Αυξήσεις ως και 58% την τελευταία δεκαετία, αμέσως μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ, δόθηκαν από τις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ και της ΝΔ στους περίπου 700.000 υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ και των ΟΤΑ. Εκεί όμως όπου πραγματικά κανείς δεν μπορεί να δώσει μια λογική εξήγηση είναι η θέσπιση και η καταβολή- κατά περίπτωση- 30 και πλέον επιδομάτων, τα οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (διά της δικαστικής οδού ή διά της πίεσης στους πολιτικούς και στα κόμματα) δίδονται στο σύνολο σχεδόν των δημοσίων υπαλλήλων. Το αποτέλεσμα είναι το Δημόσιο να μη γνωρίζει τις πραγματικές αμοιβές των υπαλλήλων και να μην μπορεί να προχωρήσει στο ενιαίο μισθολόγιο για να μπει μια τάξη στα δημόσια οικονομικά.
Η πρώτη προσπάθεια για ενιαίο μισθολόγιο έγινε το 2003, ωστόσο και τότε αυτό που κυριάρχησε ήταν ο μεγάλος αριθμός επιδομάτων και αποζημιώσεων για όλες σχεδόν τις κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. Εκτοτε η εισοδηματική πολιτική βασίστηκε ουσιαστικά σε ετήσιες αυξήσεις των βασικών μισθών και ενίοτε σε αναπροσαρμογές των επιδομάτων που χορηγούνται σε περίπου 700.000 δημοσίους υπαλλήλους. Φρένο στις αυξήσεις των δημοσίων υπαλλήλων μπήκε πέρυσι με το «πάγωμα» των μισθών και τη χορήγηση έκτακτης οικονομικής παροχής που διαμορφώθηκε σε 500 ευρώ για μεικτό μισθό ως 1.500 ευρώ και σε 300 ευρώ για μεικτό μισθό από 1.500 ευρώ ως 1.700 ευρώ. Οσοι πέρυσι είχαν μεικτό μισθό, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων πάνω από 1.700 ευρώ, δεν πήραν ούτε ένα ευρώ αύξηση. Το 2010 τα πράγματα εξελίχθηκαν ακόμη πιο σκληρά για τους δημοσίους υπαλλήλους, αφού όχι μόνο «πά γωσε» ο βασικός μισθός αλλά μπήκε και «ψαλίδι» 20% στα επιδόματα που λαμβάνουν. Παράλληλα, ο 13ος και ο 14ος μισθός καταργήθηκαν για όσους έχουν μισθό άνω των 3.000 ευρώ μηνιαίως και αντικαταστάθηκε με ειδικά επιδόματα συνολικού ετήσιου ύψους 1.000 ευρώ για όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα των 3.000 ευρώ. Εκτός της μείωσης του 20% βρέθηκαν το κίνητρο απόδοσης που λαμβάνουν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, τα επιδόματα μεταπτυχιακών σπουδών, η οικογενειακή παροχή και τα επιδόματα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας για όσους τα δικαιούνται.
Για συγκριτικούς λόγους πρέπει να σημειωθεί ότι στην Πορτογαλία, τη φτωχότερη χώρα της ευρωζώνης, η κατώτερη αμοιβή για τον νεοεισερχόμενο δημόσιο υπάλληλο είναι 475 ευρώ και το πρώτο κλιμάκιο στο οποίο εισέρχεται ύστερα από λίγους μήνες ανέρχεται σε 532 ευρώ.
Στη Γερμανία ο ομοσπονδιακός υπάλληλος αμείβεται με 1.668 ευρώ μηνιαίο μισθό, αλλά υπάρχει ο θεσμός του μαθητευόμενου (κάτι σαν τα σταζ) όπου η αμοιβή είναι 794 ευρώ.
Το μεγάλο στοίχημα που καλείται τώρα να κερδίσει το υπουργείο Οικονομικών είναι η καθιέρωση ενός ενιαίου μισθολογίου κατά το οποίο θα ενταχθούν στον βασικό μισθό τα επιδόματα που εισπράττουν σήμερα οι δημόσιοι υπάλληλοι ώστε να είναι δικαιότερη η κατανομή των μισθών. Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο διότι όλα αυτά τα χρόνια διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων είχαν άλλες μεγαλύτερα και άλλες μικρότερα προνόμια.
Αντιθέτως, στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ονομαστικές αποδοχές και κυρίως οι κατώτατες συγκρατήθηκαν όλο αυτό το διάστημα σε λογικά επίπεδα.