Είκοσι δύο μήνες έμεινε στα πεδία της μάχης του Κριμαϊκού Πολέμου η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ. Είχε φύγει ως ανώνυμη νοσοκόμα το 1854 και γύρισε στη Μεγάλη Βρετανία στεφανωμένη από δόξα και το ίδιο ονομαστή με τη βασίλισσα Βικτωρία. Ωστόσο το μεγάλο έργο της δεν ήταν αυτό που έκανε στην Κριμαία, όπου οι γιατροί πνίγονταν στη δουλειά και χειρουργούσαν ακόμη και στο δάπεδο, ακόμη και στο μισοσκόταδο, χωρίς αναισθητικό, αλλά ό,τι έκανε αφότου επέστρεψε στην Αγγλία. Και αυτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος του γαλλόφωνου αιγύπτιου συγγραφέα Ζιλμπέρ Σινουέ. Ανάμεσα στο ετερόκλητο πλήθος της κηδείας της Νάιτινγκεϊλ εκείνο το πρωινό του 1910 βρίσκεται και ο Αμερικανός Τζόναθαν Μπρινκ, ένας υπάλληλος της Τζένεραλ Ελέκτρικ από το Οχάιο, μέτοικος στην Αγγλία για 25 χρόνια, ο οποίος εννοεί να ανασυνθέσει την αληθινή ιστορία της Φλόρενς ως άλλος Ηρακλής Πουαρό. Καλείται να λύσει ένα μυστήριο: Πώς μια γυναίκα από ένα περιβάλλον πολυτελείας και υπεραφθονίας ζούσε τόσο έντονα τη δυστυχία των άλλων; Ποια ήταν η «σκοτεινή πλευρά» της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ; Το πρόβλημά του είναι ότι ελάχιστοι άνθρωποι από το περιβάλλον της επέζησαν έπειτα από αυτήν. Ο φιλοπερίεργος Αμερικανός είναι αποφασισμένος να τους βρει όλους, έναν προς έναν, με τη μεθοδικότητα ενός ντετέκτιβ.
Το «κάλεσμα» του Θεού
Η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ δεν ήταν μια κοινή θνητή. Γεννήθηκε το 1821 σε μια βρετανική έπαυλη στην εξοχή. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος, η μητέρα της εκπάγλου καλλονής, η εκπαίδευση των δύο κοριτσιών τους υποδειγματική. Γιατί η ίδια προτίμησε να τρέχει τις νύχτες στα στρατιωτικά νοσοκομεία του κόσμου αντί να κάνει έναν πετυχημένο γάμο ως κυρία της υψηλής κοινωνίας που γνώριζε πολύ καλά τις αρχαίες γλώσσες, τη λογοτεχνία, τις επιστήμες, μιλούσε άπταιστα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά, και είχε επισκεφθεί τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες; Το πρόβλημά της ήταν ότι «πονούσε για τους άλλους», δεν μπορούσε να ευτυχήσει όταν ήξερε ότι λίγα βήματα από την ιδιοκτησία της υπήρχαν αθλιότητα, φτώχεια και αδικία. Στα 17 της έπεσε σε κατάθλιψη και η ίδια θα περιέγραφε αργότερα ότι τότε «ο Θεός την κάλεσε στην υπηρεσία του». Στα 24 της άκουσε ξανά το κάλεσμα από τον Θεό και αυτή τη φορά ήταν σαφές: Επρεπε να γιατρέψει τα κακά της ανθρωπότητας. Σχηματίζοντας μια ομάδα γυναικών νοσοκόμων και μεταβαίνοντας στην Ανατολή, πραγματοποίησε απλά το όνειρο της ζωής της: «Επιτέλους βρισκόταν εκεί που πάντα επιθυμούσε να βρίσκεται: κοντά σε αρρώστους, σε ετοιμοθάνατους, στο ίδιο το επίκεντρο της απελπισίας» γράφει η γκουβερνάντα της, η οποία ανήκε ασφαλώς στην ομάδα των εθελοντριών. Ηταν έμφυτη η τάση της προς τον πόνο και προς την ευχαρίστηση που αυτός προκαλεί, όπως άλλωστε όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι του εβραιοχριστιανικού πολιτισμού. Οσο ανθρωπίστρια όμως ήταν όσον αφορά τους δυστυχισμένους και περιφρονημένους αυτού του κόσμου τόσο φοβερή και απίστευτα σκληρή ήταν απέναντι σε όλους τους άλλους.
