Το επικό έργο του γάλλου φωτογράφου, ο οποίος κατέγραψε με τον φακό του τις «αποφασιστικές στιγμές» του 20ού αιώνα, παρουσιάζεται στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης, στην πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση μετά τον θάνατό του.
Ο Ρίτσαρντ Αβεντον τον αποκαλούσε «Τολστόι της φωτογραφίας». Αλλοι συνάδελφοί του του απέδιδαν τον τίτλο του γεννήτορα του φωτορεπορτάζ, καθώς ο σβέλτος εμπειρικός φακός του στάθηκε εύγλωττος μάρτυς των κοσμοϊστορικών γεγονότων του 20ού αιώνα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο χαρισματικός Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν βρισκόταν πάντα στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Σπάνιο κράμα παρορμητισμού και στωικότητας, ο κοσμογυρισμένος φωτογράφος ήξερε ενστικτωδώς πότε ακριβώς να πατήσει το κουμπί της μικροσκοπικής του Leica, χαρίζοντας στην αιωνιότητα αμέτρητα στιγμιότυπα εφήμερης ποίησης με πρωταγωνιστή το ανώνυμο πλήθος, καθώς και αξέχαστα «ψυχαναλυτικά» πορτρέτα μεγάλων προσωπικοτήτων της τέχνης, της πολιτικής και της διανόησης, πάντα σε ασπρόμαυρο 36άρι φιλμ και πάντα χωρίς καταφυγή σε κροπαρίσματα, εφέ, ρετούς και φλας – «το να χρησιμοποιείς φλας είναι σαν να πηγαίνεις σε κοντσέρτο με ένα πιστόλι στο χέρι» έλεγε. «Για μένα η φωτογραφική μηχανή είναι σαν σημειωματάριο, ένα εργαλείο διαίσθησης και αυθορμητισμού, ο άρχων τηςστιγμής, που σε όρους απεικόνισης διερωτάται και αποφασίζει αυτοστιγμεί» υποστήριζε.
Ο Μπρεσόν μεγαλούργησε σε μια εποχή που η φωτογραφία αποτελούσε εκτός από τέχνη και ένα πολύτιμο εκπαιδευτικό εργαλείο. Προτού οι τηλεοπτικοί δέκτες και το Διαδίκτυο μας ταξιδέψουν από τον καναπέ μας, ο μέσος άνθρωπος ανακάλυπτε τον θαυμαστό κόσμο που μας περιβάλλει μέσα από τις ιλουστρασιόν σελίδες κοσμοπολίτικων φωτοαναγνώσεων όπως το «Life» και το «ParisMatch». Πολλά από αυτά τα εθνογραφικά πλάνα φέρουν την αναγνωρίσιμη υπογραφή του Μπρεσόν: «Το να βγάζεις φωτογραφίες σημαίνει να ευθυγραμμίζεις το μυαλό, τα μάτια και την καρδιά σου. Είναι τρόπος ζωής» επέμενε. «Η διαδικασία απαιτεί αυτοσυγκέντρωση, πνευματική πειθαρχία, ευαισθησία και αίσθηση γεωμετρίας».
Ενα δόγμα που εφάρμοσε πιστά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, με ό,τι και αν καταπιάστηκε. Μία εξαετία από τον θάνατό του, σε βαθιά γεράματα, περί τα 300 εμβληματικά «κλικ» της ένδοξης καριέρας του ξεδιπλώνονται αυτές τις ημέρες στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ματιές του Μπρεσόν κατακλύζουν τις αίθουσες του ΜοΜΑ, καθώς είχαν προηγηθεί εκθέσεις έργων του το 1947 και το 1987. Αλλωστε στο εστιατόριο του αμερικανικού μουσείου σύστησε εν έτει 1947 μαζί με τον Ρόμπερτ Κάπα και τον Ντέιβιντ Σέιμουρ το all-star «συνεταιρικό» φωτογραφικό πρακτορείο Magnum.
