Μουσείο, εντευκτήριο και γραφεία πρόκειται να στεγάσει το κτίριο του Παλαιού Εθνικού Τυπογραφείου, γνωστό στους Αθηναίους ως Πρωτοδικείο, που σώζεται στο κέντρο της Αθήνας. Μουσείο, για να θυμίζει την αρχική χρήση του, αφού υπήρξε το πρώτο δημόσιο βιομηχανικό κατάστημα τυπογραφίας στην Αθήνα, χτισμένο αμέσως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο. Και εντευκτήριοχώρος εκδηλώσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο ανήκει έπειτα από την παραχώρησή του από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων. Αναπόφευκτη επιπλέον είναι η δημιουργία γραφείων κατόπιν αιτήματος των δικαστών που στεγάζονται στο κτίριο του Αρσακείου, το οποίο δεν επαρκεί για τις ανάγκες τους.
Η λέξη περιπέτεια ταιριάζει απόλυτα πάντως σε αυτό το κτίριο, το οποίο από το 1834 που οικοδομήθηκε έχει αλλάξει πολλές φορές μορφή και χρήση- κάηκε, ξανακτίστηκε, απαξιώθηκε, ώσπου να διασωθεί τελικώς μέσω του χαρακτηρισμού του από το κράτος ως διατηρητέου. Ακόμη και οι προσπάθειες όμως για την αποκατάστασή του διήρκεσαν περισσότερα από 15 χρόνια, ενώ οι προτάσεις για την επανάχρησή του ακόμη περισσότερα. Τώρα η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει, καθώς η αρχιτεκτονική μελέτη για την ολοκλήρωση της επισκευής του αλλά και η προσαρμογή του στα νέα δεδομένα εγκρίθηκαν από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, ανοίγοντας πλέον τον δρόμο για έργα. Στη νέα πλατεία Δικαιοσύνης (Σταδίου, Σανταρόζα, Αρσάκη και Πανεπιστημίου), η οποία δημιουργήθηκε μετά την καθαίρεση πολλών πρόσθετων κτισμάτων των διατηρητέων κτιρίων, το Παλαιό Τυπογραφείο θεωρείται σημαντικό δείγμα του πρώιμου αθηναϊκού νεοκλασικισμού. Η αρχική φάση του, ωστόσο, όπως είχε σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Γιόζεφ Χόφερ, ανήκε στον γνωστό και από πολλά άλλα μεταγενέστερα κτίρια τύπο του ισογείου κτιρίου με διώροφο μόνο το κεντρικό τμήμα του και με αετωματική απόληξη στις δύο κύριες όψεις του.
Η μεγάλη αλλαγή ήρθε περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 1931-32, όταν σε σχέδια του αρχιτέκτονα Φοίβου Ζούκη προστέθηκε πλήρης δεύτερος όροφος και αναμορφώθηκαν οι όψεις του κτιρίου, το οποίο έκτοτε στέγασε δικαστικές υπηρεσίες. Οπως γράφει ο Κ. Μπίρης «… έγινε μεταρρύθμισις, ανακαίνισις και επαύξησίς του κατά τρόπον απλούν και καλαίσθητον εις νεοκλασσικόν ρυθμόν κατά την τεχνοτροπίαν του γαλλικού εκλεκτικισμού των αρχών του 20ού αιώνος».
Το κτίριο σήμερα έχει σχήμα «Π» (διαστάσεις 39Χ19 μ. και ύψος 8 μ.) ενώ τόσο το ισόγειο όσο και ο όροφος τερματίζουν προς τα επάνω σε απλή ζωφόρο με ανάγλυφους ρόδακες ή μαίανδρο και ιωνικό κυμάτιο. Ο ζωγραφικός ή άλλος διάκοσμος όμως δεν έχει διασωθεί, ούτε τα ξύλινα πατώματα και η αρχική ξύλινη φατνωματική οροφή του.
