ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ δεν διαφεύγει το γεγονός ότι η σχέση μας με την Τουρκία αποτελεί κεντρικό θέμα της εξωτερικής και αμυντικής μας πολιτικής.Οσο σκληρή όμως και αν απεδείχθη η ιστορική μοίρα των δύο λαών, ελληνικού και τουρκικού, οι οποίοι βρέθηκαν «καταδικασμένοι» να γειτονεύουν,είναι υπερβολικό
σήμερα να ισχυρίζεται κανείς ότι η ιστορία τους όπως και οι μεταξύ τους σχέσεις προδιαγράφουν τη σημερινή ή αυριανή πολιτική συμπεριφορά τους. Μια τέτοια προσκόλληση, όπως τόσο σοφά επεσήμαινε ο βαθύς γνώστης των ελληνοτουρκικών σχέσεων Βύρων Θεοδωρόπουλος, θα ήταν παραπλανητική και βλαπτική.Στο κλίμα της επισκέψεως του τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα μας και της έναρξης του
43ου γύρου συνομιλιών Αθήνας- Αγκυρας, με την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για βιαστικές κινήσεις τώρα που η οικονομία της χώρας προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στον χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων, ας γυρίσουμε πίσω να δούμε πώς βίωσαν οι Ελληνες και οι Τούρκοι την υπέρβαση που τόλμησε ο μεγαλύτερος ίσως πολιτικός της χώρας μας Ελευθέριος Βενιζέλος επισκεπτόμενος την Αγκυρα το 1930.
Με τη φράση «χος γκέλντινιζ» (καλώς ορίσατε) να επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές γραφές και προσφωνήσεις για τον έλληνα πρωθυπουργό και τη συνοδεία του, σε ατμόσφαιρα εξαιρετικής λαμπρότητας και εγκαρδιότητας, το πολεμικό καταδρομικό «Ελλη» που είχε ξεκινήσει από το Πέραμα στις 25 Οκτωβρίου 1930 για την Κωνσταντινούπολη γινόταν δεκτό με απόδοση τιμών στην ακτή του Χαϊδάρ Πασά, ένα προάστιο της Βασιλεύουσας επί της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου, νοτίως του Σκούταρι. Ηταν ένα όμορφο, ζεστό σχετικά, απόγευμα. Οι τρεις ανώτεροι διπλωματικοί υπάλληλοι που συνόδευαν τον πρωθυπουργό και τον έλληνα ΥΠΕΞ Α. Μιχαλακόπουλο με κόπο συμμερίζονταν την αισιοδοξία της πολιτικής ηγεσίας της χώρας τους. Ο Βενιζέλος, αντίθετα, ατένιζε με αισιοδοξία την ακτή.
Για την επιτυχία εκείνης της επίσκεψης, η οποία κατέληξε στη συνομολόγηση μιας σειράς διμερών συμφωνιών, δηλωτική της ελεύθερης και ανεξάρτητης βουλήσεως των δύο λαών να χαράξουν από κοινού την οδό της φιλίας και της συνεργασίας, ο ίδιος ο Βενιζέλος, ευρισκόμενος πλέον στην αντιπολίτευση, τρία χρόνια αργότερα, το 1933, θα ομολογούσε, παρουσία του έλληνα πρεσβευτή στην Αγκυρα Σπ. Πολυχρονιάδη, στον τούρκο ομόλογό του σε δεξίωση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα: «Αι συμφωνίαι αύται είναι το μεγαλύτερον πολιτικόν έργον το οποίον θα αφήσω μετά τον θάνατόν μου». Μάλιστα, γράφοντας στη σύζυγό του Ελενα Βενιζέλου, την επομένη κιόλας των εκλογών, έχοντας ήδη ενώπιόν του το πρόγραμμα της εξωτερικής πολιτικής, με κυρίαρχη την ελληνοτουρκική προσέγγιση, εκμυστηρευόταν: «Τώρα,ο Θεός βοηθός! Αν η υγεία μου δεν με προδώσει, πιστεύω πραγματικώς ότι εις μίαν τετραετίαν η Ελλάς ημπορεί να γίνη αγνώριστη» (30 Ιουλίου 1928).