Ευειδής και αεικίνητος, ο αινιγματικός και συνεσταλμένος, στα όρια της εκκεντρικότητας, γάλλος φωτογράφος κατάφερε να γοητεύσει αλλά και να διχάσει κοινό και κριτικούς με το ετερόκλητα αβανγκάρντ κάδρα του, καθώς προς τη δύση της καριέρας του ακροβατούσε ανάμεσα στη «σκεπτόμενη» ψυχογραφική φωτογραφία και σε πιο εύπεπτες συνθέσεις με τις οποίες πλημμύριζαν οι «lifestyle» τίτλοι της εποχής. «Oι καθημερινοί άνθρωποι έχουν την τάση να εκφράζουν εντονότερο ενθουσιασμό και δεκτικότητα στην “εργογραφία” του Μπρεσόν, την ίδια στιγμή που μια μερίδα τεχνοκριτικών, οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με τη ζωγραφική και άλλες καλές τέχνες, δυσκολεύονται να κατατάξουν ένα τόσο πλούσιο και γεμάτο δράση συνολικό έργο στις προσφιλείς τους θεωρίες και δομές» σχολιάζει ο Πίτερ Γκαλάσι, επιμελητής του τμήματος φωτογραφίας του ΜοΜΑ, και συνεχίζει: «Ωστόσο, όταν εκτιμά κανείς το σύνολο της φωτογραφικής παραγωγής του Μπρεσόν, η κλίμακα της ανταπόκρισης και της περιέργειας που προκαλεί η δουλειά του είναι συναρπαστική και άκρως ενδιαφέρουσα».
Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα που παρουσιάζονται στην έκθεση δεν είναι χρονολογικά στοιχισμένα, αλλά σκοπίμως ερριμμένα σε 13 ενότητες: «Παρ’ ότι η υφολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στο “χαρτοφυλάκιο” των αρχών της δεκαετίας του 1930 και στα άλμπουμ των μεταπολεμικών χρόνων είναι εμφανής και σημαντική, το θεμελιώδες ενδιαφέρον της δουλειάς του Μπρεσόν δεν έγκειται στην καλλιτεχνική ή υφολογική του εξέλιξη, αλλά στο γεωγραφικό, στο πολιτισμικό και στο ιστορικό της βεληνεκές» εξηγεί ο Γκαλάσι.
Γεννημένος το 1908, πρωτότοκο, επαναστατημένο νιάτο μπουρζουά «σοσιαλιστών καθολικών» και μακρινός απόγονος της Σαρλότ Κορντέ (δολοφόνου του Μαρά), μεγάλωσε με βρετανή παραμάνα, φοίτησε σε θρησκευτικό σχολείο και απευθυνόταν στους γονείς του στον πληθυντικό. Πολύ νωρίς στράφηκε στη ζωγραφική – κληρονόμησε το εικαστικό μικρόβιο από τον ζωγράφο θείο του, τον οποίο αποκαλούσε «ο άλλος μου πατέρας» – με μέτριες ωστόσο επιδόσεις. Ενδεικτικά, όταν η Γερτρούδη Στάιν αντίκρισε έργα του, τον παρότρυνε να δοκιμάσει την τύχη του στα ακμαιότατα οικογενειακά κλωστήρια.
Με εξαίρεση ένα σύντομο πέρασμα από το Κέιμπριτζ, ο καλοβαλμένος νέος δεν είχε να επιδείξει κάτι αξιομνημόνευτο στην εκπαίδευσή του, παρ’ όλα αυτά διάβαζε ακατάπαυστα: Ντοστογέφσκι, Ρεμπό, Νίτσε, Μαλαρμέ, Μαρξ, Ενγκελς, Χέγκελ, Προυστ και Τζόις. Στα 22 ξεκίνησε μια ετήσια φωτογραφική εξόρμηση στην Ακτή Ελεφαντοστού. Οταν το οικογενειακό χαρτζιλίκι στέρεψε άρχισε να κυνηγά και να πουλά στους ντόπιους τα «θηράματά» του. Αργότερα, χτυπημένος από βαριάς μορφής ελονοσία, έστειλε στο Παρίσι επιστολή με ακριβείς οδηγίες για την κηδεία του – ταφή στη Νορμανδία υπό τους ήχους του Ντεμπυσί. Τελικά δεν χρειάστηκαν.