Σύμφωνα με τη μελέτη που προέκυψε από τη συνεργασία της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων του ΥΠΠΟ και της «Θέμις Κατασκευαστική», η οποία εποπτεύεται από το υπουργείο Δικαιοσύνης, οι δύο μεγάλες αίθουσες του κτιρίου θα μετατραπούν- η μία σε «Αίθουσα Παλαιού Τυπογραφείου» και η άλλη σε «Αίθουσα Θέμιδος». Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αναστήλωσης κ. Νίκος Χαρκιολάκης είναι, μάλιστα, αισιόδοξος ότι αυτήν τη φορά τα σχέδια θα υλοποιηθούν, έτσι ώστε το κτίριο να επανέλθει ουσιαστικά στη ζωή της πόλης.
Οικοδομή «πλουσία, λαμπρά, παγιωτάτη και ευρυχωροτάτη»
Απέναντι από τον στρατώνα του Πυροβολικού είχε χτιστεί το κτίριο της Βασιλικής Τυπογραφίας και Λιθογραφίας, σε μια περιοχή έρημη κατά τα άλλα, με την οδό Σταδίου αδιαμόρφωτη ακόμη ως βαθιά τάφρο. Η οικοδόμησή του υπήρξε ταχύτατη- κράτησε ίσως μόλις λίγους μήνες-, αφού το νέο κράτος χρειαζόταν εσπευσμένως κτίρια για να στεγάσει τις υπηρεσίες του ( «μόλις το κάθε σπιτάκι ετοιμαζόταν, το αγόραζαν αμέσως. Ούτε ρωτούσαν καν αν είχαν στεγνώσει ακόμη οι ασβέστες» γράφει ο Λούντβιχ Ρος, πρώτος έφορος Αρχαιοτήτων της Αθήνας).
Σύμφωνα με τον Οργανισμό του Τυπογραφείου (1838), το απασχολούμενο προσωπικό του ανερχόταν σε 47 άτομα, ενώ ο μηχανικός εξοπλισμός περιελάμβανε ένα ταχυπιεστήριο, τρία ξύλινα πιεστήρια, έξι σιδηρά πιεστήρια, ένα ξύλινο στιλβώματος, δύο ξύλινα διορθώσεων, οκτώ λιθοτυπωτήρια και τέσσερα χυτήρια. Αλλωστε «η οργάνωση της κρατικής τυπογραφικής εγκατάστασης υπήρξε μία από τις βασικές μέριμνες κάθε διοίκησης ή κυβέρνησης στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια του αγώνα της Ανεξαρτησίας, διότι σε κάθε περίπτωση έπρεπε να εξασφαλίζεται η τύπωση των εξαγγελιών, των διαταγμάτων και των αποφάσεων» όπως γράφει η αρχιτέκτων- μηχανικός κυρία Κατερίνα Κορρέ, η οποία, μαζί με την επίσης αρχιτέκτονα μηχανικό κυρία Κατερίνα Μόμτσιου-Τοκατλίδη , μελέτησε το Παλαιό Εθνικό Τυπογραφείο. «Πλουσία, λαμπρά, παγιωτάτη και ευρυχωροτάτη» ήταν τα επίθετα με τα οποία περιγραφόταν εξάλλου από τον Τύπο της εποχής η οικοδομή. Ωστόσο, μια νύχτα του Αυγούστου του 1854, εν τη απουσία του διευθυντού του Τυπογραφείου με την οικογένειά του στον Πόρο, ξέσπασε πυρκαγιά στον όροφο του κτιρίου όπου βρισκόταν η κατοικία του, η οποία και καταστράφηκε εντελώς. Επιπλέον, η ξύλινη στέγη έπεσε φλεγόμενη στο ισόγειο, προκαλώντας ζημιές στο μεσαίο τμήμα του κτιρίου. Η αρχή των ανακατασκευών σηματοδοτείται, λοιπόν, από εκείνη την περίοδο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
1834-1835 Ανέγερση Βασιλικού Τυπογραφείου και Λιθογραφείου 1854 Πυρκαγιά καταστρέφει το κτίριο 1890 Επισκευή και προσθήκες 1906 Το κτίριο εγκαταλείπεται από το Τυπογραφείο 1931-1932 Πλήρης αναμόρφωση του οικοδομήματος και χρήση του ως Πρωτοδικείου 1984,1986 Το Πρωτοδικείο χαρακτηρίζεται «χρήζον ειδικής προστασίας» και εν συνεχεία «έργο τέχνης» 1987 Το κτίριο μένει ελεύθερο χρήσης 1997 Χαρακτηρίζεται ιστορικό διατηρητέο μνημείο