Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη για τη «διακρανιακή μαγνητική διέγερση», ή TMS, επιβεβαιώνει ότι η νέα αυτή μέθοδος προσφέρει σημαντική βελτίωση σε ορισμένους ασθενείς με κατάθλιψη, ακόμα και αν έχουν προηγουμένως δοκιμάσει αντικαταθλιπτικά φάρμακα χωρίς αποτέλεσμα.
Στη θεραπεία TMS, ο γιατρός περνάει πάνω από το κεφάλι του ασθενή μια συσκευή μαγνητικών πεδίων, η οποία μέσω του φαινομένου της επαγωγής δημιουργεί ένα ηλεκτρικό πεδίο στο κρανίο, το οποίο επηρεάζει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου.
Η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει ήδη εγκρίνει τη μέθοδο TMS κατά της κατάθλιψης, ωστόσο πολλοί επιστήμονες παρέμεναν δύσπιστοι για την αποτελεσματικότητά της.
Ο σκεπτικισμός αυτός προερχόταν από μια πειραματική ατέλεια στον σχεδιασμό των πειραμάτων για την αξιολόγηση της τεχνικής. Ο χρυσός κανόνας των κλινικών μελετών απαιτεί από τους ερευνητές να συγκρίνουν την υπό δοκιμή θεραπεία με μια άλλη, ψεύτικη θεραπεία (placebo), η οποία μοιάζει όσο γίνεται περισσότερο με την πραγματική, έτσι ώστε ούτε οι ερευνητές ούτε οι ασθενείς να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιος έλαβε τι (διπλά τυφλή μελέτη).
Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε ο Δρ Μαρκ Τζορτζ του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, ο οποίος ανέπτυξε μια «ψεύτικη» συσκευή TMS που παράγει τους ίδιους χαρακτηριστικούς ήχους και προκαλεί ακόμα τους ίδιους μικρούς σπασμούς στα βλέφαρα όπως η αληθινή συσκευή.
Η ψεύτική TMS συγκρίθηκε με την πραγματική σε δείγμα 190 ασθενών με κατάθλιψη, αναφέρει η ομάδα του Δρ Τζορτζ στην επιθεώρηση Archives of General Psychiatry.
Όπως αναφέρει τοReuters, οιεθελοντές χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, από τις οποίες η πρώτη υποβλήθηκε σε 37,5 λεπτά καθημερινής θεραπείας με TMS για διάστημα τριών εβδομάδων, ενώ η δεύτερη ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα με το placebo TMS.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, η κατάθλιψη είχε εξαφανιστεί στο 14% των ασθενών της πρώτης ομάδας, συγκριτικά με μόνο 5% στην ομάδα ελέγχου. Αυτό θα σήμαινε ότι περίπου ένας στους 12 ασθενείς με κατάθλιψη θα έβλεπαν βελτίωση με την TMS.
Η συχνότητα με την οποία οι ασθενείς ανέφεραν παρενέργειες -πονοκέφαλο, ενόχληση στην περιοχή του κεφαλιού από όπου πέρασε η συσκευή και σύντομους σπασμούς στα βλέφαρα.
Στη δεύτερη φάση της μελέτης, όλοι οι εθελοντές έλαβαν την πραγματική TMS και το 30% ανάρρωσε από την κατάθλιψη.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η TMS είναι αποτελεσματική σε ορισμένους ασθενείς, παραμένει όμως ασαφές πόσο χρονικό διάστημα διαρκεί η βελτίωση. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, θα απαιτηθούν περαιτέρω δοκιμές μέχρι να προσδιοριστεί η βέλτιστη δόση και χρονική διάρκεια της θεραπείας.
Όσον αφορά το μηχανισμό λειτουργίας, ο ίδιος ο Δρ Τζορτζ υποψιάζεται ότι η TMS επαναφέρει στα φυσιολογικά επίπεδα την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει και με την ηλεκτροσπασμοθεραπεία, περισσότερο γνωστή ως «ηλεκτροσόκ».
Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία, που γίνεται με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος στο κεφάλι ενώ ο ασθενής είναι αναίσθητος, είναι αποτελεσματική στο 60 με 70 τοις εκατό των ασθενών με μείζονα κατάθλιψη. Έχει όμως σημαντικές παρενέργειες όπως παροδική αμνησία.
Οι ερευνητές ελπίζουν τώρα ότι η TMS θα βελτιωθεί αρκετά στο μέλλον ώστε να είναι εξίσου αποτελεσματική με την ηλεκτροσπασμοθεραπεία αλλά χωρίς τις παρενέργειες.