Μεγάλες προσδοκίες για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων καλλιέργησαν οι δύο πρωθυπουργοί κατά τη διάρκεια της διήμερης επίσκεψης του κ. Ερντογάν στην Αθήνα, τη στιγμή που φάνηκε ξεκάθαρα ότι οι γνωστές διαφωνίες παραμένουν αναλλοίωτες. Πρόκειται για ένα μεγάλο στοίχημα με άδηλη προς το παρόν έκβαση, το οποίο όμως αποκαλύπτει ταυτόχρονα την ειλικρινή πρόθεση των δύο ηγετών να ξεφύγουν από τα βάρη του παρελθόντος και να προχωρήσουν σε ένα νέο ξεκίνημα. Για τον λόγο αυτόν επέλεξαν τη βήμα προς βήμα προσέγγιση εκκινώντας από τα λεγόμενα θέματα χαμηλής πολιτικής και δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ήλθαν στην Ελλάδα 10 τούρκοι υπουργοί και υπογράφηκαν 21 συμφωνίες, στο πλαίσιο της νέας τουρκικής πολιτικής, εμπνευστής της οποίας είναι ο κ. Νταβούτογλου, για «μηδενικά προβλήματα» με τις γειτονικές χώρες, με την εγκαθίδρυση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας. Μένει φυσικά να φανεί η συνέχεια.
Αυτό όμως που ήδη φάνηκε, τουλάχιστον στην κοινή συνέντευξη που έδωσαν οι δύο πρωθυπουργοί, είναι ότι παραμένουν στις γνωστές από το παρελθόν θέσεις τους. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, ο ένας δίπλα στον άλλο, εξέθεσαν με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς διπλωματικές περιστροφές το πώς αντιλαμβάνονται τις διαφορές. Διαπιστώθηκε εδώ ότι ύστερα από δεκαετίες επαφών και αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει. Το ερώτημα είναι λοιπόν αν θα αλλάξει κάτι τώρα. Διότι εκδηλώθηκαν μεν οι αγαθές προθέσεις, αλλά δεν συμφωνήθηκε ένας μηχανισμός για την επίλυση των προβλημάτων, ο οποίος να βασίζεται σε μια κοινή αντίληψη για τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Διότι η κύρια αιτία για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο είναι η διαφορετική ερμηνεία των κανόνων αυτών από τις δύο πλευρές. Ετσι η συζήτηση ουσίας θα γίνει και πάλι στο επίπεδο των διερευνητικών επαφών, όταν είναι γνωστό ότι ήδη έχουν πραγματοποιηθεί 44(!) συναντήσεις χωρίς να έχουν καταλήξει πουθενά. Θα πρέπει τουλάχιστον τη φορά αυτή να τεθεί ένα συγκεκριμένο χρονικό όριο, ώστε να μην ευτελιστεί και η νέα διαδικασία.
Η ελπίδα τώρα είναι ότι η θεσμοθέτηση των διμερών επαφών σε υπουργικό και πρωθυπουργικό επίπεδο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, θα δημιουργήσει θετικότερο κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών, το οποίο υποτίθεται πως θα βοηθήσει ώστε αργότερα να βρεθούν και οι λύσεις στα γνωστά προβλήματα. Αυτό φυσικά μένει να αποδειχθεί στην πράξη. Διότι πώς θα εμπεδωθεί το νέο αυτό κλίμα αν συνεχιστούν οι παραβιάσεις και οι παραβάσεις στο Αιγαίο, οι οποίες δεν σταμάτησαν ούτε και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του κ. Ερντογάν; Προέχει λοιπόν η μείωση της έντασης για να εξαλειφθεί η καχυποψία που εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος του κ. Παπανδρέου, ο οποίος επέμεινε στην πραγματοποίηση της επίσκεψης παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και η οποία περιορίζει τη διαπραγματευτική της ικανότητα. Ισως γιατί έτσι προσδοκά να εξασφαλίσει την ηρεμία στο εξωτερικό μέτωπο, ώστε να μπορεί απερίσπαστος να ασχοληθεί με τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα.