Η ματιά του Jan Fabre

Ο Γιαν Φαμπρ, ο διάσημος Φλαμανδός, ο καλλιτέχνης της πρόκλησης, παρουσιάζει αυτή την εποχή στο Παρίσι την καινούργια δουλειά του. Τον συναντήσαμε εκεί και επιχειρήσαμε να εκμαιεύσουμε τα μυστικά και τις απόψεις ενός σκοτεινά γοητευτικού τύπου.

Ο Γιαν Φαμπρ, ο διάσημος Φλαμανδός, ο καλλιτέχνης της πρόκλησης, παρουσιάζει αυτή την εποχή στο Παρίσι την καινούργια δουλειά του. Τον συναντήσαμε εκεί και επιχειρήσαμε να εκμαιεύσουμε τα μυστικά και τις απόψεις ενός σκοτεινά γοητευτικού τύπου.

Ενας Οδυσσέας της τέχνης, με μια πολυτάλαντη Μούσα εντός του. Με εσωτερικές σκοτεινές πηγές πλούτου, αν σκοτεινή πηγή ονομάσουμε καταχρηστικά κάθε υπαρξιακή αναζήτηση, από το σπέρμα μέχρι και το μετά θάνατον τίποτα. Η δουλειά του δεν αναμετριέται με τις τρέχουσες πρωτοποριακές εκδοχές της τέχνης, επειδή έχει ξεπεράσει τους φραγμούς του κοινωνικού και του καλλιτεχνικού κομφορμισμού και της μοντερνικότητας. Ο Γιαν Φαμπρ είναι ένας τολμηρός διανοούμενος ερευνητής, ένας πειραματιστής των δυνατοτήτων του σώματος.

Με τις εκκεντρικές εμπνεύσεις του ξεσηκώνει θύελλες ενθουσιασμού, αλλά και κάθετης απόρριψης? επειδή, εκτός από τα κοινώς αποδεκτά, στα έργα του υπάρχουν το ακατοίκητο από συναίσθημα σεξ, το αίμα, τα ούρα, ό,τι θα ονόμαζαν πολλοί, αλλά εκείνος αρνείται, «έμμεση οπτική βία». Ακόμη όμως και αν κάποιος αποστρέφεται την καυστική αυθάδειά του, δεν μπορεί παρά να μπει σε σκέψεις. Διότι τα αισθήματα που προκαλεί μετατρέπονται σε προβληματισμό απέναντι σε κοινωνικά ζητήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η βασίλισσα του Βελγίου τον κάλεσε να δημιουργήσει ένα μόνιμο έργο σε αίθουσα των Ανακτόρων. Oύτε ότι είναι ο μοναδικός εν ζωή καλλιτέχνης που του παραχωρήθηκαν κεντρικές αίθουσες του Λούβρου για να αντιπαραθέσει τα δικά του έργα.

Γλύπτης, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, χορογράφος, visual artist, ο Γιαν Φαμπρ, που γεννήθηκε το 1958 στην Αμβέρσα, είναι ένα κεφάλαιο της σύγχρονης τέχνης. Εχει συμμετάσχει στις μεγαλύτερες εκθέσεις του κόσμου, τα έργα του βρίσκονται σε σημαντικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές και διατηρεί και μια σχέση αγάπης με την Ελλάδα. Στην Αθήνα έχει ανεβάσει θεατρικές παραστάσεις, έχει πάρει μέρος στην «Outlook», αλλά επίσης έχει εκθέσει δουλειές του και στην Γκαλερί «Α-Δ».

Τον Γιαν Φαμπρ τον συνάντησα στο Παρίσι, στην Γκαλερί «Guy Pieters», όπου 18 γλυπτά του, 18 δικά του κεφάλια, μισά από μπρούντζο, μισά από κερί, φέροντας κέρατα, έκλεβαν την ψυχή με την ένταση και τη σκοτεινή γοητεία τους. Ο Γιαν Φαμπρ, ευγενικός, προσεκτικός,φορώντας πάντα παλτό – καμπαρντίνα ακόμη και τώρα που ο καιρός ανοίγει, κάθεται στο γραφείο και ξεκινάμε.

Γιαν Φαμπρ, πέρυσι είδα στην Αθήνα την παράστασή σας «Το όργιο της ανεκτικότητας». Στην αρχή ενοχλήθηκα πολύ, στη συνέχεια όμως εντυπωσιάστηκα. Hταν μια προκλητική κριτική της σύγχρονης ζωής. Θα ήθελα λοιπόν να μάθω ποιος είστε και πώς δουλεύει το μυαλό σας. «Ποιος είμαι; Σύνθετη ερώτηση… Ποιος είμαι… Λοιπόν… Είμαι κάποιος που πιστεύει στην ομορφιά. Είμαι κάποιος που πιστεύει στην τέχνη. Είμαι ταγμένος στην υπηρεσία της ομορφιάς. Αυτός είμαι. Oσο για το μυαλό μου… Για μένα το μυαλό είναι το πιο ερωτικό όργανο είναι συναρπαστικό αφού δεν είναι εδώ ούτε εκεί αλλά μπορεί να βρίσκεται παντού, να κάνει τα πάντα».

Ποια ερεθίσματα πυροδοτούν τις εμπνεύσεις σας; Eχουν να κάνουν με το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε;
«Οι γονείς μου με ενέπνευσαν πολύ. Η μαμά μου ήταν γαλλόγλωσση και καθολική, ο μπαμπάς φτωχός, κομμουνιστής. Είχαν ένα κοινό χιούμορ, ήταν παντρεμένοι για 50 χρόνια. Ο πατέρας μου με πήγαινε μικρό παιδί στον ζωολογικό κήπο για να σχεδιάσω ζώα και ανθρώπους, και έτσι μου γεννήθηκε το πάθος για την εικόνα και η αγάπη μου να ανακαλύπτω φυσιογνωμίες. Η μαμά μου, από την άλλη, μου μετέφραζε ποιήματα του Ρεμπό, του Βερλέν και επίσης τραγούδια του Ζιλμπέρ Μπεκό, της Eντίτ Πιαφ, και έτσι αγάπησα τον λόγο. Μου εξηγούσε επίσης τον Ρούμπενς, τη διαχείριση του φωτισμού του, το στήσιμο των έργων του. Μεγάλωσα λοιπόν σε ένα τυπικό αστικό οικογενειακό περιβάλλον, αλλά με ένα πολιτιστικό πάντρεμα εικόνας, γλωσσών και λογοτεχνικού λόγου, που με επηρέασε πολύ».

Τα έργα σας όμως δείχνουν άνθρωπο που έχει ζήσει και δύσκολα. Είχατε ίσως και τραυματικές εμπειρίες;
«Επεσα δύο φορές σε κώμα. Τη μία στα 17 μου, την άλλη στα 18 μου. Αυτές οι καταστάσεις επηρέασαν πολύ τη δουλειά μου και όλη τη ζωή μου, αλλά, πιστεύω, με έναν πολύ θετικό τρόπο. Γιατί πολλά από τα έργα μου έχουν να κάνουν με τον θάνατο, με το εφήμερο, με το μετά θάνατον στάδιο της ζωής μου. Γιατί όταν βρίσκεσαι σε κώμα κάθε κίνηση που κάνεις είναι πολύ σημαντική».

Είχατε πει κάποτε ότι «η τέχνη με κράτησε έξω από τη φυλακή». Γιατί; Είστε ένα βίαιο άτομο;
«Εζησα σε μια πολύ φτωχική γειτονιά και είχα φίλους στη φυλακή για ναρκωτικά. Η αιτία που εγώ δεν έφτασα εκεί ήταν ότι αγαπούσα τις τέχνες και την ομορφιά. Δεν ήμουν ποτέ βίαιος ή επιθετικός, ήμουν όμως πολύ δραστήριος, γιατί πιστεύω πάντα στο σφρίγος της ζωής, όπως πιστεύω και στην ανωτερότητα της τέχνης».

Μια παράστασή σας είχε τίτλο: «Είμαι ένα λάθος». Είναι συγχρόνως και μια άποψη για τον εαυτό σας;
«Ηταν ένα κείμενο που έγινε και παράσταση, που έγραψα και σκηνοθέτησα το 1988. Αναφερόταν στα λάθη της κοινωνίας και την παρουσίασα και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ναι, είμαι λάθος, με την έννοια ότι τον καλλιτέχνη η κοινωνία τον εκλαμβάνει ως ένα είδος λάθους, τον τοποθετεί σε πολύ χαμηλή θέση».

Πώς εργάζεστε; Μέσα σε ένα είδος έκστασης;
«Ναι, γράφω, γράφω, γράφω τις νύχτες μετά τη δουλειά, σχεδιάζοντας το παραπέρα. Απόψε έγραφα από τα μεσάνυχτα ως τις 8.00 το πρωί, χωρίς διάλειμμα. Ετσι μπορώ και νιώθω ξεκούραστος, γιατί παίρνω ενέργεια για την επομένη. Αυτή η κατάσταση του να ξεχειλίζω, να ανοίγουν όλοι οι πόροι στο σώμα μου, να γίνεται τόσο ευαίσθητο, τόσο παραγωγικό, να φωτίζεται το μυαλό μου, ναι, είναι μια κατάσταση έκστασης που οδηγεί στη δημιουργία».

Αυτό είναι το νόημα της πραγματικής ζωής;
«Για μένα, ναι. Ξέρετε, μαθαίνω τόσα από τα γλυπτά μου, από τις παραστάσεις μου, από τα κείμενά μου, που ζω τη ζωή μου μέσα από αυτά. Τη ζω την τέχνη μου, αντλώ χαρά όταν δημιουργώ και οι πραγματικά ενεργητικές στιγμές μου είναι όταν κάνω κάτι ωραίο. Τότε νιώθω ικανοποιημένος, ευτυχισμένος. Κάποιες φορές… όχι πάντα… Αλλωστε, δεν δημιουργώ κοιτάζοντας το ρολόι, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δουλειά και στην ελευθερία. Είμαι ανατροπέας των Σαββατοκύριακων. Η εβδομάδα έχει επτά ημέρες και επτά νύχτες. Δεν έχω τέτοιους ρομαντισμούς».

Ρομαντισμό όμως στην τέχνη;
«Ολα στην αβανγκάρντ είναι ρομαντισμός».

Και η ομορφιά για την οποία μιλάτε έχει σχέση με το κλασικό «κάλλος» της αρχαιότητας;
«Οχι. Για μένα η ομορφιά είναι κάτι όπου το ηθικό, το βιωματικό συνάδει με την αισθητική. Και αυτή είναι η δύναμή της».

Αναφέρεστε στην ομορφιά, όμως σε κάποια έργα σας χρησιμοποιείτε ανθρώπινα υγρά. Θέλετε να μας προκαλέσετε;
«Γιατί το λέτε αυτό; Απαντήστε μου, σας παρακαλώ».

Επειδή ο ιδρώτας, το σάλιο, το σπέρμα δεν είναι και ό,τι ωραιότερο για να το επιδεικνύουμε…
«Είναι! Το ανθρώπινο σώμα είναι πολύ ωραίο, είναι πολύτιμο. Εσείς δεν ιδρώνετε; Απαντήστε μου! Ιδρώνετε. Η κοινωνία όμως, και τα οικονομικά συμφέροντα, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι το σώμα μας δεν μυρίζει. Οτι οι γυναίκες, κυρία μου – και ζούμε στον 21ο αιώνα που συμβαίνουν αυτά –, επειδή έχουν έμμηνο ρύση έχουν κάτι το απεχθές, ότι η έμμηνος ρύση είναι κάτι το αρνητικό? αλλά η έμμηνος ρύση είναι ζωή. Το αίμα είναι ζωή. Και οι ιατρικές έρευνες είναι γεμάτες αίμα. Η κοινωνία μάς μαθαίνει να βλέπουμε το σώμα μας με λανθασμένο τρόπο. Και η δουλειά μου είναι η έρευνα πάνω στις δυνατότητες του σώματος. Η δουλειά μου είναι η επιδερμίδα, ο σκελετός, επομένως και τα ανθρώπινα υγρά: το σπέρμα, το αίμα, τα ούρα, που αποτελούν τις ουσιαστικές δυνάμεις του. Πώς γίνεται αυτές οι δυνάμεις της ζωής να σοκάρουν και να είναι άσχημες;».

Αυτή είναι και η φιλοσοφία σας;
«Ακριβώς».

Νομίζετε ότι το ενδιαφέρον σας για τις λειτουργίες του σώματος ανοίγει συγχρόνως νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη;
«Νομίζω ότι η δουλειά μου επηρεάζει αρκετό κόσμο στο θέατρο και στις εικαστικές τέχνες. Ναι, ανοίγω πόρτες για να δει κανείς και να σκεφτεί με έναν άλλον τρόπο. Πιστεύω ότι ο στόχος ενός καλλιτέχνη είναι να ανοίγει το μυαλό για να ξυπνήσει το σώμα, για να δει ο θεατής διαφορετικά το σώμα του. Είναι η ανάγκη μου να το κάνω αυτό».

