που περιγράφει τη θεωρία τους στο έντυπο «Βehavioral and Βrain Sciences». Ο κ. Εβερετ τη χαρακτήρισε «σταθμό στην ιστορία της γλωσσολογικής θεωρίας».

Πώς γίνεται και συμπίπτουν οι κανόνες

Αν οι γλώσσες δεν υπακούουν σε ένα ενιαίο σύνολο κοινών κανόνων τότε πώς δημιουργούνται; «Αντί για καθολικούς κανόνες έχουμε τυποποιημένες μηχανικές λύσεις που οι γλώσσες υιοθετούν ξανά και ξανά και ύστερα έχουμε έκτοπα» εξηγεί ο κ. Εβανς. Μαζί με τον κ. Λέβινσον υποστηρίζουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή οποιαδήποτε δεδομένη γλώσσα είναι ένα σύνθετο σύστημα που διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του πολιτισμού, της γενετικής και της ιστορίας. Δεν υπάρχουν απολύτως καθολικά χαρακτηριστικά της γλώσσας, λένε, μόνο τάσεις. Ενα μείγμα ισχυρών και ασθενών τάσεων χαρακτηρίζει τελικά το «βιοπολιτισμικό» υβρίδιο που αποκαλούμε γλώσσα.

Σύμφωνα με τους δυο γλωσσολόγους οι ισχυρές τάσεις εξηγούν γιατί πολλές γλώσσες συγκλίνουν σε κοινά πρότυπα. Διάφοροι παράγοντες τείνουν να ωθούν τη γλώσσα προς μια παρόμοια κατεύθυνση: η δομή του εγκεφάλου, η βιολογία της ομιλίας και ο βαθμός αποδοτικότητας της επικοινωνίας, π.χ. Τα ευρέως κοινά γλωσσικά στοιχεία μπορεί επίσης να βασίζονται σε ένα ιδιαίτερα ανθρώπινο είδος κοινωνικής συλλογιστικής. Για παράδειγμα το γεγονός ότι προτού μάθουμε να μιλάμε βλέπουμε τον κόσμο σαν ένα μέρος γεμάτο από πράγματα που προκαλούν ενέργειες (πράττοντες) και πράγματα τα οποία υφίστανται ενέργειες (πάσχοντες) εξηγεί γιατί οι περισσότερες γλώσσες αναπτύσσουν αυτές τις δυο «φωνές», την ενεργητική και την παθητική.

Πώς μια λοίμωξη αλλάζει τη γλώσσα
Οι ασθενείς τάσεις, σε αντίθεση, εξηγούνται από τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων γλωσσών. Ο κ. Εβανς και ο κ. Λέβινσον υποστηρίζουν ότι πολλές πλευρές της ιδιαίτερης φυσικής ιστορίας ενός πληθυσμού μπορούν να επηρεάσουν τη γλώσσα. Για παράδειγμα ο Αντι Μπούτσερ του Πανεπιστημίου Φλίντερς της Αδελαΐδας της Αυστραλίας έχει παρατηρήσει ότι τα παιδιά των αυστραλών ιθαγενών παρουσιάζουν με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό χρόνιας λοίμωξης του μέσου ωτός από κάθε άλλο πληθυσμό στον πλανήτη και ότι οι περισσότερες ιθαγενείς αυστραλιανές γλώσσες δεν διαθέτουν πολλούς ήχους οι οποίοι είναι κοινοί στις άλλες γλώσσες αλλά είναι δύσκολο να τους ακούσει κανείς όταν έχει λοίμωξη του μέσου ωτός. Το αν η πάθηση αυτή διαμόρφωσε τα συστήματα ήχων αυτών των γλωσσών είναι άγνωστο, λέει ο κ. Εβανς, είναι όμως σημαντικό να εξετάσουμε την ιδέα.

Ο κ. Λέβινσον και ο κ. Εβανς δεν είναι οι πρώτοι που αμφισβητούν την παντοδυναμία της καθολικής γραμματικής (ΚΓ), κανείς όμως ως τώρα δεν είχε διατυπώσει τις αντιρρήσεις του με τόσο πειστικό τρόπο και σε τόσο ευρύ πεδίο. Ως αποτέλεσμα τα επιχειρήματά τους έχουν προκαλέσει ενθουσιασμό, ιδιαίτερα μεταξύ των γλωσσολόγων που έχουν κουραστεί να προσπαθούν να στριμώξουν τα ευρήματά τους στον στενό κορσέ των «απόλυτων καθολικών κανόνων». «Η καθολική γραμματική είναι νεκρή» λέει για παράδειγμα ο Μάικλ Τομασίνο , συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ Εξελικτικής Ανθρωπολογίας στη Λειψία της Γερμανίας, γνωστός πολέμιος της ιδέας ότι όλες οι γλώσσες υπακούουν σε ένα κοινό σύνολο κανόνων.

