Θεωρείται ο νέος σταρ της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του, ο 35χρονος περουβιανός συγγραφέας Σαντιάγο Ροναλιόλο , ο οποίος την τελευταία δεκαετία ζει στην Ισπανία, θεωρείται από πολλούς διάδοχος του Μάριο Βάργκας Λιόσα. Ο ίδιος, με σεμνότητα και χιούμορ, αποποιείται τέτοιους χαρακτηρισμούς. Στο ελληνικό κοινό δεν είναι άγνωστος. Κυκλοφορούν ήδη τέσσερα βιβλία του και έχει επισκεφθεί τη χώρα αρκετές φορές.
Λίγες ημέρες προτού παρευρεθεί στο 1o Διεθνές Φεστιβάλ Τήνου, τον αναζητήσαμε στη Βαρκελώνη και συνομιλήσαμε μαζί του με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του «Η τέταρτη ρομφαία» (Καστανιώτης), που αφηγείται την ιστορία του Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ηγέτη του μαοϊστικού κινήματος «Φωτεινό Μονοπάτι», της πιο θανατηφόρου αντάρτικης οργάνωσης στην ιστορία της αμερικανικής ηπείρου: σχεδόν 70.000 ήταν οι νεκροί του πολέμου ανάμεσα στο «Φωτεινό Μονοπάτι» και στο κράτος του Περού τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90.
– Η «Τέταρτη ρομφαία» είναι μυθοπλασία ή ντοκουμέντο;
«Ολα τα γεγονότα στο βιβλίο είναι πραγματικά. Γράφτηκε όμως και διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Ηθελα να γράψω μια συναρπαστική αφήγηση για το κακό, για την εξουσία, για έναν ακραίο χαρακτήρα. Και η ιστορία του Αμπιμαέλ Γκουσμάν ήταν ακριβώς αυτό. Αν είχα προσπαθήσει να τον επινοήσω, κανείς δεν θα πίστευε ότι μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος άνθρωπος. Χωρίς όπλα, χωρίς χρήματα, ξαφνικά κάνει πόλεμο, στον οποίο πεθαίνουν 70.000 άνθρωποι, και όλα αυτά με τη δύναμη των βιβλίων και των ιδεών. Είναι ένα παράδειγμα της καταστρεπτικής δύναμης των ιδεών». – Πόσο διήρκεσε η έρευνα για το βιβλίο;
«Η ιδέα προέκυψε τη δεκαετία του 1990, όταν εργαζόμουν στο Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Περού. Επισκεπτόμουν φυλακές και μιλούσα με κρατουμένους. Ομως τα γεγονότα ήταν ακόμη νωπά, ο κόσμος δεν ήθελε να μιλήσει, ήθελε να ξεχάσει. Αργότερα, αφού είχα έλθει στην Ισπανία, επέστρεψα στο Περού ως ανταποκριτής της εφημερίδας “Εl Ρais” και εργάστηκα συστηματικά για το βιβλίο περίπου έναν χρόνο, ερευνώντας το περιβάλλον του Γκουσμάν και συζητώντας με ανθρώπους που τον γνώρισαν».
– Τι σας εντυπωσίασε κατά τη διάρκεια της έρευνας;
«Μου έκανε εντύπωση ότι πολύ λίγοι τον είχαν δει στην πραγματικότητα, περίπου 70 άτομα. Επίσης ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν καταλάβαιναν τις προσωπικές ερωτήσεις, μονάχα τις πολιτικές. Δεν θεωρούσαν ότι η προσωπική ιστορία έχει σημασία».
– Ζώντας πλέον στην Ισπανία, πώς βλέπετε την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη;
«Μετά την κρίση, ειδικά στην Ελλάδα, ο κόσμος στην Ευρώπη συνειδητοποίησε κάτι που στη Λατινική Αμερική ξέρουμε εδώ και καιρό πολύ καλά: ότι δημοκρατία δεν είναι μόνο το πώς ψηφίζεις αλλά το πώς επενδύεις χρήματα. Η δημοκρατία είναι αδύναμη σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των οικονομικών κέντρων, των μεγάλων εταιρειών, του χρήματος. Αυτό που οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν σήμερα είναι ότι οι πολιτικοί δεν μπορούν να ελέγξουν το χρήμα και αυτό τους κάνει σκεπτικιστές απέναντι στην πολιτική. Το 1968 οι άνθρωποι πίστευαν ότι μπορούσαν να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Σήμερα έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα κενό επιλογών. Μέσα σε 40 χρόνια περάσαμε από το σημείο που πιστεύαμε ότι όλα ήταν δυνατά στο σημείο όπου δεν πιστεύουμε σε τίποτε».
– Πώς ερμηνεύετε τη στροφή της πεζογραφίας σε θέματα της πρόσφατης Ιστορίας;
«Με την κατάρρευση του κομμουνισμού είχαμε την εντύπωση ότι η δημοκρατία θα έλυνε όλα τα προβλήματα. Σήμερα όλοι αναρωτιούνται τι συνέβη, γιατί δεν λειτουργεί η εκδοχή της πραγματικότητας που ζούμε. Παρατηρείται λοιπόν μια στροφή στο παρελθόν, για να ανακαλύψουμε τι ήταν αυτός ο “αρχαίος κόσμος” που καταστράφηκε. Στη δική μου περίπτωση ήταν επίσης στροφή σε μια περίοδο της προσωπικής μου ιστορίας. Ο πατέρας μου ήταν μάχιμος σοσιαλιστής και αναγκαστήκαμε να ζήσουμε ένα διάστημα στην εξορία. Τα γεγονότα που περιγράφω στο βιβλίο ως αφηγητής, τα έζησα. Ημουν τότε ένας έφηβος που προσπαθούσε να πάει σε πάρτι, να γνωρίσει κορίτσια, εν μέσω βομβαρδισμών και μπλακάουτ».
– Ανήκετε στην «Μπογκοτά 39», στους συγγραφείς που θεωρούνται η ελπίδα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας μετά τη «γενιά της έκρηξης», με τους Μάρκες, Λιόσα, Κορτάθαρ κ.ά.
«Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 είχε ενδιαφέρον να είσαι λατινοαμερικανός συγγραφέας, λόγω της επανάστασης στην Κούβα και των κοινωνικών αλλαγών που συνέβαιναν στην περιοχή. Σήμερα ενδιαφέρον έχει να είσαι γυναίκα στο Ιράν. Από μια άποψη, αυτό μας απελευθερώνει. Δεν χρειάζεται πλέον να είμαστε λατινοαμερικανοί συγγραφείς, απλώς συγγραφείς που γράφουν ιστορίες που μπορούν να διαβαστούν από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».