Στην πολιτική του εκείνη όμως ο Βενιζέλος δεν ήταν απερίσπαστος, καθώς και πάλι δεν έλειπαν οι διαφωνίες στο εσωτερικό της χώρας. Οπως έγραφε ο Πολυχρονιάδης- καθ΄ υπόδειξιν Βενιζέλου είχε διαδεχθεί τον πρεσβευτή Ι. Παπά στην Αγκυρα-, τα επίμαχα θέματα ήσαν ιδιαιτέρως «πολυσχιδή,πολύπλοκα και περιπεπλεγμένα», ενώ την ίδια στιγμή αποτελούσαν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως «διά τους πατριδοπατέρας». Κατά συνέπεια η εκ του εσωτερικού μετώπου αντίδραση έπρεπε να υπολογίζεται ιδιαιτέρως, άσχετα αν ο Τσαλδάρης, που διαδέχθηκε τον τελευταίο όταν ηττήθηκε στις εκλογές του 1933, ακολούθησε, καίτοι αρχικά αντιπολιτευόμενος, την ίδια ακριβώς πολιτική.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, Πρεσβευτής Σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών. Η τολμηρή πολιτική πέρασε μέσω… Ρώμης
ΚΑΝΕΝΑΣ δεν μπορεί να παραγνωρίσει την πολιτική ιδιοφυΐα του ανδρός που όχι μόνο συνέλαβε την ιδέα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, αλλά και τόλμησε να την επιβάλει. Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια μετά τη Λωζάννη ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κυρίως σε ό,τι αφορούσε τις διατάξεις περί υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών και τα πρόσθετα οικονομικά βάρη που γεννούσε για την κλονισμένη- και τότε- οικονομία της χώρα μας και, βεβαίως, το καθεστώς των εκατέρωθεν μειονοτήτων. Ο Βενιζέλος όμως, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία το 1928, είχε πολύ ξεκάθαρη εικόνα της εξωτερικής πολιτικής την οποία θα ακολουθούσε. Κάνοντας έναν πλατύ ελιγμό, ξεκίνησε πρώτα από τη Ρώμη που μόλις είχε συνάψει σύμφωνο φιλίας με την Τουρκία. Η ελληνοϊταλική προσέγγιση οδήγησε σε αφύπνιση του Βελιγραδίου που είχε «παγώσει» τη συμφωνία Πολίτη- Καλφώφ και έτσι, από τον φόβο στενότερης προσέγγισης Αθήνας- Ρώμης, άνοιξαν οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στο ελληνογιουγκοσλαβικό σύμφωνο φιλίας του 1929.
Εν τω μεταξύ η αναθέρμανση των σχέσεων με το Παρίσι και το Λονδίνο που ο Βενιζέλος είχε επιμελώς φροντίσει, ώστε να διαλύσει κάθε παρεξήγηση που μπορούσε να δημιουργήσει το ελληνοϊταλικό σύμφωνο, του άφηνε τελείως ανοιχτό τον δρόμο προς τον τελικό στόχο του: την Αγκυρα. Τη δεδομένη στιγμή ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Ελλάς, έχοντας εγκαταλείψει, ως ώφειλε, τις σκέψεις περί πολιτικής επεκτάσεως και αλυτρωτισμού, είχε συμφέρον να κλείσει το κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών διαφορών ύστερα από έναν αιώνα συγκρούσεων. Με το πνεύμα αυτό έγραψε μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία επιστολή στον ομόλογό του, τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ο οποίος αποκρίθηκε ανάλογα. Μάλιστα, η απάντηση ήταν τόσο άμεση που διεβιβάσθη διά του τούρκου πρεσβευτή στη Ρώμη ενόσω βρισκόταν εκεί ο Βενιζέλος. Ο Ινονού τον καλούσε στην Αγκυρα για απευθείας συνομιλίες. Ο Βενιζέλος όμως, για πολιτικούς λόγους, αλλά και εξαιτίας της φλεβίτιδας που τον ταλαιπωρούσε, αντιπρότεινε την Κωνσταντινούπολη ή άλλη παράλια πόλη της Τουρκίας προκειμένου να μην ταλαιπωρηθεί ως την Αγκυρα. Σημειωτέον ότι ήταν ήδη 65 ετών, αλλά με ιδιότυπη φιλαρέσκεια συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον εαυτόν του «γέροντα».