Στα 24 γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, με τη μορφή μιας μικροσκοπικής Leica 35’’, η οποία έμελλε να γίνει προέκταση του χεριού του. Επειτα από έντονο φλερτ με τους μπροστάρηδες του σουρεαλισμού, ο Μπρεσόν άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους, πολλές φορές περπατώντας με τα πόδια αποστάσεις 30-40 χλμ., αναζητώντας θέματα. Το χόμπι έγινε πάθος και η καλλιτεχνική παραγωγή της τριετίας που ακολούθησε υπήρξε εντυπωσιακά πλούσια. Λιτές και λυρικές, οι εικόνες του από εκείνη την εποχή φαντάζουν άχρονες. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ειδική ιστοσελίδα που έχει σχεδιάσει το ΜοΜΑ για την έκθεση, «πολλές από τις φωτογραφίες του Μπρεσόν θα μπορούσαν να είχαν τραβηχτεί αιώνες προτού ο ίδιος και η τέχνη της φωτογραφίας έρθουν στον κόσμο».
Το 1937 και παρ’ ότι δεν ασπαζόταν το καπιταλιστικό ή το κομμουνιστικό δόγμα, ο εύπορος μποέμ της 8ης τέχνης εργάστηκε για την αριστερή έκδοση «CeSoir». Οσο για τη «θητεία» του στα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε σύντομη και επεισοδιακή: Σχεδόν 35 μήνες αιχμαλωσίας σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας των ναζιστών και δύο αποτυχημένες απόπειρες αργότερα, κατάφερε να δραπετεύσει και να αναπτύξει αντιστασιακή δράση στην κατεχόμενη Γαλλία και εν συνεχεία εντατική φωτογραφική δράση ανά τον πλανήτη. Μπροστά στα μάτια και στο σκόπευτρο του ακάματου ταξιδευτή έχουν περάσει καρέ καρέ τα ταραγμένα χρόνια της αποικιοκρατούμενης Ασίας και της στενάζουσας Αφρικής, η απελευθέρωση του Παρισιού και η κηδεία του Γκάντι – είχε προλάβει να φωτογραφίσει τον πασιφιστή ηγέτη και λίγες στιγμές προτού δολοφονηθεί.
Η επιτομή της δεξιοτεχνίας του, με τίτλο «Η αποφασιστική στιγμή» και εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Ανρί Ματίς, κυκλοφόρησε το 1952. Εναν χρόνο μετά υπήρξε ο πρώτος Δυτικός που είχε το προνόμιο να φωτογραφίσει την τότε ΕΣΣΔ μετά τον θάνατο του Στάλιν, ενώ το 1958 ο φακός του περιπλανήθηκε στην Κίνα του Μάο προκειμένου να αποτυπώσει το περίφημο Μεγάλο Αλμα προς τα Εμπρός, οργώνοντας την κινεζική ενδοχώρα επί τέσσερις μήνες με την ανάσα της καθεστωτικής επιτήρησης στον σβέρκο του. Σε μια σύντομη στροφή της καριέρας του ο Μπρεσόν είχε περάσει και από τα κινηματογραφικά πλατό στο πλευρό του Ζαν Ρενουάρ, ενώ παράλληλα υπέγραψε μερικές ταινίες ντοκυμαντέρ.
