Αν πριν από μερικούς μόλις μήνες αναζητούσε κανείς τη Δεξιά θα δυσκολευόταν να τη βρει, καθώς ήταν εκούσια προφυλαγμένη πίσω από τον ουδέτερο «μεσαίο χώρο». Η εκλογική συντριβή του περασμένου Οκτωβρίου μοιάζει να την αναγέννησε από τις κεντρώες στάχτες της. Η «κινηματική» της επανεμφάνιση συνοδεύθηκε μάλιστα από τη βούληση μιας νέας ταυτοτικής επανεπιβεβαίωσης. Αναμφισβήτητα, η εκλογή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας θέλησε να αποενοχοποιήσει τη «δεξιοσύνη», έστω και αν σε αυτό το πεδίο είχε χρονικά προηγηθεί, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα και με τον δικό του τρόπο, ο Γ. Καρατζαφέρης. Η αποκατάσταση ωστόσο της αξιοπρέπειας τού να είναι κανείς δεξιός σήμερα χωρίς να ντρέπεται ή να κρύβεται υπαγόρευσε έναν ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό αναπροσανατολισμό. Η ρητορική του νέου ηγέτη επικεντρώθηκε σε μια εθνικολαϊκή στροφή στην κομματική φυσιογνωμία, επιχειρώντας να διαφοροποιήσει και αναπολιτικοποιήσει την κομματική στρατηγική και, ειδικότερα, την αντιπολιτευτική του τακτική. Η στάση του για το «Μνημόνιο», για τη συμφωνία ΔΝΤ-ΕΕ, αλλά και για σειρά σημαντικών κυβερνητικών πρωτοβουλιών (από το μεταναστευτικό ζήτημα μέχρι τον Καλλικράτη) βεβαιώνει ότι η ισχνή για την ώρα ρητορική πόλωση
στην οποία επιδίδεται η νέα ηγεσία θέλει να ξαναθέσει σύνορα στον πολιτικό ανταγωνισμό, να καταστήσει την ίδια την πολιτική συναίνεση πεδίο ανταγωνισμού, εντός του οποίου η λεγόμενη «μάχη των ιδεών» δεν θα παίζει τον τελευταίο ρόλο.
Είναι σαφές ότι μια τέτοια ιδεολογική ανατοποθέτηση της ΝΔ, ακόμη και αν αναζητεί και βρίσκει στο κομματικό παρελθόν στοιχεία νομιμοποιητικής συνέχειας (π.χ. ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός» ως επικαιροποίηση του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» της δεκαετίας του ΄70), έρχεται από το παρόν της ευρωπαϊκής Δεξιάς. Με την έννοια αυτή, ακόμη και αν η ΝΔ θυμίζει κάποιες φορές ΕΡΕ, αυτός ο παρελθοντισμός της είναι η παροντική επικαιρότητα αρκετών αδελφών δεξιών κομμάτων της Ευρώπης. Με μία, ωστό σο, μείζονα διαφορά: εκείνα έχουν κατορθώσει να αρθρώσουν στη στρατηγική τους τις αναγκαιότητες μιας υπερφιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης με ζητήματα υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας. Η αξιακή εθνικολαϊκή στροφή τους, ένδειξη της προσαρμοστικότητάς τους στις νέες συγκυρίες, δεν αποδυνάμωσε τον οικονομικό πραγματισμό τους, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον εμπέδωσε. Η ΝΔ βιώνει διχαστικά τη μακρόσυρτη από ό,τι φαίνεται μετάβαση στη νέα φυσιογνωμία: θα είναι φιλελεύθερη ή συντηρητική, «φωτισμένη» ή «εθνικολαϊκιστική»; Με το «μνημόνιο» ή με τον «λαό»;
Θα πρέπει, εδώ, να αναγνωρίσουμε την εξαιρετική ιδιομορφία των συνθηκών υπό τις οποίες επιχειρείται ο νεοδημοκρατικός αναπροσανατολισμός. Στη σημερινή συγκυρία της ελληνικής κρίσης, η επίδειξη «υπευθυνότητας» εκ μέρους της ΝΔ θα μπορούσε να οδηγήσει στην πρακτική ματαίωση του εγχειρήματος ταυτίζοντάς την με το ΠαΣοΚ. Πόσα ΠαΣοΚ όμως μπορεί να αντέξει ο τόπος; Από την άλλη πλευρά, ο ελεγχόμενος «λαϊκισμός» της σημερινής νεοδημοκρατικής ανυπακοής κινδυνεύει να καταστήσει το κόμμα, για μια μερίδα εν δυνάμει ψηφοφόρων του, ανυπόληπτο. Η σημερινή ηγεσία μοιάζει να γέρνει περισσότερο προς τον δεύτερο πόλο, αυτόν του λαϊκισμού, την ίδια στιγμή που εσωπαραταξιακοί της αντίπαλοι επιλέγουν είτε τον πρώτο, την «υπευθυνότητα» (Ντ. Μπακογιάννη), είτε βρίσκονται σε προνομιακή απόσταση ώστε να πλαγιοκοπούν τις αντιφάσεις της (Γ. Καρατζαφέρης). Παρ΄ όλα αυτά, κανένας από τους δύο πόλους δεν μπορεί από μόνος του να δώσει αποτελεσματική απάντηση στα προβλήματα της νεοδημοκρατικής φυσιογνωμίας με όρους πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Η αντιπαράθεση λαϊκισμού και υπευθυνότητας, με τους διλημματικούς όρους που τίθεται, και παρά τη βασιμότητά του, πολιτικά λειτουργεί παραλυτικά για την ανασυγκρότηση της Δεξιάς, στην όποια εκδοχή της, συντηρητική ή φιλελεύθερη. Είναι η δημιουργική, αλλά δύσκολη υπέρβαση του διπόλου που θα μπορούσε να δημιουργήσει για το κόμμα τις προϋποθέσεις της πολιτικής κυριαρχίας. Σε κάθε περίπτωση, η καθαρολογική επιβολή του ενός πόλου στον άλλο θα οδηγούσε σε σίγουρη αποτυχία.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.