Αποσκοπείτε λοιπόν στο να μας βοηθήσετε να ζήσουμε καλύτερα;
«Η τέχνη μου αρνείται την κυνικότητα. Η τέχνη μου φέρει κάτι το οικουμενικό, διότι ενώνει και δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους. Οχι σε εκείνους που έχουν υιοθετήσει τη συμπεριφορά του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά σε όσους ζουν στη “μαύρη αγορά” και τους αξίζει να ονειρεύονται. Επειδή το έργο μου δεν μιλάει τη γλώσσα των media. Δεν χρησιμοποιεί τα εργαλεία των media. Δεν είναι ένα είδος νοοτροπίας, αλλά ένα είδος οπτικής».

Είστε, επομένως, ένας επαναστάτης που θέλει να αφυπνίσει τον κόσμο…
«Μα είναι επανάσταση να πιστεύεις στη λειτουργία της σκέψης και στην ομορφιά; Δεν το νομίζω, εκτός και αν συμβαίνει σε κοινωνίες που είναι ρηχές, επιπόλαιες».

Εχετε ποτέ καθοδηγηθεί από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους;
«Ασφαλώς όχι. Ξέρετε, είναι σημαντικό ένας καλλιτέχνης να νιώθει κυρίαρχος της σκέψης του και, άλλωστε, η ομορφιά υπερβαίνει κάθε ιδεολογία».

Τρόμος – ομορφιά, πραγματικότητα – όνειρο, οργάνωση-χάος: όλα μέσα στο έργο σας. Αποτελούν αυτά τα ζεύγη λέξεων ένα είδος μεταμόρφωσης στην τέχνη σας;
«Η δουλειά μου που βλέπετε στην γκαλερί είναι το γιν και το γιαν. Τα μισά γλυπτά από μπρούντζο, τα υπόλοιπα από κερί. Ο μπρούντζος είναι ψυχρό υλικό, φτιάχνει νεκρικές μάσκες, ενώ το κερί είναι ζεστό, απτικό υλικό, ουμανιστικό. Για μένα είναι πάντα πολύ σημαντικό να βρίσκομαι σε κατάσταση μεταβολής. Να ασχολούμαι με την αυτοπροσωπογραφία μου, σαν να ασχολούμαι με το άλλο, με το ξένο. Αυτό είναι η μεταμόρφωση. Είστε Ελληνίδα και γνωρίζετε τη λέξη “φάρμακο”. Νομίζω ότι η τέχνη μου έχει να κάνει με αυτό. Μπορεί να σας γιατρέψει ή μπορεί να σας δηλητηριάσει».

Μιλάτε ωσάν σύγχρονος μυστικιστής…
«Οι σύγχρονοι μυστικιστές δεν είναι σαν εκείνους που φοβούνταν οι ρωμαιοκαθολικοί, αλλά άνθρωποι φωτισμένοι και ευτυχισμένοι. Είχα παρακολουθήσει ένα θαυμάσιο πρόγραμμα για τον Ντιουκ Ελινγκτον και την μπάντα του. Αυτοί οι τύποι πήραν τους δρόμους και βλέποντάς τους να πίνουν ουίσκι, να παίζουν πιάνο, να μη λογαριάζουν τον χρόνο, να κάνουν σχέδια, ένιωθα ότι το διασκέδαζαν, ότι το χαίρονταν, ότι γιόρταζαν τη ζωή. Αυτό είναι για μένα ο σύγχρονος μυστικιστής. Να είσαι ένα και το αυτό με τη δουλειά σου, γιατί την αγαπάς, το διασκεδάζεις, τη ζεις».

Το Λούβρο έχει κατά καιρούς φιλοξενήσει ομαδικές εκθέσεις σύγχρονων καλλιτεχνών. Είστε όμως ο πρώτος που τα έργα του εκτέθηκαν ατομικά. Γιατί διάλεξαν εσάς;
«Επειδή η τύχη είναι η μοναδική δικαιοσύνη!».