Το φωτογραφικό οδοιπορικό του στη ράθυμη, παρακμιακή, αναβράζουσα αμερικανική καθημερινότητα είναι από τα λιγότερο προβεβλημένα της καριέρας του και ένα από τα αγαπημένα του επιμελητή της έκθεσης, Πίτερ Γκαλάσι: «Εχω ξεχωρίσει πολλές σπουδαίες “αυτόνομες” φωτογραφίες του Μπρεσόν, ωστόσο εκείνες που μου κινούν περισσότερο το ενδιαφέρον τη δεδομένη στιγμή είναι όσες βρίσκονταν ως τώρα στην αφάνεια, επί παραδείγματι τα στιγμιότυπα με τους αυτόχθονες Αμερικανούς και εκείνα που αποτυπώνουν το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, καθώς και οι φωτογραφίες που εστιάζουν στις ανέμελες στιγμές και στις ασχολίες του ελεύθερου χρόνου».
Εκεί ο Μπρεσόν μπήκε στον πειρασμό να κάνει ένα διακριτικό κοινωνικό σχόλιο επάνω στον ρατσισμό, στον ηδονισμό, στην απληστία και στην κακογουστιά του πολυσυλλεκτικού αμερικανικού μωσαϊκού. «Κάθε εικόνα αποτελεί συνάρτηση, με λεπτό και διακριτικό τρόπο, των προσώπων που εμφανίζονται σε αυτή – ακόμη και όταν διαισθάνεσαι ότι η στάση και η σκοπιά του Μπρεσόν είναι επικριτικές, όπως απαντάται στις περιπτώσεις που το υποκείμενο διαθέτει εξουσία ή προνόμια, είναι προκατειλημμένο ή φανταχτερό» περιγράφει ο Πίτερ Γκαλάσι.
Το 1970 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά – ο πρώτος γάμος του έγινε το 1937 με μια ινδονήσια χορεύτρια – και το 1972, σε ηλικία 64 ετών, έγινε για πρώτη φορά πατέρας. Ηδη είχε κλειδώσει τη φωτογραφική του μηχανή σε χρηματοκιβώτιο προκειμένου να ξαναπιάσει τα πινέλα. Ωστόσο η φωτογραφική του παραγωγή επισκίασε κάθε άλλη προσπάθεια. Ισως γιατί διέθετε το χάρισμα να ξετρυπώνει και να φωτίζει τη φαινομενικά αθέατη λεπτομέρεια στα πιο συνηθισμένα και ταπεινά τοπία και να αιχμαλωτίζει τη στιγμή: «Η δημιουργική διαδικασία διαρκεί μετά βίας μια στιγμή. Μια αστραπιαία στιγμή πάρε-δώσε, ικανής διάρκειας ώστε να σηκώσεις τη μηχανή και να αιχμαλωτίσεις το φευγαλέο θήραμα στο μικρό κουτί σου».
Στη μεγαλοαστική καταγωγή του χρωστά την πρόσβαση στους εκπροσώπους της παγκόσμιας ελίτ, τους οποίους φωτογράφιζε στον προσωπικό τους χώρο, μια διαδικασία που θεωρούσε ύψιστη πρόκληση, καθώς «πρέπει να προσπαθήσεις να τοποθετήσεις τη φωτογραφική σου μηχανή ανάμεσα στο πετσί ενός ανθρώπου και στα ρούχα του». Οταν τον ρωτούσαν πόσο θα διαρκέσει η διαδικασία, αποκρινόταν κοφτά: «Περισσότερο από μία επίσκεψη στον οδοντίατρο, ωστόσο λιγότερο από ό,τι μία συνεδρία στον ψυχαναλυτή». Από το ιδιότυπο «ντιβάνι» του πέρασαν, μεταξύ άλλων, οι Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Ζαν Πολ Σαρτρ, Γουίλιαμ Φόκνερ, Ιγκόρ Στραβίνσκι, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Λούσιαν Φρόιντ, Αλμπέρ Καμύ και Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Ο ίδιος ήταν γεμάτος παραξενιές. Ενιωθε άβολα με τη δημοσιότητα και τις διακρίσεις, δεν θεωρούσε τις φωτογραφίες του έργα τέχνης, απέφευγε τα αεροπλάνα και απεχθανόταν να τον φωτογραφίζουν – εξ ου και τα ελάχιστα πορτρέτα του που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Παροιμιώδης φημολογείται ότι υπήρξε και η αδιαφορία του για το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς του. Λέγεται ότι δεν έκανε καν τον κόπο να εμφανίσει ο ίδιος τα φιλμ του: «Μόλις τραβηχτεί το καρέ δεν με νοιάζει καθόλου τι γίνεται μετά. Στο κάτω κάτω οι κυνηγοί δεν είναι μάγειρες».