Χαρακτηριστικό του κλίματος δυσπιστίας που αντιμετώπιζε στο εσωτερικό της χώρας ο Βενιζέλος στη χάραξη της συγκεκριμένης πολιτικής του έναντι της Τουρκίας είναι το γεγονός ότι, όπως έγραφε ο Πολυχρονιάδης, «ακόμα και ανώτατοι υπάλληλοι του Υπουργείου των Εξωτερικών εθεώρουν κάθε προς την Τουρκίαν προσέγγισιν όχι μόνον ως απολύτως δυσχερή, αλλά ως σχεδόν απραγματοποίητον και ως εκ τούτου αντετίθεντο εις κάθε διαπραγμάτευσιν ως δυναμένην να εγκλείη μόνον ασκόπους εκ μέρους μας θυσίας». Ο ρεαλισμός και οι Κασσάνδρες
Τελικά οι «πατριδοπατέρες», ανάμεσά τους πρώτοι και καλύτεροι οι βασιλόφρονες, οι οποίοι έφτασαν να κατακρίνουν την πολιτική του Βενιζέλου χαρακτηρίζοντάς την «υποταγήν», διεψεύσθησαν. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Βενιζέλος έτυχε θερμοτάτης υποδοχής. Μιλώντας μπροστά σε πλήθος 60.000 συγκεντρωμένων στην πλατεία Συντάγματος εξήρε την ειρηνόφιλη πολιτική του. Οπως τηλεγραφούσε άλλωστε ο ίδιος προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, «(αι) συμφωνίαι αύται, και ιδίως το πνεύμα το οποίον μας ενέπνευσε και με το οποίον υπεγράφησαν, εγγυώνται ότι ανοίγεται νέα σελίς ιστορίας δι΄ Εγγύς Ανατολήν και ότι κατ΄ αυτήν λαοί αυτής θα εύρουν οριστικήν γαλήνην ήτις θα τους επιτρέψη ασφαλίσωσιν οικονομικώς ευημερίαν». Οι συμφωνίες εκείνες εισήχθησαν προς κύρωση στη Βουλή στις 20 Νοεμβρίου 1930, εκυρώθησαν όμως έναν μήνα αργότερα.
Παρά τις αρχικές αντιδράσεις και τις επιφυλάξεις, η ελληνοτουρκική συνεννόηση αποδείχθηκε πράξη απόλυτα σύμφωνη προς τις υπαγορεύσεις του πολιτικού ρεαλισμού. Κυρίως όμως, η αναστολή του ανταγωνισμού των ναυτικών εξοπλισμών – για την οποία υπήρξε οξύτατη αντίδραση των στρατιωτικών στην Ελλάδα, υποχρεώνοντας τον Βενιζέλο να απευθυνθεί εξηγώντας την πολιτική του ενώπιον περίπου χιλίων αξιωματικών της Φρουράς των Αθηνών στη Σχολή Ευελπίδων- απάλλαξε τον κρατικό προϋπολογισμό από ένα δυσβάστακτο βάρος και παράλληλα επέτρεψε την ενίσχυση των δυνάμεων του στρατού ξηράς, στην ευαίσθητη βορειοελλαδική μεθόριο.