Ας ασχοληθούμε καλύτερα με το σήμερα και ας αφήσουμε για αργότερα τις έγνοιες για το αύριο· αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να πούμε για την κρίση που εξακολουθεί να συγκλονίζει το ευρώ, τη ζώνη του ευρώ και την Ευρώπη. Σε αυτό το στάδιο, η Ευρώπη ψάχνει έναν συμβιβασμό, μετά τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου από τη Γερμανία το οποίο προβλέπει έναν μηχανισμό κυρώσεων σε βάρος των κρατών που δεν είναι σε θέση να τηρήσουν τους συλλογικούς κανόνες για την οικονομία. Την παραμονή της συνόδου των υπουργών Οικονομικών, ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, ενώ υποδεχόταν τον νέο πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, έκανε ένα χαρακτηριστικό βήμα υπέρ της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ- ένα επιπλέον- αποδεχόμενος τις κυρώσεις σε βάρος των κρατών που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Αντί για οικονομικές κυρώσεις, ο γάλλος πρόεδρος προωθούσε την ιδέα της αναστολής του δικαιώματος ψήφου. Η πιο σημαντική κίνηση έγινε όμως την προη γουμένη, με την πρόταση του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα κάθε χώρας η υποχρέωση της κυβέρνησης να προγραμματίζει στην αρχή κάθε θητείας της μια πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων. Είναι μια σημαντική εξαγγελία που ήρθε την επομένη της υιοθέτησης από το ισπανικό κοινοβούλιο του προγράμματος λιτότητας της κυβέρνησης Θαπατέρο.
Είναι γνωστό ότι το ερώτημα που θέτει η Γερμανία, με επίμονο και ορισμένες φορές άκομψο τρόπο, είναι αυτό της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Στην ουσία το Βερολίνο θα ήθελε να δει τον καθένα- τόσο μέσα όσο και έξω από τη ζώνη του ευρώ- να εφαρμόζει την πειθαρχία που είναι τόσο οικεία στους Γερμανούς, αλλά που δεν εφαρμόζεται αλλού. Η κοινή γνώμη στη Γερμανία ήταν εχθρική στο σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας, το οποίο προσυπέγραψε τελικά η γερμανική κυβέρνηση. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε ότι όσον αφορά την Ελλάδα η αλληλεγγύη είναι σχετική, καθώς αφορά δάνεια και όχι επείγουσα οικονομική βοήθεια, όπως αυτή που δόθηκε για παράδειγμα στην Ουγγαρία μέσω του ΔΝΤ.
Η ελληνική κρίση επεκτάθηκε στη συνέχεια στη ζώνη του ευρώ. Οι ευρωπαίοι ηγέτες ορθώς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η νομισματική ένωση δεν θα ήταν ολοκληρωμένη χωρίς την οικονομική ένωση. Ενώπιον λοιπόν του μεγάλου ευρωπαϊκού προβλήματος, της διακυβέρνησης της Ευρώπης, όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα στον τομέα της ενοποίησης. Οι απόψεις διίστανται όμως ως προς τον ρόλο της κεντρικής τράπεζας, καθώς οι Γερμανοί θα τον ήθελαν περιορισμένο στον αγώνα κατά του πληθωρισμού και όχι διευρυμένο στο είδος των δεσμεύσεων που μπορούν να πάρουν ή πρέπει να πάρουν οι διάφορες χώρες για να συντονίσουν την οικονομική τους πολιτική.
Οσο γίνονταν αυτές οι συζητήσεις προέκυψαν ισχυρές εντάσεις μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Νικολά Σαρκοζί έχασε κάποια στιγμή την υπομονή του και απείλησε την Ανγκελα Μέρκελ ότι θα φύγει από τη ζώνη του ευρώ εάν εκείνη δεν αποδεχτεί το σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο γάλλος πρόεδρος έκανε τις αναγκαίες υποχωρήσεις για να τηρήσει τα προσχήματα, φροντίζοντας να επαναλαμβάνει διαρκώς ότι σε όλη αυτή την κρίση το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν τις ίδιες απόψεις και μιλούν την ίδια γλώσσα. Το μέλλον θα δείξει εάν ο Νικολά Σαρκοζί θα βγει κερδισμένος. Και ιδιαιτέρως εάν η Γερμανία με τη σειρά της πειστεί ότι πρέπει και εκείνη να κινηθεί.
Πράγματι, το πρόβλημα της Γαλλίας είναι το έλλειμμά της και η απουσία επενδύσεων, ενώ εκείνο της Γερμανίας είναι ακριβώς το αντίθετο, με μια πολύ μικρή κατανάλωση, που λόγω του χαμηλού αριθμού των εισαγωγών πλήττει την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Ομοίως, στη Γαλλία έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι η σημερινή πτώση του ευρώ είναι στην ουσία μια υποτίμηση του νομίσματος και αποτελεί με αυτό τον τρόπο ένα μέσο στήριξης της οικονομίας. Ενώ η Γερμανία, παρ΄ όλο που ευνοείται σημαντικά από το συγκριτικό πλεονέκτημα που δημιουργείται, παραμένει πιστή στις αρχές του ισχυρού ευρώ.
Τέλος, το ερώτημα που θέτουν σήμερα οι αγορές είναι εάν τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται σχεδόν παντού θα προχωρήσουν πολύ γρήγορα και δεν καταλήξουν να εμποδίσουν τελικά την έξοδο από την κρίση και την επάνοδο στην ανάπτυξη που παραμένει, ό,τι κι αν λένε, ο καλύτερος τρόπος για να μειωθούν τα ελλείμματα.
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».