Για την Καβάλα και τη Δράμα πρόκειται. Με αφορμή ένα λιγνό βιβλίο στην περίπτωση της Καβάλας· το πρώτο τεύχος νέου περιοδικού στην περίπτωση της Δράμας. Και τα δύο κυκλοφόρησαν στο τέλος του περασμένου χρόνου και, όσο βλέπω, μένουν ακόμη ασχολίαστα. Το βιβλίο ανήκει στον Κοσμά Ι. Χαρπαντίδη, επιγράφεται Μανία Πόλεως, και περιέχει διαδοχικά αφηγήματα (ξαναδουλεμένα για τη δεύτερή τους έκδοση από τον «Κέδρο»· η πρώτη βγήκε στην «Επικαιρότητα» το 1993), που περιστρέφονται με επίμονο πάθος γύρω από την πόλη της Καβάλας. Πάθος, που το πυκνώνει η προμετωπίδα του «Ανωνύμου», ομολογώντας: «Δεν ενθυμούμαι πόσα χρόνια πολεμούσα με εικόνες της πόλεως αυτής».
Το νέο δραμινό περιοδικό είναι τετράγωνο, επονομάζεται Δίοδος 66100, εγκαινιάζει την κυκλοφορία του ως «εξάμηνη έκδοση λόγου και τέχνης», προλογίζεται από τον δήμαρχο της πόλης και συστήνεται με, σύντομο και σεμνό, προγραμματικό κείμενο, που το υπογράφει ο διευθυντής της σύνταξης Βασίλης Τσιαμπούσης.
Βιβλίο και περιοδικό σηματοδοτούν δύο γειτονικές πόλεις, με αξιόλογη λογοτεχνική και περιοδική παράδοση. Κάποτε μάλιστα σαφώς προδρομική, όπως το αποδείχνουν οι Νέοι Ρυθμοί, που κυκλοφόρησαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1926-1929)· κατόρθωμα οφειλόμενο στον δραμινό πατέρα του Νάσου Βαγενά, σπουδασμένον συστηματικά στο Βέλγιο. Τώρα στη Δίοδο διασταυρώνονται γόνιμα οι δύο πόλεις με πολλαπλά κείμενα, ντόπια και φιλοξενούμενα.
Παρένθεση: για την Καβάλα και τη Δράμα μιλούσε συχνά ο λιγομίλητος πατέρας μου, με αναφορές στα καπνά και στα καπνεργοστάσιά τους. Πέρασε εκεί ως καπνεργάτης την πρώιμη νιότη του, αφού εγκατέλειψε τη γενέθλια Μαρώνεια, που σπάνια την ανέφερε, εκτιμώντας ότι ξόφλησε την υποχρέωση αυτή με το επώνυμό του. Στην καπνεργατική Θεσσαλονίκη έσμιξε αργότερα με τη μικρασιάτισσα μάνα μου, καπνεργάτισσα κι εκείνη· όλο το σόι, κι απ΄ τις δυο μεριές, ήταν καπνεργάτες, με μία μόνο εξαίρεση. Ισως γι΄ αυτό μου μύρισε οικείος ο καπνός από το δεύτερο αφήγημα του Χαρπαντίδη στη Μανία πόλεως, που το αντιγράφω:
«Η Καβάλα ποτέ δε βγήκε να ζητιανέψει συμπαράσταση και στήριγμα απ΄ τις επαρχίες της για να ζήσει. Με σηκωμένο το κεφάλι, ίσως και τη μύτη κάποτε, αυτοδύναμη, αστή, δεχόταν τις στρατιές των ανέργων που συνέρρεαν στις πύλες των καπνεργοστασίων, γυρεύοντας ψωμί. Αργότερα οι κάτοικοι των χωριών ήταν που ζήτησαν εκδίκηση. Ηθελαν να εξαλείψουν την ντροπή των δύσκολων χρόνων και να πονέσουν τους ντόπιους, που δε συγχωρούσαν τη δουλικότητά τους, την τάση να σκύβουν το κεφάλι. Ηθελαν ν΄ αξιοποιήσουν τα λεφτά, είτε απ΄ την αντιπαροχή του αμπελιού και της ελιάς, είτε απ΄ την αποταμίευση του μάρκου και του δολαρίου. Στη θέση των καπνομάγαζων, αλλά και των αρχοντικών, που ήταν ό,τι τους φόβισε και τους δυνάστεψε, οικοδόμησαν την άδεια τους ψυχή. Η πόλη δεν αντιστάθηκε. Αφέθηκε να πνιγεί στο γκρι και να χάσει την ώχρα και τη γαλάζια υγρασία της Κυριακής, με τη συναίσθηση μιας ενοχής που συναντάς σε ξεπεσμένους αστούς».
Ξαναγυρίζω στη Δίοδο, προσημειώνοντας τις ασυνήθιστες αρετές της, που φαίνονται στο είδος, στο ήθος και στην ποιότητα των κειμένων. Η ποίηση έχει κι εδώ το πάνω χέρι· μοιρασμένη όμως στα τρία, γεφυρώνοντας έτσι τα ενδιάμεσα, κάθε λογής, πεζά κείμενα, για τα οποία θα γίνει λόγος την άλλη Κυριακή. Προς το παρόν δυο λόγια για τους ποιητές και τα ποιήματα του πρώτου τεύχους, που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια καλή ποιητική συλλογή.
Δεκατρείς συν ένας (βασικός ο Νάσος Βαγενάς) οι μοιρασμένοι ποιητές (τέσσερις στην αρχή, ανά πέντε στη μέση και στο τέλος) επιδέχονται ωφέλιμες κρίσεις και συγκρίσεις. Προηγούνται τα πρόσωπα, με ημερομηνία γέννησης: Νάσος Βαγενάς (1945), Τάσος Γαλάτης (1937), Αλέξανδρος Αραμπατζής (1961), Γιάννης Πατίλης (1947)η πρώτη τετράδα· Κώστας Πασβάντης (1938), Γεωργία Τριανταφυλλίδου (1968), Γιώργος Κασαπίδης (1961), Κυριάκος Συλφιτζόγλου (1983), Κώστας Ιωαννίδης (1951)- η δεύτερη πεντάδα· Αργύρης Χιόνης (1943), Βασίλης Τσιαμπούσης (1953), Αγγελος Καλογερόπουλος (1959), Τηλέμαχος Τσελεπίδης (αχρονολόγητος), Δημήτρης Αθηνάκης (1981)- η τρίτη πεντάδα.
Πρώτα σχόλια εις μνήμη Αλέκου Αργυρίου: α) υπερτερούν συντριπτικώς οι αρσενικοί (τυχαίο;)· β) κάνουν καλή παρέα μεταξύ τους οι ώριμοι με τους ακμαίους, οι ακμαίοι με τους νεότερους, οι νεότεροι με τους πιο νέους· γ) σμίγουν φιλικά οι βόρειοι με τους νότιους και τους νησιώτες· δ) τους περισσότερους τους τραβά (απ΄ το μανίκι;) η νεωτερική ρίμα· ε) ο ποιητικός λόγος τις περισσότερες φορές δοκιμάζεται συνειδητά μεταξύ παιγνίου και διαφυγόντος οράματος (ή και νοήματος) χωρίς ποτέ να κλαψουρίζει. Γι΄ αυτά και άλλα συναφή τον Ιούνιο.