Πολύ αργότερα άρχισε να τον νοιάζει «τι θα γίνει μετά». Το 2003, με τη βοήθεια της συζύγου του Μαρτίν και της κόρης του Μελανί, σύστησε το Ιδρυμα Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν με έδρα το Παρίσι και σκοπό τη συγκέντρωση και διάσωση του έργου του, που είναι από τη φύση του «φευγαλέο»: «Εμείς οι φωτογράφοι ασχολούμαστε με πράγματα εφήμερα που άπαξ και εξαφανιστούν δεν υπάρχει πουθενά τρόπος να τα ανακτήσεις. Είναι αδύνατον να εμφανίσουμε και να τυπώσουμε μια ανάμνηση».
Η αναδρομική έκθεση «HenriCartier– Bresson: TheModernCentury» θα φιλοξενείται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ως τις 28/6.
«Καιροφυλακτούσε σαν καλός κυνηγός»
«Γνώρισα τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν στην Ανδρο στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε έκθεση έργων του που φιλοξενούσε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή» θυμάται ο Τάκης Τζίμας. Ο εκδότης του περιοδικού «Φωτογράφος» και επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών του ΤΕΙ Αθήνας επιβεβαιώνει τα όσα κυκλοφορούσαν για τον ιδιοσυγκρασιακό φωτογράφο: «Η φήμη του απρόσιτου που τον ακολουθούσε ήταν αληθής. (…) Θυμάμαι είχα κουβαλήσει μαζί μου τη μεταπτυχιακή εργασία που είχα εκπονήσει για αυτόν ως φοιτητής στο Παρίσι. Στο εξώφυλλο έγραφε: “Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, φωτογράφος. Το έργο και η ζωή του”. Οταν του την έδειξα, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πλάι στη λέξη φωτογράφος μού έβαλε τρία ερωτηματικά και στη συνέχεια σχολίασε με το γαλλικό του χιούμορ: “Μα τι είσαι, νεκρόφιλος; Δεν πέθανα ακόμη”. Θα ήταν τότε ογδοντάρης».
Τι είναι ο Μπρεσόν σε μια φράση; «Για εμένα το όνομά του είναι συνώνυμο με την παγωμένη κίνηση σε απόλυτη ισορροπία. Διέθετε κοφτερή ματιά, ήξερε να συνθέτει τα έργα του σε τέλεια ισορροπία χωρίς να υποκύπτει στο χυδαίο ή στο πρόστυχο, έθιγε τα θέματά του με μεγάλη τρυφερότητα, ενώ το περιεχόμενο των κάδρων του πραγματικά σε άρπαζε από το βλέμμα. Τον διέκρινε επίσης μεγάλο πείσμα για τη δουλειά του. Βρέθηκε να φωτογραφίζει στη Μαοϊκή Κίνα και στην πρώην Σοβιετική Ενωση τότε που δεν περνούσε κουνούπι. Δημιούργησε ολόκληρη σχολή γύρω από το δόγμα της “αποφασιστικής στιγμής” και κληροδότησε στους μεταγενέστερους ένα βλέμμα, μια στάση ζωής, μια θέαση των γεγονότων από μια πιο ανθρωπιστική σκοπιά. Είχε καλλιεργηθεί ο μύθος, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος βέβαια, ότι ήταν τόσο προικισμένος, που προέβλεπε και πατούσε αυτόματα το κουμπί χωρίς δεύτερη σκέψη. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος από αρκετούς οι οποίοι βάζουν τη δουλειά του στο μικροσκόπιο και υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει αποφασιστική στιγμή, ότι είναι όλα σκηνοθετημένα. Εγώ έμεινα ικανοποιημένος από την απάντηση του Τσαρούχη που είχε πει τότε ότι τον είχε παρατηρήσει που έμενε επί ώρες σε εκείνο το σημείο, περιμένοντας το θήραμά του. Είχε μια εικόνα στο μυαλό του και καιροφυλακτούσε σαν καλός κυνηγός ώσπου να την εκμαιεύσει».