Ωραία! Και πώς νιώσατε ανάμεσα στα τεράστια ονόματα της τέχνης;
«Σαν νάνος. Το πρώτο μου έργο στο Λούβρο ήταν ένα γλυπτό: έφτιαξα τον εαυτό μου να χτυπώ τη μύτη με δύναμη σε έναν πίνακα και να ματώνω. Επειδή ο Ρέμπραντ, ο Ιερώνυμος Μπος, ο Βαν ντερ Γκους, ο Χανς Μέμλινγκ ήταν και είναι οι δάσκαλοί μου ως και σήμερα? επειδή τα έργα τους είναι πιο ευφάνταστα και κατά πολύ ανώτερα από τα περισσότερα της σύγχρονης τέχνης. Γι’ αυτό και νιώθω νάνος, αλλά συγχρόνως και πολύ υπερήφανος για ό,τι έκανα. Εργαζόμουν τρία χρόνια για αυτή την έκθεση, που περιελάμβανε 40 κομμάτια. Ολο αυτό το διάστημα, τις ημέρες που το μουσείο ήταν κλειστό για το κοινό, εγώ ήμουν εκεί και ζούσα συντροφιά με τα έργα αυτών των σπουδαίων ζωγράφων. Ηταν ένα απίστευτο φυσικό και πνευματικό ταξίδι. Μια συγκλονιστική εμπειρία».

Στο Λούβρο δημιουργήσατε και ένα τεράστιο έργο με 470 ταφόπλακες και ένα φέρετρο που σκεπαζόταν με σκαραβαίους. Πολεμάτε τον θάνατο με αυτά τα στοιχεία;
«Οχι, δεν τον πολεμώ? τον γιορτάζω. Γιατί ο εορτασμός του θανάτου είναι η αιτία για τον εορτασμό της ζωής. Είναι ο κύκλος της ζωής. Τα έργα μου έχουν να κάνουν με τη ματαιότητα, που είναι επίσης εορτασμός της ζωής. Οι ταφόπλακες από πέτρα Βελγίου, που τοποθέτησα στον χώρο των έργων του Ρούμπενς, κάλυπταν 20 μέτρα και πάνω τους ακούμπησα ένα μεγάλο σκουλήκι, που είχε για κεφάλι το δικό μου. Ενα έργο του Ρούμπενς αναφερόταν στον εορτασμό των Μεδίκων? τους είχε ζωγραφίσει, δοξάζοντας τη δύναμή τους. Εγώ έκανα το αντίθετο. Εβαλα τις ταφόπλακες με σκαλισμένα ονόματα εντόμων αλλά και φιλοσόφων και καλλιτεχνών, που είναι για μένα σημαντικοί. Πεθαμένων και ζωντανών. Ετσι, όσοι κοίταζαν τους βασιλιάδες έβλεπαν και τους φιλοσόφους και τους καλλιτέχνες, και εμένα ένα σκουλήκι, γιατί το σκουλήκι κρατά την υγεία της γης. Το σκουλήκι δεν αφήνει τη γη να πεθάνει. Αυτή πρέπει να είναι η θέση του καλλιτέχνη? αν εξορίσουμε τον καλλιτέχνη από την κοινωνία, η κοινωνία θα αυτοκτονήσει».

Δεν σας ενδιαφέρει που πολλοί ενοχλούνται με τις ακρότητές σας; Οταν, λόγου χάρη, τυλίξατε τις κολόνες του Πανεπιστημίου της Γάνδης με σαλάμι που, φυσικά, αποσυντέθηκε;
«Ως καλλιτέχνης δεν σκέπτομαι ποτέ τη δύναμη του πρωτοκόλλου. Δεν προσαρμόζομαι ούτε στο πρωτόκολλο των πλουσίων ούτε σε εκείνο των φτωχών. Δημιουργώ αυτό που είναι για μένα ανάγκη. Και μπορεί η δική μου καλλιτεχνική ανάγκη να είναι μια ξυραφιά που να διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνίας».

Μα δεν βάζετε ποτέ φραγμό στη σκέψη σας;
«Ποτέ! Δέκα χρόνια πριν, η βασίλισσα του Βελγίου μού πρότεινε να φτιάξω ένα μόνιμο έργο στα Ανάκτορα. Κάλυψα τότε την οροφή της Αίθουσας των Κατόπτρων με ένα μεγάλο μωσαϊκό που έφτιαξα από τα κελύφη ενός εκατομμυρίου ασιατικών σκαθαριών, ενός είδους με θαυμάσια ιριδίζοντα φτερά από βαθύ μπλε ως σμαραγδί και μοβ. Ηταν μια κριτική στο Βέλγιο του παρελθόντος, στην ιστορία του Βελγικού Κονγκό. Δέχτηκα για αυτό το έργο περισσότερες από 50 απειλητικές επιστολές, ανώνυμες ή με ψεύτικα στοιχεία, ότι είμαι προδότης της χώρας, ότι είμαι ο “επιβήτορας” της βασίλισσας, ότι θα με πολεμήσουν, ότι θα με σκοτώσουν? οι περισσότερες, βέβαια, από φλαμανδικά ακροδεξιά κινήματα».

