Αν κάποιοι εξεπλάγησαν με την κατάθεση του Τάσου Μαντέλη ότι τσίμπησε τη «χορηγία», εξεπλάγησαν πάντως με την ομολογία, όχι με τη δωροληψία. Δεν το εννοώ ειδικά για τον ίδιον. Οσο δεν υπάρχει απτή απόδειξη ή παραδοχή από τον υπαίτιο κανείς δεν μπορεί να προεξοφλείται ένοχος- και είναι εύλογο το παράπονο των έντιμων πολιτικών ότι «καίγονται και τα χλωρά» μαζί με τους πονηρούς.
Αν αυτό αληθεύει, αληθεύει εξίσου ότι «τα ξερά» δεν είναι λίγα και ότι αυτό ξεκινά από την κομματική οικονομική διαχείριση- εξ ου και η έκπληξη αποδεικνύεται περιορισμένη. Οι πολιτικές δαπάνες κομμάτων και υποψηφίων είναι πολύ μεγάλες για να καλύπτονται από τις νόμιμες επιχορηγήσεις και συνδρομές, ακόμη κι αν συνυπολογίσει κανείς την έμμεση διαρπαγή κρατικού χρήματος με τις αποσπάσεις δημοσίων υπαλλήλων σε κομματικά γραφεία. Τα νόμιμα όρια προεκλογικής δαπάνης είναι εκτός πραγματικότητας. Η κρατική επιχορήγηση έχει προεξοφληθεί για χρόνια από τα κόμματα, ο δε αληθινός προϋπολογισμός τους απλώς δεν δημοσιοποιείται.
Ηταν, με άλλα λόγια, ορατά τα σημάδια ότι το «πολιτικό χρήμα» δεν μπορεί να περιορίζεται στο εμφανές και άρα ότι η πολιτική δράση στηριζόταν σε παράλληλες άδηλες ροές κεφαλαίου- είτε αυτές ήταν χορηγίες επιχειρηματιών (από γενναιοψυχία ασφαλώς) είτε παράνομα έσοδα από τη διαχείριση της κρατικής περιουσίας. Και αν κανείς αμφέβαλλε, αρκούσε να μάθει για τη χρηματοδότηση της ΝΔ μέσω της «Μάγιο» ή για την επ΄ αφορμή Τσουκάτου συγκαλυμμένη παραδοχή ότι το ΠαΣοΚ είχε και ανεπίσημα «βιβλία» ή για τη σιωπή του ΚΚΕ περί τα οικονομικά του, για να ανιχνεύσει το σκοτεινό χρηματικό ποτάμι.
Το «ποτάμι» αυτό άρδευε και τον προσωπικό πλουτισμό πολιτικών εις βάρος του κράτους. Η ίδια η νομοθεσία περί βασικού μετόχου αποτέλεσε έμμεση παραδοχή του πολιτικού κόσμου ότι τα έργα δεν τα αναθέτουν επιτροπές ειδικών (μια που αυτοί δεν καίγονται για την εύνοια των μέσων ενημέρωσης, ώστε να ενδιαφέρονται για το ασυμβίβαστο που επιδιώχθηκε να επιβληθεί), αλλά οι πολιτικοί, η δε τόσο «ενεργός» ανάμειξη των τελευταίων δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί από απόψεως κινήτρων εάν έλειπε το νιτερέσο- προσωπικό ή κομματικό. Η διαδικασία φυσικό ήταν να επαυξάνει και τη διαφθορά σε επίπεδο υπαλλήλων: οι τελευταίοι δεν θα συνέπρατταν χωρίς αντάλλαγμα.
Το δυστύχημα είναι ότι πειστικός τρόπος εξυγίανσης δεν διαφαίνεται. Με μεταφορά μεθόδων από τα δυτικά κράτη μπορεί, βέβαια, να μετριαστεί η ασυδοσία, όπως όμως βλέπουμε ούτε σε εκείνα εκριζώνονται οι σχέσεις στοργής μεταξύ επιχειρήσεων, πολιτικών και κρατικών λειτουργών (ενδεικτικά παραδείγματα οι συναλλαγές του Μπαλαντίρ στη Γαλλία ή του Τσένι στις ΗΠΑ). Τόσο που φτάνει κανείς να σκέπτεται, τουλάχιστον όσον αφορά την πολιτική χρηματοδότηση, μήπως είναι καλύτερο να επιτρέπεται, αλλά να επιβάλλεται η δημοσιοποίησή της. Το χρήμα πάλι θα ρέει. Απλώς ο πολίτης θα βγάζει κάποια πολιτικά συμπεράσματα από τη ροή του.