O Τζον Μπάνβιλ βρέθηκε χθες, 40 χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψή του, στην Αθήνα για μια διάλεξη στο Μegaron Ρlus. Με την ευκαιρία αυτή συναντήσαμε τον βραβευμένο με Βooker ιρλανδό μυθιστοριογράφο, που θεωρείται απαράμιλλος στυλίστας των καιρών μας, αλλά και τον «σκοτεινό εαυτό του», ο οποίος με το όνομα Μπέντζαμιν Μπλακ έχει εκδώσει τρία αστυνομικά μυθιστορήματα.
– Γιατί αποφασίσατε, μετά το Βοοker, να εκδώσετε αστυνομικά μυθιστορήματα με ψευδώνυμο;
«Ηθελα οι αναγνώστες μου να γνωρίζουν ότι επρόκειτο για κάτι διαφορετικό από ό,τι είχα γράψει ως τότε, ότι δεν ήταν κάποιο περίτεχνο μεταμοντέρνο αστείο. Αλλά δεν κρύφτηκα πίσω από το ψευδώνυμο, αποκάλυψα από την αρχή ποιος ήμουν. Τώρα που το σκέφτομαι όμως θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον αν η ταυτότητά μου είχε παραμείνει μυστική».
– Ποιος κερδίζει περισσότερα χρήματα, εσείς ή ο Μπέντζαμιν Μπλακ;
«Εγώ, λόγω του Βραβείου Βooker, αλλά ελπίζω ότι αυτό θα αλλάξει. Γιατί με την ποιοτική λογοτεχνία δεν βγάζει κανείς χρήματα».
– Εσείς όμως είστε ποιοτικός πεζογράφος, ένας στυλίστας…
«Ολοι αυτό μού λένε, ακούγεται σαν να είμαι ένα κεφάλι χωρίς σώμα. Δεν είμαι μόνο αυτό».
– Θεωρείτε όμως το ύφος καθοριστικότερο παράγοντα για την αφήγηση από την πλοκή;
«Ασφαλώς, η γλώσσα και το ύφος είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία. Η πλοκή και το περιεχόμενο είναι μέρη της φόρμας».
– Στους «Απειρους κόσμους» φαίνεται ότι προτιμάτε τη θνητότητα από την αθανασία. Γιατί;
«Είναι σημαντικός ο θάνατος γιατί δίνει σημασία στη ζωή. Η επίγνωση ότι όσα ζούμε θα χαθούν τα κάνει εξαιρετικά πολύτιμα. Είναι μια δημιουργική δύναμη για τη ζωή ο θάνατος, μια θετική δύναμη. Οπως είναι και ο έρωτας».
– Ο επιστήμονας ήρωάς σας, ο Αδάμ Γκόντλι,ενώ είναι ετοιμοθάνατος,αναρωτιέται τι είναι πιο σημαντικό:η ζωή στον κόσμο του πνεύματος ή στον κόσμο των ανθρώπων; Τι απαντάτε;
«Επανέρχεται το ερώτημα αυτό σε όλα μου τα βιβλία, και ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση. Θυμάμαι ένα λαμπερό καλοκαίρι που ήμουν στο γραφείο μου και δούλευα με κλειστές τις κουρτίνες. Κάποια στιγμή, τις μισάνοιξα και κρυφοκοίταξα: η γυναίκα μου και τα παιδιά μου διασκέδαζαν κάνοντας πικνίκ στον κήπο. Τράβηξα τις κουρτίνες και γύρισα στη δουλειά μου. Σκέφτηκα τότε ότι αυτή ήταν αξιολύπητη αντίδραση. Από την άλλη, αν πήγαινα να τους βρω, θα τους χαλούσα το κέφι, γιατί το μυαλό μου θα ήταν στο γράψιμο. Δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να γράφω, και, όταν με ρωτούν γιατί, απαντώ: “Για τον ίδιο λόγο που αναπνέω: για να παραμένω ζωντανός”».
– Πότε ανακαλύψατε αυτήν την ανάγκη;
«Στα δώδεκά μου, όταν διάβασα τους “Δουβλινέζους” του Τζέιμς Τζόις και διαπίστωσα έκπληκτος ότι τα βιβλία μπορούσαν να μιλούν για τη ζωή που ζούσα και όχι μόνο για καουμπόηδες και ντετέκτιβ. Αρχισα τότε να εξασκούμαι γράφοντας φρικτές απομιμήσεις του Τζόις. Ετσι ανακάλυψα τις δυνατότητες και την ομορφιά της γλώσσας. Και, ξέρετε, είμαι ρομαντικός, πιστεύω στην ομορφιά, είναι κινητήριος δύναμη στη ζωή. Ο καθένας την αναζητεί όπου μπορεί· άλλοι πάνε στο γήπεδο για να δουν ένα όμορφο παιχνίδι. Για τον καλλιτέχνη δουλειά και χαρά είναι να δημιουργεί την ομορφιά».
«Η ιρλανδική γλώσσα είναι πολύ υπαινικτική»
– Πώς αισθάνεστε; Ιρλανδός συγγραφέας ή συγγραφέας που ανήκει στην ευρεία σύγχρονη, αγγλόφωνη λογοτεχνία;
«Και τα δύο. Είμαι ιρλανδός, όταν διαβάζετε τα βιβλία μου μπορείτε να “ακούσετε” την προφορά μου. Γράφω στα Ηiberno-Εnglish, τα αγγλικά της Ιρλανδίας, που είναι η αποθέωση της αμφισημίας. Τα ιρλανδικά, που έσβησαν στα μέσα του 19ου αιώνα, είναι μια γλώσσα πολύ υπαινικτική, σχεδόν ποιητική, δεν δίνει τη δυνατότητα να πεις τα πράγματα ευθέως. Σε αυτήν επιβλήθηκε η αγγλική, αλλά αυτή η ευαισθησία της γλώσσας δεν χάθηκε εντελώς, έχει παραμείνει και την καλλιεργώ όσο μπορώ. Και εφόσον μεγάλωσα σε αυτήν την κουλτούρα και γράφω σε αυτήν τη γλώσσα, είμαι ιρλανδός συγγραφέας».