Ο Σταμάτης Φασουλής είναι ο σκηνοθέτης που κρύβεται συνήθως πίσω από τις μεγάλες επιτυχίες: Πρώτα ήταν «Το κλουβί με τις τρελές», ύστερα η επανάληψη της κωμωδίας «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» και η παράσταση της χρονιάς, το τετράωρο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή στο Εθνικό, που θριάμβευσε και στο box office. Και ενώ το θέαμα «Μαρινέλλα, το μιούζικαλ» συνεχίζει να γεμίζει κάθε βράδυ το Παλλάς, ο ίδιος οργανώνει τα προσεχή του θεατρικά σχέδια, ενώ αποφεύγει να στρέφει το βλέμμα πίσω…
– Κύριε Φασουλή,το «Τρίτο στεφάνι» ήταν η παράσταση της χρονιάς.Τελικά θα συνεχισθεί;
«Κοιτάμε να επαναληφθεί, αν και υπάρχουν δυσκολίες. Είναι μια παράσταση που αγαπάω πολύ, και σπάνια αγαπάω τις παραστάσεις μου. Ισως επειδή έκανα και τη διασκευή, μαζί με τον Θανάση Νιάρχο, που διήρκεσε επτά μήνες, με τέσσερις-πέντε ώρες δουλειά καθημερινώς για ένα έργο που ήξερα σχεδόν απ΄ έξω και ήξερα τι δεν μπορώ να αφήσω απ΄ έξω».
– Προσωπικά πιστεύατε στην επιτυχία του;
«Ναι, αλλά όχι σε αυτόν τον βαθμό. Πί στευα πολύ το έργο, το τσαγανό του, τον μύθο του… Οτι αν δεν το προδώσουμε και απλώς το υπηρετήσουμε θα γίνει επιτυχία».
– Εκ των υστέρων,πού θα λέγατε ότι οφείλεται;
«Δεν κοιτάω ποτέ προς τα πίσω. Ούτε ξέρω….».
– Σαν σκέψη για το μέλλον… «Οχι, γιατί εγώ το μέλλον το σκέφτομαι σαν κάτι πολύ καινούργιο. Αν υπάρχει το παρελθόν υπάρχει στο DΝΑ μου, στον τρόπο που μιλάω, δεν το επικαλούμαι νοηματικά. Υστερα μεγαλώνοντας δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα μου…».
– Ούτε ως σκηνοθέτης; «Η εξυπνάδα πάντως δεν είναι ίδιον του ποιητή. Δεν ξέρω κανέναν ποιητή να ΄ναι έξυπνος. Και ο καλλιτέχνης πρέπει, βασικά, να είναι ποιητής. Παραεκτίμησα την εξυπνάδα μου και δεν μου βγήκε σε καλό».
– Θέατρο μπορεί να γίνει με λίγα λεφτά; «Ανάλογα το θέατρο». – Το Εθνικό; «Οχι. Ενα Εθνικό Θέατρο με λίγα λεφτά δεν μπορεί να κάνει δουλειά. Με λίγα λεφτά δεν είναι Εθνικό, είναι φτωχό…». – Σε μια φτωχή χώρα… «Ζούμε σε μια φτωχή χώρα με πολύ πλούσιους ανθρώπους. Και επίσης ζούμε σε μια φτωχή χώρα με ένα πάμπλουτο θέατρο. Εχουμε υψηλού επιπέδου θέατρο. Παράλληλα έχουμε την πληθώρα ομάδων, κάτι που εγώ θεωρώ σωτηρία…».
– Το σύγχρονο ελληνικό έργο όμως δεν ανθεί;
«Μετά την άνθηση της γενιάς του 1960-1970 μετά τον Καμπανέλλη, δηλαδή, μετά τους Κεχαΐδη – Χαβιαρά, Διαλεγμένο, Σκούρτη, Λούλα Αναγνωστάκη δεν βγήκαν θεατρικοί συγγραφείς τέτοιου είδους διαμετρήματος. Αλλά δεν ξέρω αν τότε είχαμε την αίσθηση ότι το διαμέτρημά τους ήταν τόσο μεγάλο…».
– Και μετά; «Προσωπικά κάθε χρόνο ανεβάζω ελληνικό έργο… Για μένα το ελληνικό έργο είναι το ελληνικό θέατρο. Και δεν νομίζω ότι λείπει ούτε από τον θεατή. Εχουμε τον Κατσικονούρη, τον Δήμου και πόσους ακόμη».
– Θεωρήστε μετρ του είδους.Χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση;…
«Δεν ξέρω. Για μένα το πιο ουσιαστικό παράδειγμα, το πιο ζωντανό και το πιο ελπιδοφόρο είναι οΚουν. Ο Κουν είναι ο άνθρωπος που έφτιαξε το ελληνικό έργο και συγχρόνως γνώρισε το παγκόσμιο σύγχρονο ρεπερτόριο στο κοινό… Ο Κουν έκανε το ακατόρθωτο: Γνώρισε τους Ελληνες στους Ελληνες και τους πιο πρωτοποριακούς και μοντέρνους ξένους συγγραφείς στους Ελληνες».
