Της κατάθεσης του πρώην κυβερνητικού στελέχους είχε προηγηθεί εκείνη του κουμπάρου του (ο οποίος τον είχε παντρέψει και του είχε βαφτίσει την κόρη) κ. Γ. Τσουγγράνη. Τους δύο συνδέει στενή φιλία από το 1958. Ο μάρτυρας παραδέχθηκε ότι το 1998 ο κ. Μαντέλης του ζήτησε να ανοίξει τον επίμαχο λογαριασμό για τους χορηγούς του από το εξωτερικό. Στον λογαριασμό ήταν πληρεξούσιος (εν αγνοία της, όπως κατατέθηκε) και η βαφτισιμιά του κ. Τσουγγράνη ενώ από αυτόν υπήρξαν «δύο-τρία εμβάσματα στην Αμερική», ύψους 60.000 μάρκων, για τις σπουδές των δύο παιδιών του πρώην υπουργού, ενώ περίσσεψαν 160.000 ευρώ τα οποία ο κ. Τσουγγράνης μετέφερε με πρωτοβουλία του, όπως υποστήριξε, σε άλλο λογαριασμό του στην Ελλάδα, χωρίς καν να ενημερώσει τον κ. Μαντέλη, προκαλώντας τις εύλογες απορίες των παρισταμένων. «Μα, δεν του είπατε ότι έχουν μείνει κάποια λεφτά και θα τα φέρω στην Ελλάδα;» ρωτήθηκε. «Οχι» επέμενε ο κ. Τσουγγράνης, «δεν ανακατεύτηκα ποτέ, ούτε τον ρώτησα πράγματα της δουλειάς του, της ιδιότητάς του» αποκρίθηκε.
Ο βουλευτής της ΝΔ κ. Π. Καμμένος ρώτησε τον μάρτυρα αν έστω εκ των υστέρων τον ρώτησε. «Μου είπε: “Γιώργο, έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι. Ηταν χορηγοί, μου είπαν ότι είναι χορηγίες για τον προεκλογικό αγώνα και το ένα και το άλλο”».
Ωστόσο, όταν τον πίεσε ο βουλευτής του ΚΚΕ κ. Αθ. Παφίλης λέγοντάς του πως «προκαλεί εντύπωση ότι δεν ελέγξατε ακόμη ποιοι έβαλαν αυτά τα λεφτά στον λογαριασμό σας», ο μάρτυρας απάντησε. «Τα 200.000 μάρκα, τα πρώτα, δεν το αρνήθηκε ο φίλος μου ότι είναι από τη Siemens. Αλλά σαν χορηγία. Γιατί να το ελέγξω, αφού είναι γνωστό; Να ελέγξω τι;». «Εν πάση περιπτώσει, τα έχετε στη διάθεσή σας. Ούτε θέλω να τον βλέπω, ούτε με ενδιαφέρει, σε τελευταία ανάλυση, ο λογαριασμός». Ενώ πρόσθεσε: «Σας είπα ότι εγώ, εμπιστευόμενος τον φίλο μου, δεν περίμενα ότι θα είναι από κόκα, από έτσι, από αλλιώς, από πρέζα». «Βάλε Α. Rocos…»
Οσον αφορά την περιβόητη κωδική ονομασία ο κ. Τσουγγράνης κατέθεσε ότι προέκυψε τυχαία: Συμπληρώνοντας τις σχετικές αιτήσεις ανοίγματος του λογαριασμού και στο πεδίο για το ψευδώνυμο εκείνος συμπλήρωσε «ένα ψευδώνυμο ροκ». «Μου απήντησαν ότι αυτό υπάρχει στα αρχεία της τράπεζας ή σε άλλες τράπεζες και να βρω κάτι άλλο. “Βάλτε αρόκ” πρότειναν. Και λέω εγώ “μη βάλεις αρόκ, βάλε αρόκος που είναι πιο ελληνικό”. Και έγινε Αρόκος».