Με την ύφεση στην ελληνική οικονομία να πλήττει τα εταιρικά κέρδη την ώρα που για τις αγορές η ομπρέλα προστασίας της ΕΕ και του ΔΝΤ αν και περιορίζει δεν εξαλείφει τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, οι ελληνικές μετοχές χάνοντας 40 δισ. ευρώ από το τελευταίο τους υψηλό σημειώνουν το 2010 τη χειρότερη απόδοση στον κόσμο.
Οι αγορές μετά και το πακέτο στήριξης, εκτιμούν στελέχη μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, δεν μπορούν παρά να μας δώσουν χρόνο (λίγο περισσότερο από ένα έτος) ώστε να αποδείξουμε ότι μπορούμε να βάλουμε τάξη «στα του οίκου μας». Αν τα καταφέρουμε, παγκόσμιοι θεσμικοί επενδυτές ομολόγων θα αλλάξουν την αρνητική στάση τους και τότε ίσως η Ελλάδα επιστρέψει στις αγορές για δανεισμό χωρίς να κάνει χρήση όλου του πακέτου βοήθειας. Αν υπάρξει όμως εφησυχασμός, τότε, όπως λέγεται, οι αγορές και οι εταίροι μας αργά ή γρήγορα θα μας τιμωρήσουν.
«Το παιχνίδι» λένε κορυφαίοι ξένοι τραπεζίτες «έχει μερικώς απομακρυνθεί από τα χέρια της Ελλάδας. Αν η χώρα αποδειχθεί καλός μαθητής, τότε θα περάσει την τάξη και θα συνεχίσει να βρίσκεται στην πρώτη ταχύτητα της ευρωζώνης· αν αποτύχει, τότε θα πρέπει να αλλάξει σχολείο, δηλαδή να φύγει από το ευρώ». Υπάρχει βέβαια, λένε, και το ενδεχόμενο η χώρα να φύγει από το ευρώ μόνη της αν οι πιέσεις από τους εταίρους και την ελληνική κοινωνία ενταθούν.
Οπως υποστηρίζεται, τα πάντα θα κριθούν τους επόμενους 12 μήνες, καθώς θα γίνουν πιο ευδιάκριτες οι πιθανότητες επιτυχίας του ελληνικού εγχειρήματος. Σημείο-κλειδί θα αποτελέσει, πέρα από την πορεία των προσπαθειών της χώρας, και το διεθνές επενδυτικό κλίμα, το οποίο θα τοποθετήσει στην ουσία και το ύψος του «πήχη» με βάση τον οποίο η ελληνική οικονομία θα περάσει ή όχι τη «βάση». Στο παραπάνω πλαίσιο και το ελληνικό Χρηματιστήριο βρίσκεται μάλλον εγκλωβισμένο, καθώς οι επενδυτές αναμένουν να δουν τις επιπτώσεις της κρίσης στην πραγματική οικονομία ώστε να μπορέσουν να αποτιμήσουν και την πραγματική αξία των μετοχών. Καταλύτης των εξελίξεων παραμένει πάντως η «ατμομηχανή» του ΧΑ, δηλαδή οι τράπεζες. Για ορισμένους αναλυτές ο κλάδος ίσως εισέλθει σε μια νέα φάση συγκέντρωσης (ιδίως αν λυθεί και το εργασιακό), καθώς η ύφεση της ελληνικής οικονομίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια ανάπτυξης για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Το ποιος θα πάει με ποιον θα εξαρτηθεί από τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα προκύψουν πραγματικά προβλήματα για κάποιους από τους μεγάλους «παίκτες». Συνολικά βέβαια, όπως εκτιμάται, το στοίχημα για τη χώρα και την εγχώρια αγορά αφορά το κατά πόσο η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών θα συνοδευτεί και από μέτρα ανάπτυξης που θα βάλουν σε νέα ρότα τόσο την ελληνική οικονομία όσο και το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Σε ό,τι αφορά την πορεία των μετοχικών αγορών διεθνώς, διαχειριστές θεσμικών χαρτοφυλακίων, σε σχετική έρευνα που διενήργησε το τελευταίο διάστημα η Citigroup, δηλώνουν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60% πως θα αυξήσουν εντός του 2010 τις θέσεις τους στις μετοχές, αν και οι γνώμες αυτών που πιστεύουν πως τα χρηματιστήρια είναι τώρα ευάλωτα σε μια διόρθωση 10%-20% και αυτών που πιστεύουν, αντίθετα, πως οι μετοχές εμφανίζουν περιθώρια ανόδου 10%20% μεσοπρόθεσμα είναι σχεδόν μοιρασμένες.