Από 10 χρόνων η υγεία της ήταν εύθραυστη. Υπέφερε από ισχιαλγία, ρευματισμούς και άλλες κακουχίες από τα μέτωπα του πολέμου που είχε επισκεφθεί. Επιστρέφοντας στην Αγγλία μετά τον πόλεμο της Κριμαίας και πραγματοποιώντας το όνειρό της να γίνει μοναχή μετέτρεψε την οικία της στη Σάουθ Στριτ αριθμός 10 σε μονή, ωστόσο βρισκόταν πάντα σε μια από τις πιο προνομιούχες συνοικίες της λονδρέζικης πρωτεύουσας, με την ωραιότερη θέα του Λονδίνου. Το φρούριό της γινόταν όλο και λιγότερο προσιτό στους άλλους και αυτή η κατάσταση διήρκεσε 54 χρόνια. «Η μις Νάιτινγκεϊλ είναι άρρωστη, δεν είναι σε θέση να δει κανέναν» διεμή νυαν οι υπηρέτες της σε όποιον επιθυμούσε να την επισκεφθεί. Αλλά ήταν στ΄ αλήθεια άρρωστη; Την ίδια περίοδο βρήκε τη δύναμη να γράψει το περίφημο έργο Νotes on Νursing, προσφέρθηκε να μεταβεί στις Ινδίες όταν έμαθε από τις εφημερίδες για την εξέγερση των σπαχήδων και ανταποκρίθηκε σε ένα κάλεσμα της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου είχε μόλις ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ Βορείων και Νοτίων, για να τους υποδείξει πώς να διευθύνουν τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Το 1860 ίδρυσε στο Λονδίνο την πρώτη σχολή αδελφών νοσοκόμων. Το 1870, όταν ξέσπασε η σύγκρουση ανάμεσα στη Γαλλία και στην Πρωσία, δεν δίστασε να εμπλακεί στη μεταρρύθμιση του Ερυθρού Σταυρού. Κατάφερε μια μεταρρύθμιση στο σύστημα Υγείας που ήταν ασύλληπτη ως εκείνη την εποχή. Και ίσως επειδή δεν είχε πρόβλημα με τον θάνατο και τις αρρώστιες, έσβησε σε βαθιά γεράματα. Ξάπλωσε ένα απόγευμα στο ντιβάνι της και δεν σηκώθηκε ποτέ.
ΟΥΤΕ ΠΟΛΥ ΝΕΕΣ ΟΥΤΕ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΕΣ
Ως την εποχή της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ οι νοσοκόμες κοιμούνταν σε ξύλινα κλουβιά τοποθετημένα στα πλατύσκαλα,έξω από τις πόρτες των θαλάμων.Μόνο οι γυναίκες αμφιβόλου ηθικής μπορούσαν να δεχτούν κάτι τέτοιο.«Αν δεν ήσουν από φτωχική οικογένεια με ροπή στην κλοπή και κατά προτίμηση αλκοολική,δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να ασκήσεις αυτό το επάγγελμα, το τόσο ευγενές ωστόσο» διηγείται μια από τις πρώην μαθητευόμενες της Νάιτινγκεϊλ.Συνεπώς, το να βρει κανείς να στρατολογήσει νοσοκόμες για τον πόλεμο της Κριμαίας δεν ήταν απλή υπόθεση και έγινε ακόμη δυσκολότερη με τις προϋποθέσεις που έθετε η μις Νάιτινγκεϊλ: έπρεπε απαραιτήτως να μην είναι πολύ νέες ούτε πολύ ωραίες για να μη σκανδαλίζουν τους στρατιώτες.Ακόμη και τις πιο άσχημες τις έντυσαν με ένα θλιβερό γκρίζο,ζακέτα επίσης γκρι και έναν λευκό σκούφο.Ακόμη και η πενιχρή ελπίδα τους να βρουν γαμπρό στο μέτωπο εξανεμίστηκε. «Κυρία,αν γνώριζα ότι θα ήμασταν τόσο γελοία ντυμένες,δεν θα είχα θέσει ποτέ υποψηφιότητα» δήλωσε μια από αυτές στη μις Νάιτινγκεϊλ.Τελικά κατάφεραν να στρατολογήσουν 38 άτομα.Μετά τον πόλεμο της Κριμαίας αναγνωρίστηκε επισήμως το επάγγελμα της νοσοκόμας.Δεν ήταν ντροπή πια να ακολουθούν τα κορίτσια των καλών οικογενειών αυτόν τον δρόμο.