Και δεν φοβηθήκατε;
«Φυσικά και φοβήθηκα! Αλλά συνέχισα τη δουλειά μου. Δύο χρόνια αργότερα κατασκεύασα τη μεγάλη χελώνα, που παρουσίασα και στην έκθεση “Οutlook” της Αθήνας. Και όλοι οι ακροδεξιοί, στην ουσία οι ίδιοι άνθρωποι δηλαδή, ξαφνικά αναφώνησαν: “Τι μεγάλος καλλιτέχνης που είσαι!”. Επειδή είχα τοποθετήσει το έργο στην παραλία! Επομένως, ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει αυτό που θέλει. Δεν προσαρμόζομαι ούτε στην άκρα Δεξιά ούτε στην άκρα Αριστερά, αλλά ούτε και βρίσκομαι κοντά στη βασίλισσα και στον βασιλιά. Μόνο δημιουργώ αυτό που σκέπτομαι».

Επειδή ωστόσο έχετε πολιτική σκέψη, πείτε μου τη γνώμη σας για την οικονομική κρίση στην Ευρώπη.
«Εχω ένα διττό αίσθημα για αυτό. Είδα στην τηλεόραση ότι στην Ελλάδα έχετε ανάγκη από οικονομική στήριξη. Κάνετε καλά και ζητάτε. Αύριο θα βρεθεί μια άλλη χώρα στη θέση σας. Μπορεί και το Βέλγιο. Πρέπει η μία χώρα να βοηθά την άλλη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει θετικά στοιχεία αλλά και αρνητικά. Υπάρχουν πολλοί απίστευτα πλούσιοι άνθρωποι που καθοδηγούν τις κοινωνίες στο πώς θα ζήσουν και στο τι θα καταναλώσουν, και αυτό σημαίνει ότι αντλούν τα χρήματά τους από εμάς. Ψάχνουμε λοιπόν, για παράδειγμα, ντομάτες ποιότητας, αλλά η ΕΕ δεν μπορεί παρά να μας πουλά τις δικές της ψεύτικες. Επομένως, χάνουμε την ποιότητα ζωής και ως επακόλουθο την ποιότητα της ομορφιάς. Αιτία η απληστία των ολίγων για ένα διαρκώς αυξανόμενο κέρδος, πράγμα που οδηγεί στην απώλεια της πνευματικότητας. Το κυριότερο λάθος επομένως είναι ότι οι πολιτικοί δεν εντάσσουν στις συζητήσεις τους την ποιότητα ζωής, επειδή δεν πιστεύουν στην ομορφιά».

Μιλήστε μας και για τη θεατρική εταιρεία σας, την Troubleyn. Ποια σωματική εμπειρία αποκομίζετε από εκεί;
«Το Troubleyn είναι ένα εργαστήριο που ίδρυσα εδώ και 30 χρόνια και όπου ερευνάμε καθημερινά τις δυνατότητες του σώματος. Εχω στο πλευρό μου ηθοποιούς, χορευτές, φιλοσόφους, για το λεγόμενο “biological acting”. Εργαζόμαστε επίσης πάνω σε ένα είδος μανιφέστου για τις παραστάσεις του 21ου αιώνα, που θα εμπεριέχει τις κατευθυντήριες γραμμές για μια καινούργια θεατρική φόρμα. Γιατί το τελευταίο βιβλίο για τη θεατρική πράξη ήταν του πολωνού διευθυντή θεάτρου Γέρζι Γκροτόφσκι και γράφτηκε 40 χρόνια πριν».

Στην τρέχουσα έκθεσή σας γιατί επαναλαμβάνετε το κεφάλι σας με διαφορετικά κέρατα;
«Η έκθεση ονομάζεται “Κεφάλαια Ι-ΧVΙΙΙ”. Είναι ένα “Εγώ, ο όποιος άλλος”, οι μεταμορφώσεις ανάμεσα στο ζώο και στον άνθρωπο. Εγώ ανάμεσα σε μυθολογικά και συμπαντικά πρόσωπα, ο Γιαν Φαμπρ, 18 διαφορετικοί άνθρωποι. Δεκαοκτώ άνθρωποι που βγαίνουν από μένα, που όλοι έχουν κέρατα, που όλοι μου επιτίθενται, που όλοι με προστατεύουν».