Είναι «νεκρή» η καθολική γραμματική;

Ο Στίβεν Πίνκερ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, συγγραφέας του «Το ένστικτο της γλώσσας», συμφωνεί με πολλά επιχειρήματα των δυο ερευνητών, όπως το ότι τα πρότυπα ανάδειξης καθολικών κανόνων δεν ήταν αρκετά αυστηρά, το ότι η γλώσσα προκύπτει από τη συνδυασμένη εξέλιξη των γονιδίων και του πολιτισμού και το ότι είναι πολύ σημαντικό να καταγράψουμε την ποικιλία των γλωσσών. Παρ΄ όλα αυτά υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται ένα έμφυτο κοινό σύνολο μηχανισμών για τη μάθηση της γλώσσας. Δέχεται ότι ο βαθμός στον οποίο οι διάφορες γλώσσες χρησιμοποιούν αυτούς τους μηχανισμούς μπορεί να διαμορφώνεται από την ιστορία του πολιτισμού τους, αλλά εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχουν πολλοί καθολικοί κανόνες οι οποίοι βρίσκονται στη βάση όλων των γλωσσών.

Αλλοι αντιτάσσουν ότι μόνο και μόνο επειδή ακόμη δεν έχουμε βρει τι ακριβώς συνιστά έναν καθολικό κανόνα στη γλώσσα αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοιοι κανόνες δεν υπάρχουν. Ο Τεκούμσε Φιτς του Πανεπιστημίου της Βιέννης επισημαίνει ότι εξ αρχής ο ορισμός του Τσόμσκι ήταν αρκετά εκλεπτυσμένος. «Εισάγοντας τον όρο “ΚΓ” ο Τσόμσκι κατέστησε σαφές ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά αφηρημένα».

«Αν καθολικός κανόνας σημαίνει “μια προκατάληψη που μπορεί να παραβιαστεί” τότε δεν έχω αντίρρηση να χρησιμοποιήσω τον όρο με αυτή την ειδική έννοια» λέει ο κ. Εβανς. «Δεν νομίζω όμως ότι αυτή ήταν η αρχική πρόθεση.Αν ωστόσο η ΚΓ καταλήξει να πάρει αυτή τη μορφή,τότε εντάξει, ας προχωρήσουμε σε πιο ενδιαφέροντα ζητήματα».

Η γλώσσα «χτίζει» τον εγκέφαλο
Ενα από τα πιο σημαντικά είναι το τι έχει να πει η προσέγγιση των δυο ερευνητών για το είδος μας. Η ποικιλία της ανθρώπινης γλώσσας την κάνει να ξεχωρίζει από τα συστήματα επικοινωνίας όλων των άλλων ζώων, τα οποία τείνουν να είναι τα ίδια για κάθε ομάδα σε κάθε είδος, ανεξάρτητα από το μέρος του πλανήτη όπου αυτή ζει. Βεβαίως ορισμένα ζώα, όπως κάποια ωδικά πτηνά και ανώτερα πρωτεύοντα θηλαστικά, έχουν μια σειρά επίκτητων εκφράσεων που μπορεί να διαφέρουν από πληθυσμό σε πληθυσμό, καμία όμως δεν παρουσιάζει τέτοια ποικιλία όπως η ανθρώπινη γλώσσα. Ο κ. Εβανς και ο κ. Λέβινσον αποδίδουν τη γλωσσική πολυμορφία μας στην πλαστικότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου και υποστηρίζουν ότι αυτό αλλάζει το πώς θα πρέπει να σκεφτόμαστε την ανθρώπινη σκέψη.

Η κλασική σύγχρονη μεταφορά για τη γνωσιακή ικανότητα είναι η «εργαλειοθήκη», στην οποία οι άνθρωποι μοιράζονται ορισμένα εργαλεία με άλλα ζώα αλλά διαθέτουν κατ΄ αποκλειστικότητα κάποια άλλα. Για τον κ. Εβανς και τον κ. Λέβινσον η γνωσιακή ικανότητα είναι περισσότερο σαν «ένα εργαλείο-μηχανή,ικανό να κατασκευάζει ειδικά εργαλεία για ειδικές δουλειές… όπως το να υπολογίζουμε,να παίζουμε πιάνο,να διαβάζουμε από δεξιά προς τα αριστερά ή να μιλάμε αραβικά». Με βάση αυτή την άποψη ο εγκέφαλος ενός παιδιού δεν έρχεται προγραμματισμένος εκ των προτέρων με αφηρημένους γλωσσικούς κανόνες. Αντιθέτως η αρχική ρύθμισή του είναι πολύ πιο απλή: η πρώτη δουλειά του εγκεφάλου είναι να κατασκευάσει έναν πιο πολύπλοκο εγκέφαλο. Αυτό το κάνει χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε εισερχόμενη πληροφορία λαμβάνει, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας. Αυτό ίσως σημαίνει ότι οι άνθρωποι που μιλούν πολύ διαφορετικές γλώσσες έχουν αρκετά διαφορετικούς εγκεφάλους, λέει ο κ. Λέβινσον.