«Με την “αποφασιστική του στιγμή” επηρέασε γενεές φωτογράφων»
«O Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, o φωτογράφος, ο φωτοδημοσιογράφος, ο σκηνοθέτης κινηματογράφου, ο ζωγράφος, ο σουρεαλιστής και πάνω από όλα ο δημιουργός που χάραξε ένα από τα πιο σημαντικά σύνορα του φωτογραφικού μέσου, με την “αποφασιστική του στιγμή” επηρέασε γενεές φωτογράφων. Και όπως όλοι οι κανόνες λειτουργούν σαν φάροι για τους δημιουργούς, συγχρόνως τους δεσμεύουν σε έναν μόνο τρόπο σκέψης. O Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν και η θεωρητική του προσέγγιση αποτέλεσαν και έναν ογκόλιθο για νέους φωτογράφους, το βάρος του οποίου δεν μπορούσαν πάντα να σηκώσουν και έμεναν στη σκιά του. Μπορεί, όπως δήλωσε ο Ρίτσαρντ Αβεντον, ο Μπρεσόν να αποτελεί τον “Τολστόι της φωτογραφίας”, αλλά όπως και οι ρώσοι κλασικοί έτσι και εκείνος λειτουργεί ως “κανόνας” στην ιστορία της παγκόσμιας φωτογραφίας, και όχι ως ένας δάσκαλος του οποίου τα προτάγματα πρέπει ακόμη να ακολουθούνται με ευλάβεια. Πολλοί ανέδειξαν και τις άλλες πτυχές του Μπρεσόν και του πολυσχιδούς ταλέντου του, το οποίο αντλούσε έμπνευση και υλικό από παντού, χωρίς να ανήκει πουθενά – ο Πίτερ Γκαλάσι του ΜοΜΑ το κατόρθωσε αυτό και το 1987 με μία έκθεση στην οποία ανεδείκνυε την επιρροή του σουρεαλισμού στο πρώιμο έργο του φωτογράφου. Και είναι αξιοσημείωτη η θέση που ο Μπρεσόν κατάφερε να δώσει με το έργο του, τη θεματολογία του (όπως προέκυπτε από τα αναρίθμητα ταξίδια του) και τη γραφή του στη φωτοδημοσιογραφία, αποδίδοντάς της τη σοβαρή διάσταση που της άρμοζε, αλλά της εξέλιπε. Παρ’ όλα αυτά είναι σχεδόν ειρωνικό πως για τον ίδιο η αποφασιστική του στιγμή είχε κριθεί πολύ νωρίτερα στη ζωή του, όταν ακολούθησε τη φωτογραφία, ενώ είχε ξεκινήσει ως ζωγράφος (και ξαναγύρισε στη ζωγραφική όταν εγκατέλειψε τη φωτογραφία στα 60 του). Ισως βέβαια είναι προτιμότερο ότι έφερε το βάρος της μετριότητας του ζωγράφου και το επικό ύψος ενός ιδιοφυούς δημιουργού».
Bαγγέλης Ιωακειμίδης
Διευθυντής Μ.Φ.Θ
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 500, σελ. 44-49, 16/05/2010.