«Μια τεράστια σουπιά-βρικόλακας γαντζωμένη στο πρόσωπο της ανθρωπότητας που ρουφάει ανελέητα από το αίμα της οτιδήποτε μυρίζει χρήμα». Με τη φράση αυτή ο αμερικανός δημοσιογράφος Ματ Ταΐμπι περιέγραψε πριν από μερικούς μήνες την Goldman Sachs σε ρεπορτάζ του στο περιοδικό «Rolling Stone» που είχε τίτλο «Η μεγάλη αμερικανική φουσκο-μηχανή». Η πρόταση αυτή πρέπει να στοιχειώνει τις ημέρες και τις νύχτες των στελεχών του χρηματοπιστωτικού κολοσσού, αφού προτού περάσουν λίγες ώρες μετά την κυκλοφορία του περιοδικού και την ανάρτηση του δημοσιεύματος στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του δημοσιογράφου η συγκεκριμένη περιγραφή είχε κάνει τον γύρο του κόσμου.

Από τις στήλες των σταρ αρθρογράφων της εφημερίδας «Τhe Νew Υork Τimes» όπως ο Φρανκ Ριτς ως τα χιλιάδες μπλογκ και τα μηνύματα στο Facebook και στο Τwitter, η ανακύκλωση του ευφυολογήματος του Ματ Ταΐμπι έχει βλάψει τη δημόσια εικόνα της Goldman Sachs σχεδόν όσο και η πρόσφατη εμφάνιση των στελεχών της εμπρός στην αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην προδικαστική διαδικασία για την εκδίκαση της αγωγής που κατέθεσε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Wall Street εναντίον της Goldman Sachs οι δικηγόροι της φίρμας απέκλειαν εξαρχής οποιονδήποτε από τους υποψήφιους ενόρκους είχε διαβάσει το εν λόγω δημοσίευμα.

Πένα-δηλητήριο
Ο 40χρονος Ταΐμπι είναι από τις πιο ανατρεπτικές φωνές της σύγχρονης αμερικανικής δημοσιογραφίας. Με πένα που στάζει δηλητήριο, με ένα στυλ γραφής που λέει τα σύκα σύκα, τη σκάφη σκάφη και τα στελέχη τής GS «απατεώνες», θεωρείται από τις πλέον «ενοχλητικές» φωνές στα αμερικανικά μίντια. Θυμωμένος, προκλητικός, αυθάδης και ενίοτε τρομερά πνευματώδης, ο Ταΐμπι επιτίθεται στα «θύματά» του με την ορμή ενός ταύρου σε υαλοπωλείο, είτε αυτά είναι τα στελέχη χρηματοπιστωτικών γιγάντων είτε η πρώην κυβερνήτης της Αλάσκας Σάρα Πέιλιν είτε η ποπ τραγουδίστρια Μπρίτνεϊ Σπίαρς.

Ειρωνευόμενος τη φρενίτιδα στα αμερικανικά ΜΜΕ που ακολούθησε το «γεγονός» ότι η Σπίαρς είχε ξυρίσει το κεφάλι της έγραφε: «Μια “είδηση” εξ ορισμού προϋποθέτει ότι έχει συμβεί κάτι. Αν δεν συνέβη τίποτα, τότε δεν μπορείς να έχεις “είδηση”. Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς ήταν ένας βλάκας χθες, όπως ήταν και προχθές, όπως ήταν και την περασμένη εβδομάδα. Είδηση θα είναι όταν σταματήσει να είναι βλάκας. Το ότι ξύρισε το κεφάλι της ήταν η πιο ανάξια λόγου είδηση στην ιστορία της ανθρωπότητας». Κριτική μετά μουσικής
Μέχρι το 2008 κάλυπτε για το «Rolling Stone» την προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη προέδρου σςτις ΗΠΑ και στη συνέχεια έστρεψε το ενδιαφέρον του στην οικονομική κρίση. «Το γεγονός ότι τα καλύτερα ρεπορτάζ για την οικονομική κρίση γράφονται από έναν δημοσιογράφο που εργάζεται για ένα μουσικό περιοδικό δείχνει την παρακμή των παραδοσιακών ΜΜΕ» αναφέρει ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Πρέκτερ στην ιστοσελίδα Τhe Μarket Οracle, ενώ ο Φρανκ Ριτς τον έχει αποκαλέσει έναν από τους πιο πολλά υποσχόμενους νέους δημοσιογράφους.

«Οταν πριν από σχεδόν έναν χρόνο έγραφα τη “Μεγάλη αμερικανική φουσκο-μηχανή” στο οποίο απεκάλυπτα ότι η GS στοιχημάτιζε εναντίον των συμφερόντων των πελατών της στο τέλος της “φούσκας” των ακινήτων, οι επαΐοντες της Wall Street έλεγαν ότι δεν επρόκειτο ποτέ να διωχθεί η φίρμα. Η πραγματικότητα τους διέψευσε» αναφέρει ο Ταΐμπι στο τελευταίο του άρθρο στο «Rolling Stone», με τίτλο «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εναντίον της Goldman Sachs».

ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΣΤΟ «ROLLING STONE»

Γεννήθηκε το 1970 και μεγάλωσε στα περίχωρα της Βοστώνης.O πατέρας του είναι τηλεοπτικός ρεπόρτερ στο δίκτυο ΝΒC. Το 1992 εγκαταστάθηκε στο Ουζμπεκιστάν,από όπου εκδιώχθηκε εξαιτίας των ρεπορτάζ του εναντίον του προέδρου της χώρας Ισλόμ Καρίμοφ.Το 1997 άρχισε να εκδίδει στη Μόσχα μαζί με τον συνάδελφό του Μαρκ Εϊμς το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Τhe Εxile» που τάραξε τα νερά με τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του για τη διαφθορά των κρατικών λειτουργών και των δισεκατομμυριούχων της ολιγαρχίας του χρήματος.Αποτέλεσμα των ρεπορτάζ αυτών ήταν να ανασταλεί η έκδοση του περιοδικού και να απελαθούν από τη χώρα οι δύο εκδότες.Οταν επέστρεψε στην Αμερική απασχολήθηκε ως ελεύθερος συνεργάτης σε διάφορα έντυπα, ενώ τα τελευταία χρόνια εργάζεται για το «Rolling Stone».