Στη βραβευμένη και εξαιρετικά επίκαιρη ταινία «Μου αρέσει να δουλεύω» («Μi piace lavorare- Μobbing», 2004) η Φραντσέσκα Κομεντσίνι αποπειράται μια μελέτη των προβλημάτων της σύγχρονης ιταλίδας εργαζόμενης. Η δυσκολία μιας εταιρείας να απολύσει υπαλλήλους «μεταφράζεται» στην τακτική του «mobbing», σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι μετατίθενται συνεχώς, υποβιβάζονται σε ολοένα κατώτερα πόστα και τελικά οδηγούνται σε παραίτηση. Οι αληθινές ιστορίες ελκύουν την 51χρονη Κομεντσίνι, η οποία σκηνοθετεί από το 1984 ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα της, του κορυφαίου σκηνοθέτη Λουίτζι Κομεντσίνι , αλλά και της μεγαλύτερη αδελφής της, Κριστίνα. Της μιλήσαμε με αφορμή την προβολή ταινιών της στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Ιταλικού Κινηματογράφου (συνδιοργάνωση Ταινιοθήκης της Ελλάδας και ιταλικής πρεσβείας).
– Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το θέμα του «Μου αρέσει να δουλεύω»;
«Η ιδέα να κάνω μια ταινία σχετικά με το mobbing, μου ήλθε βλέποντας ένα ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση, όπου έλεγαν ότι το mobbing χτυπά σχεδόν αποκλειστικά τις μητέρες. Οι ιταλικές εταιρείες θεωρούν τα παιδιά μεγάλο πρόβλημα και οι μητέρες γίνονται αποδέκτες κάθε είδους χτυπήματος. Με άλλα λόγια, στην Ιταλία είναι απαγορευτικό να μένεις έγκυος αν είσαι εργαζόμενη! Και αυτό στη χώρα όπου κυριαρχεί η ρητορική της μητρότητας. Εχω τρία παιδιά, επομένως το θέμα με άγγιξε βαθιά. Ηρθα σε επαφή με το μεγαλύτερο συνδικαλιστικό όργανο της χώρας, το CGΙL, και ξεκίνησα να συλλέγω πραγματικές ιστορίες. Η συναισθηματική φόρτιση των εξιστορήσεων που κατέγραφα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αποφάσισα να κάνω την ταινία χωρίς χρηματοδοτήσεις. Ολοι όσοι συμμετέχουν, το έκαναν με βάση μια πολιτική δέσμευση. Δεν πληρώθηκαν. Ελαβαν μόνο μια αποζημίωση εξόδων».
– Θεωρείτε ότι οι σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, σας βοήθησαν ως προς τη σκηνοθεσία;
«Υπήρξαν πολύ χρήσιμες, διότι πιστεύω ότι μια σκηνοθέτις πρέπει να ενδιαφέρεται για όλα, να έχει άποψη για τον κόσμο. Οι σπουδές μου με βοήθησαν να βάλω τάξη στη σκέψη μου, να θέσω ερωτήματα στον εαυτό μου και να τα ταξινομώ με τρόπο διαλεκτικό. Υπήρξαν χρήσιμες για μένα, όπως άλλωστε και τα αναγνώσματά μου, τα μουσεία που επισκέφθηκα, τα ταξίδια. Είναι πολύ σημαντικό για έναν σκηνοθέτη να κατανοεί τον κόσμο και την πραγματικότητα».
– Για ποιο λόγο όμως αποφασίσατε να μην ακολουθήσετε τις σπουδές σας και να στραφείτε στο σινεμά;
«Αποφάσισα να γυρίσω την πρώτη μου ταινία όχι για να κάνω κινηματογράφο, αλλά για να διηγηθώ μια ιστορία.Η πρώτη μου ταινία, “Ρianoforte”, μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, για την επιβίωση μέσα από μια εμπειρία εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Είχα πολύ επώδυνες εμπειρίες, είχα δει ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο να πεθαίνει και ένιωθα την ανάγκη να διηγηθώ αυτόν τον κόσμο, αυτό το πρόσωπο, αυτή την ιστορία.
Ο κινηματογράφος ήταν το μέσο για να επιστρέψει το φως της ζωής μέσα στη σκιά».
«Πρότυπό μου ο πατέρας μου»
– Κατά πόσο το επάγγελμα του πατέρα σαςεπηρέασε την απόφασή σας να γίνεται σκηνοθέτις;
«Η μορφή του πατέρα μου υπήρξε αποφασιστική- αν και ο ίδιος ήταν έντονα αντίθετος στο να κάνω αυτή τη δουλειά. Μπορεί κανείς να πει ότι έκανα την πρώτη μου ταινία σχεδόν εναντίον του! Αλλά έτρεφα τέτοια εκτίμηση σε αυτόν, ήμουν τόσο γοητευμένη από τη δουλειά του, που σίγουρα η επιθυμία να του μοιάσω έπαιξε τον ρόλο της. Αυτός ήταν το ανθρώπινο και το καλλιτεχνικό μου πρότυπο».
ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ
η Ταινιοθήκη Ελλάδας, Λαΐς, Ιερά οδός 48 και Μεγάλου Αλεξάνδρου, Γκάζι, τηλ. 210 3612.046 η Τρίτη 1 Ιουνίου, στις 20.50: «Μου αρέσει να δουλεύωΜobbing» η Τετάρτη 2 Ιουνίου, στις 23.00: «Στο σπίτι μας»