Είναι όλες οι γλώσσες το ίδιο εύκολες;

Η αποδοχή της ποικιλίας δίνει επίσης στους γλωσσολόγους την ευκαιρία να επανεξετάσουν παλαιά δόγματα. Για παράδειγμα, θεωρείται ότι όλες οι γλώσσες είναι εξίσου εύκολες στην εκμάθησή τους, αυτό όμως δεν έχει εξεταστεί ποτέ. Ο κ. Εβανς πιστεύει ότι, δεδομένου του αριθμού των μεταβλητών παραγόντων που διαμορφώνουν τις γλώσσες, είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν διαφορές στο πόσο γρήγορα τα παιδιά φθάνουν σε συγκεκριμένα γλωσσικά ορόσημα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της μητρικής γλώσσας τους. «Πρέπει να ξαναδούμε αυτή την ιδέα» λέει.

Ενα άλλο κλασικό δόγμα είναι ότι όλοι φθάνουμε να κατέχουμε τη θεμελιώδη δομή της μητρικής μας γλώσσας στα πρώτα παιδικά μας χρόνια. Πράγματι, μια από τις πιο εντυπωσιακές πλευρές της ιδέας ΚΓγλώσσα- ένστικτο ήταν ότι φαινόταν να εξηγεί πώς τα μωρά τα καταφέρνουν με τόση ευκολία. Παρ΄ όλα αυτά αποκαλύπτεται ότι σε ορισμένες γλώσσες κάποια στοιχεία μαθαίνονται πολύ αργότερα, όπως οι τριγωνικοί όροι συγγένειας της αυστραλιανής ιθαγενούς γλώσσας Μπινίντζ Γκουνγουόκ. Αυτοί καθιστούν τον ομιλούντα, τον ακροατή και ένα τρίτο πρόσωπο ταυτόχρονα συγγενείς. Για παράδειγμα «αλ ντόνγκου» σημαίνει «αυτή που είναι μητέρα μου και κόρη σου, αφού εσύ είσαι η γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου». Και αυτό δεν είναι παράδοξο, υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιες δομές σε αυτή τη γλώσσα. Οσοι μιλούν τη Μπινίντζ Γκουν-γουόκ μόλις αρχίζουν να κατακτούν αυτό το μέρος της γλώσσας τους μετά τα είκοσι.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΛΑΛΙΑ

Η εστίαση της προσοχής στη γλωσσική πολυμορφία υπογραμμίζει επίσης την τραγωδία της εξαφάνισης των γλωσσών.Στο παλιό μοντέλο όλες οι γλώσσες αποτελούν απλώς παραλλαγές του ίδιου βασικού θέματος.Στο νέο μοντέλο όμως κάθε μία από τις περίπου 7.000 γλώσσες περιέχει τις δικές της μοναδικές ενδείξεις για ορισμένα από τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Παρατηρήσεις σχετικά με τα ζωικά είδη,τη διαφορετικότητα,τη συμπεριφορά και τις οικολογικές σχέσεις που αποτυπώνονται στο λεξιλόγιο ορισμένων γλωσσών αποστάζουν χιλιετίες στενής παρατήρησης από αυτούς που τις μιλούν»λέει ο κ.Εβανς.Για παράδειγμα,ορισμένες γλώσσες που ομιλούνται στη Βόρεια Επικράτεια της Αυστραλίας έχουν λέξεις για πέντε είδη μέλισσας τα οποία ακόμη δεν έχουν περιγραφεί από την επιστήμη.«Μια τυπική γλώσσα αυτής της περιοχής περιλαμβάνει ένα ολόκληρο ράφι βιβλιοθήκης με εθνολογικές πληροφορίες το οποίο κινδυνεύει να χαθεί χωρίς ποτέ να μάθουμε τι βιβλία περιείχε»τονίζει. Στην ποικιλία των γλωσσών του κόσμου βρίσκουμε δεδομένα σχετικά με την αρχαία ανθρώπινη ιστορία,την πορεία των γλωσσών μέσα στον χρόνο και τη βαθιά γνώση του πλανήτη μας.Υπό αυτό το φως οι γλώσσες και οι ομιλητές τους προσφέρουν έναν επιστημονικό θησαυρό για όποιον προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη εξέλιξη,τη συμπεριφορά και τη γνώση.

© 2010 Νew Scientist Μagazine, Reed Βusiness Ιnformation Ltd.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.