Με ράλι ξεκίνησε τον Μάιο η Wall Street. Οι ελπίδες μιας ισχυρής ζήτησης που υποδηλώνει η συνεχιζόμενη επέκταση του βιομηχανικού τομέα στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την οικονομία των ΗΠΑ, έφτιαξαν τη διάθεση των επενδυτών. Στην ευφορία μέτρησε και η συμφωνία συγχώνευσης μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών United και Continental, αντί του ποσού των 3 δισ. δολαρίων. Και τούτο διότι τέτοιου είδους επιχειρηματικές συμφωνίες, οι οποίες και υποδηλώνουν επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ερμηνεύονται πάντα ως ενδείξεις εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών προς την οικονομία. Χθες και οι τρεις αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες- ο Dow Jones, ο Standard & Ρoor΄s 500 και ο Νasdaq- κατέγραφαν άνοδο γύρω στο 1,50% δύο ώρες πριν από το κλείσιμο των συναλλαγών.
Αντίθετα, τα ιδιαίτερα αισιόδοξα στοιχεία από τον βιομηχανικό τομέα της ζώνης του ευρώ δεν κατάφεραν να τονώσουν την επενδυτική αισιοδοξία. Και τούτο διότι είναι βαθύτατη η έλλειψη εμπιστοσύνης για την ικανότητα της χώρας μας να αντεπεξέλθει στα δραματικά οικονομικά προβλήματα παρά τη συμφωνία χορήγησης της βοήθειας διάσωσης. Υποστηρίζεται ότι τα μέτρα λιτότητας θα προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας με συνέπεια να μην επιτευχθούν οι αυστηροί στόχοι για μείωση του ελλείμματος. Τα χρηματιστήρια της Φραγκφούρτης και του Παρισιού έκλεισαν με άνοδο 0,51% και 0,30% αντίστοιχα, ενώ της Μαδρίτης και της Αθήνας με πτώση 0,66% και 0,88% αντίστοιχα. Ωστόσο η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να δεχθεί τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ακόμη και τώρα που υποβαθμίστηκαν στη βαθμίδα «junk» («σκουπίδια») φρέναρε την πτώση του ευρώ. Το ενιαίο νόμισμα, αφού έπεσε στα 1,3155 δολάρια από 1,3303 δολάρια, στη συνέχεια περιόρισε τις απώλειές του στο 1% έναντι του δολαρίου.
Σημειωτέον ότι ο βιομηχανικός τομέας της ζώνης του ευρώ επεκτάθηκε με τους ταχύτερους ρυθμούς των τελευταίων 46 μηνών λόγω της εντυπωσιακής απόδοσης της γερμανικής βιομηχανίας. Ελπιδοφόρα βελτίωση κατέγραψαν και οι βιομηχανικοί τομείς της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα νέα για τη βιομηχανία ήταν εξίσου αισιόδοξα για τους επενδυτές, καθώς έδειξαν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης του βιομηχανικού τομέα ήταν οι ταχύτεροι των τελευταίων έξι ετών. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία για τον δείκτη ΙSΜ (μηνιαίος δείκτης-βαρόμετρο της αμερικανικής βιομηχανίας) έδειξαν ότι στο σύνολό του ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 60,4 τον Απρίλιο από 59,6 τον Μάρτιο. Θετικά για τους επενδυτές ήταν και τα στοιχεία που έδειξαν ότι οι προσωπικές δαπάνες των Αμερικανών αυξήθηκαν 0,6% τον Μάρτιο. Η άνοδος αυτή ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων πέντε μηνών, παρ΄ ότι η αύξηση του εισοδήματος ήταν χαμηλότερη κατά 0,3% τον ίδιο μήνα.
Επίσης τα στοιχεία από την Κίνα, δείχνοντας περαιτέρω επέκταση του βιομηχανικού τομέα της, αναζωπύρωσαν για μία ακόμη φορά τους φόβους υπερθέρμανσης της κινεζικής οικονομίας και έπληξαν τα χρηματιστήρια της Ασίας. Ηδη η κινεζική οικονομία έτρεχε με ισχυρούς ρυθμούς κατά 11,9% το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Σημειωτέον ότι η απογείωση της κινεζικής οικονομίας ξεκίνησε από το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους, όταν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αυξήθηκε 10,7% από 6,2% που ήταν το πρώτο τρίμηνο του 2009. Οι φόβοι αυτοί έχουν εδώ και καιρό μπλοκάρει την άνοδο των κινεζικών μετοχών. Από τις αρχές του έτους ως σήμερα το χρηματιστήριο της Σανγκάης χάνει 12,4% και το χρηματιστήριο του Σέντζεν 7,38%.
Πάντως το χρηματιστήριο της Σανγκάης είναι μια χειραγωγούμενη αγορά, καθώς η κυβέρνηση διατηρώντας υψηλά ποσοστά ελέγχει τους μεγάλους παίκτες, ενώ οι μετοχές δεν αγοράζονται με δανεικό χρήμα. Ετσι τα άλματα και οι βουτιές του χρηματιστηρίου δεν μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες παράπλευρες ζημιές σε άλλους τομείς της κινεζικής οικονομίας. Συνεπώς αυτό που ανησυχεί τους επενδυτές είναι μήπως μπει περαιτέρω φραγμός στην πιστωτική επέκταση. Να σημειωθεί ότι το Πεκίνο χρησιμοποίησε το ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να δρομολογήσει μία από τις επιθετικότερες νομισματικές επεκτάσεις στην ιστορία της Κίνας. Η απόφαση αυτή βοήθησε την κινεζική οικονομία όχι μόνο να αντέξει στους κραδασμούς της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και να απογειωθεί. Ωστόσο έχει αρχίσει δραστικός περιορισμός στη χορήγηση δανείων, ενώ η κεντρική τράπεζα της Κίνας ακολουθεί πιο σφικτή νομισματική πολιτική. Την Κυριακή ζήτησε για τρίτη φορά εντός του τρέχοντος έτους όπως οι τράπεζες αυξήσουν κατά 50 μονάδες βάσης την κεφαλαιακή τους επάρκεια.