Μελετάτε έτσι τη συμπεριφορά σας;
«Θα έλεγα ότι είναι διαφορετικά στάδια συμπεριφοράς. Είναι επίσης φόρος τιμής στις γυναίκες, επειδή ένα μπούστο μου φέρει τα κέρατα μιας ιμπάλα (σ.σ.: είδος αφρικανικής αντιλόπης). Η ιμπάλα, στο Μουσείο Σερνουσί του Παρισιού, παρουσιάζεται ως γυναίκα που εκφράζει τα πάντα γύρω από την επιθυμία. Είναι τα έργα μου επίσης ένα είδος έρευνας πάνω στην αυτοπροσωπογραφία, αλλά συγχρόνως και χωρίς να είναι, γιατί εμένα με ενδιαφέρει στην αυτοπροσωπογραφία το άλλο, το ξένο».

Τελικώς, νομίζω ότι δεν είστε προβοκάτορας.
«Ω, όχι! Ο κόσμος χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη για κάτι που δεν καταλαβαίνει, και τα δικά μου έργα δεν είναι ποτέ ακατανόητα. Αλλωστε η λέξη σημαίνει και πρόκληση του μυαλού. Και η πρόκληση πρέπει να είναι η δουλειά του καλλιτέχνη».

Μέσα σε αυτή τη διαδρομή της ζωής σας έχετε «καεί» πολλές φορές;
«Ηταν απαραίτητο».

Γιατί; Για την αναγέννησή σας;
«Είμαι καλλιτέχνης του Μεσαίωνα».

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας;
«Ναι, επειδή πιστεύω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Σκεφτείτε έναν άγγελο και σκεφτείτε και έναν άνθρωπο. Ο άγγελος είναι τέλειος, μοναδικός, αυθεντικός, στατικός, αθώος. Ο άνθρωπος είναι ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι αθώος, δεν είναι τέλειος, δεν είναι αυθεντικός, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αναζήτηση και εδώ και 40 εκατομμύρια χρόνια κοιτάζει πίσω του, τη μητέρα του, τον πατέρα του, τη γιαγιά του? είναι πολύ δύσκολο, ε; Λέει ψέματα, ψάχνει, μηχανεύεται καταστάσεις, αλλά συγχρόνως θέλει να διορθώσει πολλά πράγματα».

Και τα μελλοντικά σχέδιά σας σε σχέση με την Ελλάδα ποια είναι;
«Εχουμε συζητήσει με την ιστορικό τέχνης Κατερίνα Κοσκινά, η οποία γράφει και στον κατάλογο αυτής της δουλειάς μου, για μία αναδρομική έκθεση που θα γίνει το 2012 στη Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στα εγκαίνια όμως αυτής της έκθεσης, στο Παρίσι, ήρθε και ο Χρήστος Ιωακειμίδης, επίσης ιστορικός τέχνης, και μιλήσαμε για την πιθανότητα μιας έκθεσης και στην Αθήνα».

Τι νιώθετε όταν έρχεστε στην Ελλάδα;
«Μου αρέσει πάρα πολύ η χώρα σας. Κυρίως τα καφενεία της, που μοιάζουν με αυτά της Αμβέρσας και όπου χαλαρώνεις κουβεντιάζοντας. Και, φυσικά, μου αρέσουν οι κλασικοί συγγραφείς σας. Η μήτρα όλων των παραστάσεων είναι ελληνική. Μελετώ οτιδήποτε το ελληνικό που αφορά τη δουλειά μου. Το 1978, το 1988 και τώρα μελετώ ξανά τον “Προμηθέα”. Θέλω να τον ανεβάσω του χρόνου. Θα ονομάζεται “Προμηθέας – Τοπίο II”… Σας ζηλεύω που μιλάτε αυτή τη γλώσσα!».

Η έκθεση του Γιαν Φαμπρ «Κεφάλαια Ι-ΧVΙII – Kεριά και Μπρούντζοι» ολοκληρώνεται σήμερα, 2 Μαΐου, στην Γκαλερί «Guy Pieters» στο Παρίσι.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 498, σελ. 26-32, 02/05/2010.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.