– Πώς επιλέγετε τα έργα,τον θίασο; «Μ΄ αρέσει ένα έργο και το κλείνω… Οσο για τον θίασο, αναλόγως. Δεν χρησιμοποιώ ποτέ τον ίδιο τρόπο, γιατί βαριέμαι. Εφέτος είχα σκεφθεί για μένα το έργο της Γιασμίν Ρεζά “Τhe God of Carnage”. Μετά είπα ότι ταιριάζει περισσότερο στην Κάτια Δανδουλάκη, με την οποία συζητούσαμε συνεργασία. Της το είπα, το είδε στο Λονδίνο και έτσι του χρόνου στο θέατρό της θα το σκηνοθετήσω. Ξέρεις, προτιμώ να ακούω τον βαθύτερο εαυτό μου, ο οποίος είναι άλαλος, όπως όλων μας. Και αφήνω στην μπάντα το μετιέ και την εξυπνάδα…».
– Αυτό το λέει κάποιος αφού τα έχει κα τακτήσει όλα αυτά… «Σκοτώθηκα για να τα αποκτήσω… Το θέμα δεν είναι να μην τα αποκτήσεις, αλλά να τα ξεχάσεις. Στην αρχή νιώθεις ανασφαλής, αλλά μετά έρχεται και η ηρεμία. Δεν φοβάσαι και την αποτυχία».
– Μα την αποτυχία δεν τη φοβάται πάντοτε ο καλλιτέχνης…
«Προσωπικά την τρέμω»… – Και ας μην έχετε μεγάλες αποτυχίες στο ενεργητικό σας;
«Ισως γι΄ αυτό να την τρέμω περισσότερο. Την έχω όμως γνωρίσει. Ξέρεις πώς είναι να παίζεις με τέσσερα άτομα κοινό από κάτω; Συνειδητοποιείς ότι αυτό που κάνεις δεν αφορά κανέναν». – Το κοινό δεν κάνει λάθη; «Ποτέ δεν το έχω αισθανθεί αυτό. Ποτέ».
– Στο θέατρο σας ενδιαφέρει η σχέση δασκάλου- μαθητή;
«Ναι, εγώ νομίζω ότι αυτό προσπαθώ να κάνω. Συνειδητά, αναζητώντας τη χαρά της επικοινωνίας. Για να έχω συνένοχο».
– Οχι από ματαιοδοξία; «Οχι, όχι. Δεν θέλω να με θυμάται κανείς μετά…».
– Δεν κάνουμε τέχνη για να αφήσει κάτι πίσω μας…
«Για να αφήσει κάτι μπροστά μας…».
«ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ»
«Είδα το “Red” του Τζον Λόγκαν στο Λονδίνο (σ.σ.: έκανε πρεμιέρα στο Donmar Warehouse,το 2009),όταν έπαιζα το “Κλουβί”: Εργο ήρεμο,σε μικρό χώρο, χαμηλού προφίλ και είπα να το κάνω.Τώρα παίζεται με τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ και γεμίζει ένα θέατρο χιλίων θεατών με τους ίδιους ηθοποιούς,τον Αλφρεντ Μολίνα και τον Εντι Ρεντμέιν.
Βασισμένο στη ζωή του Μαρκ Ρόθκο,φέρνει επί σκηνής τον ίδιο τον ζωγράφο και έναν νεαρό βοηθό του,ο οποίος θέλει να γίνει κι αυτός ζωγράφοςθα τον ερμηνεύσει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.Μέσα από τη σχέση τους βγαίνουν πολλά για τη ζωή και την τέχνη,τη δημιουργία,τα αισθήματα,τι σημαίνει πουλάω και πόσο.
Το κόκκινο,βασικό χρώμα του Ρόθκο,έγινε σήμα κατατεθέν της τέχνης του,μετά την καταλυτική επίδραση που είχε πάνω του το “Κόκκινο Δωμάτιο” του Ματίς.
“Πρόσεξε,κάποια στιγμή το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο” λέει ο Ρόθκο στον νεαρό ζωγράφο.Η σύγκρουση ανάμεσά τους έρχεται όταν γίνει κατανοητό ότι ο ένας έχει παρελθόν και ο άλλος μέλλον.
Με αστρονομική αμοιβή ως αντάλλαγμα,ο Ρόθκο παίρνει παραγγελία να ζωγραφίσει τις “Τέσσερις Εποχές” για το εστιατόριο “Four Seasons”.
Ονειρεύεται να κάνει ένα τέμενος της τέχνης όπου οι άνθρωποι θα τρώνε και θα αναγεννώνται…Μια μέρα πηγαίνει εκεί και βλέπει τον τρόμο στα μάτια των θαμώνων καθώς κοιτούν τα έργα του.Και τότε επιστρέφει τα λεφτά και παίρνει πίσω τα έργα του…Δέκα χρόνια μετά αυτοκτονεί.Δεν είναι εύκολη περίπτωση ο Ρόθκο,καθόλου εύκολη.Είναι η απελπισμένη εκδοχή του μοντέρνου».
Στο θέατρο Δημήτρης Χορν τη σεζόν 2010-2011 θα παιχθούν σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο τα έργα «Στο Κόκκινο», «Το μπουφάν της Χάρλεΐ» με την Αννα Παναγιωτοπούλου (Δευτέρα – Τρίτη) και «Τι είδε ο υπηρέτης» του Τζο Ορτον σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.