Μέχρι στιγμής πάντως τα κέρδη των χρηματιστηρίων έχουν υποβοηθηθεί από τα πρωτοφανή επίπεδα κρατικής στήριξης και τα χαμηλά επιτόκια, αλλά τα πρωτοφανή επίπεδα του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους δημιουργούν, εύλογα, πολλές ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσο κάτι τέτοιο μπορεί να έχει συνέχεια.
Καθώς μάλιστα οι ανάγκες δανεισμού στον δυτικό κόσμο κυμαίνονται γύρω στα 6 τρισ. δολάρια το 2010, την ώρα που το δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες οικονομίες εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 47 τρισ. δολάρια ως το 2014, μια ομάδα επενδυτών υποστηρίζει πως αργά ή γρήγορα οι παρενέργειες θα αποτυπωθούν και στις αγορές.
Δεδομένου ότι ο παγκόσμιος δείκτης μετοχών Μorgan Stanley World της ΜSCΙ έχει αυξηθεί κατά 75% από τα χαμηλά επίπεδα στα οποία βρισκόταν τον Μάρτιο του 2009, στις αγορές διαμορφώνονται δύο τάσεις για τη συνέχεια:
Στην πρώτη, μία ομάδα αναλυτών θεωρεί πως η κίνηση των χρηματιστηρίων αποτελεί μια δυναμική ανάκαμψη σε πτωτική όμως αγορά (bear market rally). Σύμφωνα δε με τα ιστορικά στοιχεία, οι αγορές είναι πιθανόν να σημειώσουν άνοδο ως και 80% προτού σταθεροποιηθούν εντός ενός εύρους τιμών για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν λοιπόν πως οι επενδυτές θα πρέπει να σκεφθούν τώρα το ενδεχόμενο να μειώσουν το προφίλ κινδύνου στα χαρτοφυλάκιά τους.
Στη δεύτερη, μία μεγαλύτερη ομάδα αναλυτών θεωρεί πως η οικονομική ανάπτυξη παραμένει εύρωστη και οι μελλοντικοί δείκτες υποδεικνύουν διατήρηση της έντονης δραστηριότητας για τα επόμενα ένα- δύο τρίμηνα την ώρα που το περιβάλλον ρευστότητας εξακολουθεί να είναι ευνοϊκό, αν και οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και στις αναδυόμενες αγορές σηματοδοτούν την έναρξη μιας ενδεχόμενης αναστροφής.
Οι μετοχές, υποστηρίζουν, εμφανίζουν περιθώρια ανόδου 10%-15% ως το τέλος του έτους, ενώ σε κάθε περίπτωση, σε σχέση με τα ομόλογα και τα διαθέσιμα/ ισοδύναμα διαθεσίμων, εξακολουθούν να αποτελούν προτιμότερη κατηγορία επένδυσης.
Νέα δεδομένα από την ομπρέλα προστασίας ΕΕ και ΔΝΤ
Hομπρέλα προστασίας της ΕΕ και του ΔΝΤ, που θωρακίζει όπως λέγεται τις χώρες-μέλη του ευρώ, δημιουργεί πάντως νέα δεδομένα τόσο για την ευρωζώνη όσο και για τη χώρα μας. Το κοινό σχέδιο στήριξης στοχεύει στην καρδιά του ζητήματος και ενισχύει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δίνοντάς τους περισσότερα εργαλεία ευελιξίας για να αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις.
Οπως η κρίση του ΕRΜ (μηχανισμός ευρωπαϊκών συναλλαγματικών ισοτιμιών) στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πυροδότησε πολιτικές πρωτοβουλίες για την επί καιρό σχεδιαζόμενη νομισματική ενοποίηση, φαίνεται ότι η κρίση δημοσίου χρέους θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης και για τη σταδιακή προώθηση της δημοσιονομικής ενοποίησης.
Θα πρέπει να τονιστεί πάντως ότι υπάρχουν αρκετές φωνές που θεωρούν πως για να είναι επιτυχές το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, θα πρέπει να περιλάβει και έναν μηχανισμό που θα επιτρέπει (ως μέτρο της τελευταίας στιγμής) ακόμη και την πιθανότητα αναδιάρθρωσης του χρέους χωρών-μελών που εμφανίζονται ανίκανες, όπως λέγεται, ή απρόθυμες να χαλιναγωγήσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους περιορίζοντας και το δημόσιο χρέος τους σε εύλογα και ελεγχόμενα επίπεδα. Το παραπάνω όμως ενέχει ενδεχομένως μακροπρόθεσμα ρίσκο για ορισμένες αδύναμες (όπως η Ελλάδα) οικονομίες. Αν και οι αγορές θα συνεχίσουν μάλλον να εκφράζουν τις αμφιβολίες τους για την τελική επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, δεν είναι λίγοι πια οι οικονομολόγοι που μας θυμίζουν τη ρήση του Ερασμου (1466-1536) «Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία ημέρα».