Πολύς λόγος γίνεται για τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία φέρονται να έχουν περιέλθει διάφορες χώρες της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), κυρίως του Νότου, με αποκορύφωμα την περίπτωση της Ελλάδας. Τι μπορεί όμως να γίνει από εδώ και πέρα;
Ως γνωστόν, η κυρίαρχη πρακτική στην ΕΕ όλα αυτά τα χρόνια αναφορικά με την επονομαζόμενη «οικονομική ολοκλήρωση» στηρίχτηκε, κατά κύριο λόγο, στα εξής: (α) στην εξάλειψη των περιορισμών που σχετίζονται με την ελεύθερη διακίνηση, (β) στην ομογενοποίηση των νομισματικών, δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών των κρατώνμελών, (γ) στην πλήρη απελευθέρωση των αγορών και (δ) στην υποστήριξη των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς, με βάση τη θεωρητική πεποίθηση ότι έτσι δημιουργούνται τα κοινωνικώς βέλτιστα αποτελέσματα.
Ωστόσο κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η προσέγγιση αυτή μοιάζει να αγνοεί τα ειδοποιά χαρακτηριστικά τού κάθε κράτους-μέλους, που έχει τις δικές του παραγωγικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές, τα δικά του «ανταγωνιστικά» πλεονεκτήματα κ.ο.κ. Αυτό έχει ως συνέπεια η γενικώς συνεκτική και με συγκλίνοντες ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών «ευρωπαϊκή οικογένεια» να έχει να αντιμετωπίσει ορισμένες ιδιαιτερότητες μεταξύ των κρατών-μελών που προκαλούν τόσο ανισορροπίες σε ορισμένες εξ αυτών (π.χ. ασύμμετρα σοκ με αιχμή το κοινό νόμισμα) όσο και στους κοινωνικούς φορείς στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, στον εργασιακό τομέα αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής τις τελευταίες δεκαετίες είναι η αύξηση της ανεργίας παράλληλα με τη σχετική στασιμότητα των πραγματικών μισθών. Με απλά λόγια, στο εσωτερικό της ΕΕ η εργασία χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, ανισορροπία και στασιμότητα που οδηγεί συχνά στην κοινωνική πόλωση στο εσωτερικό των κρατών-μελών αλλά και μεταξύ αυτών. Είναι συνεπώς φανερό ότι θα πρέπει να ενεργοποιηθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί μέσω της ανάπτυξης και εφαρμογής πολιτικών σε επίπεδο ΕΕ, επικεντρωμένων στην αντιμετώπιση π.χ. των όποιων αρνητικών συνεπειών από την απελευθέρωση των κινήσεων εμπορευμάτων και κεφαλαίου, την ομογενοποίηση των επί μέρους πολιτικών, την απελευθέρωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου και τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να στηρίζονται στην υπό προϋποθέσεις παροχή των απαιτούμενων υποστηρικτικών μέτρων, τόσο στις κρίσιμες οικονομίες των κρατώνμελών όσο και στους κρίσιμους κλάδους, αλλά και στις κρίσιμες κοινωνικές ομάδες. Καταληκτικά, ένα ιδιαιτέρως σημαντικό ερώτημα που φαίνεται να αναδύεται στην τρέχουσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία και συνδέεται με την αστάθεια που αντιμετωπίζει το διεθνές σύστημα είναι αν και κατά πόσο η πολυπόθητη ευρωπαϊκή ενοποίηση θα επέλθει μέσω της συστηματικής υποβάθμισης του οικείου «κράτουςέθνους» ή αν θα επέλθει μέσω μιας («χαλαρής» ή μη) «συνένωσης» κρατών-μελών που, διατηρώντας την εθνική κυριαρχία τους, θα αναζητούν τρόπους δημιουργικής συνεργασίας, συνύπαρξης και αλληλοϋποστήριξης.
Ο κ. Παναγιώτης Γ. Μιχαηλίδης είναι εκλεγμένος επίκουρος καθηγητής της Οικονομικής Ανάλυσης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ).