Μπορεί το ευρώ να διαλυθεί; Το δραματικό αυτό ερώτημα, το οποίο βρισκόταν στα χείλη οικονομολόγων, τραπεζιτών, αγορών αλλά και απλών πολιτών όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα εξαιτίας της κρίσιμης διάστασης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας ως προς τη μελλοντική μορφή της Ευρώπης την οποία προκάλεσε η δημοσιονομική κρίση της χώρας μας, μπήκε στο ράφι από το βράδυ της 25ης Μαρτίου. Η υποχώρηση του γαλλικού μπλοκ στις απαιτήσεις της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ως προς τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στον μηχανισμό διάσωσης της Ελλάδας άνοιξε την πόρτα για την επίτευξη της συμφωνίας χορήγησης οικονομικής βοήθειας στη χώρα μας.
Η συμφωνία για τη χώρας μας προβλέπει τη «σημαντική» συμμετοχή του ΔΝΤ και την «πλειοψηφία» της βοήθειας μέσω διμερών δανείων από τις 16 χώρες-μέλη που απαρτίζουν το ευρώ (Εurogroup) συνολικού ύψους περίπου 22 δισ. ευρώ, αλλά με δύο σκληρές προϋποθέσεις: Πρώτον, η βοήθεια αυτή θα μας χορηγηθεί μόνο όταν σταματήσουν να μας δανείζουν οι αγορές χρήματος, δηλαδή αφού χρεοκοπήσουμε. Και, δεύτερον, η Γερμανία θα έχει το βέτο στη χρήση του μηχανισμού αυτού, παρά το γεγονός ότι το Εurogroup θα έχει τον συντονιστικό ρόλο, ενώ το ΔΝΤ θα είναι πρωταγωνιστής της διάσωσής μας.
Καταστρεπτική ασυμφωνία
Ωστόσο παρά την αποφυγή μιας καταστρεπτικής ασυμφωνίας μεταξύ του γερμανικού και του γαλλικού μπλοκ, οι αγορές παραμένουν ιδιαίτερα επιφυλακτικές. Προσπαθούσαν προχθές Παρασκευή να σταθμίσουν όλα τα σενάρια. Το εφιαλτικό σενάριο υποστηρίζει ότι η ανάμειξη του ΔΝΤ από την κυρία Μέρκελ υποδηλώνει αφενός μεν τη διασφάλιση των Γερμανών ότι κάθε χώρα-μέλος της ευρωζώνης παραμένει υπεύθυνη για το χρέος της. Αφετέρου δε, και κυρίως, ότι θα υπάρχει ο κατάλληλος οργανισμός ο οποίος, σε έσχατη περίπτωση, θα δρομολογήσει μια ελεγχόμενη κήρυξη χρεοκοπίας από τη χώρα μας.
Ακόμη όμως και με το θετικό σενάριο οι αγορές προεξοφλούν ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια από αυτή που προβλέπει, έστω και με σκληρούς όρους, η χώρα μας διότι τα επαχθή μέτρα λιτότητας θα βυθίσουν την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση. Η Deutsche Βank προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί 4% τον τρέχοντα χρόνο. Αν οι προβλέψει αυτές αποδειχθούν σωστές τότε η βαθιά αυτή ύφεση θα σαρώσει τα δημοσιονομικά της Ελλάδας. Σημειωτέον ότι μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας το ευρώ άρχισε να κινείται ανοδικά φθάνοντας ως τα 1,3407 δολάρια. Ταχύτατα ωστόσο υποχώρησε γύρω στα 1,3350 δολάρια για να επανέλθει και πάλι πάνω από τα 1,34 δολάρια. Απώλειες γύρω στο 0,50% κατέγραφαν και τα χρηματιστήρια της Ευρώπης.
Αλλωστε οι Γερμανογάλλοι εξαναγκάστηκαν να συμφωνήσουν όχι επειδή φοβούνταν μήπως δεν επιβιώσει μέσα στην ευρωζώνη η Ελλάδα. Εχουν χάσει τον ύπνο τους από την ωμή ετυμηγορία των αγορών ότι δεν μπορούν να διασφαλίσουν ότι οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης θα τηρήσουν τις βασικές αρχές της δημοσιονομικής σύνεσης. Οι πρωτοφανείς δηλώσεις από το Πεκίνο φωτογραφίζουν την πραγματικότητα αυτή. Κάτι που δεν εκμεταλλεύτηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Κίνας Τσου Μιν επεσήμανε ότι « η κρίση της Ελλάδας αποτελεί μία μόνο περίπτωση και είναι κορυφή του παγόβουνου » ενώ τόνισε ότι «κύρια ανησυχία μας είναι η Ισπανία και η Ιταλία». Και, το χειρότερο, προειδοποίησε λέγοντας: «Εχουμε επενδύσει τεράστια ποσά στο ευρωπαϊκό χρέος», «… πιστεύουμε πως είναι η ώρα να ώρα να βάλετε σε τάξη τα του οίκου σας».
Επισημαίνεται ότι επανειλημμένα το Πεκίνο έχει αμφισβητήσει την ασφάλεια των ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου, αλλά είναι η πρώτη φορά που μιλάει για τα ευρωομόλογα. Εξήγησε ο κινέζος κεντρικός τραπεζίτης, ο οποίος, όπως και οι άλλοι αξιωματούχοι, δεν εκφράζει ποτέ προσωπικές απόψεις αλλά μιλάει πάντα κατευθυνόμενος από την ηγεσία του, ότι θεωρεί απίθανο να χρεοκοπήσει η χώρα μας και ότι ο πραγματικός φόβος είναι τα διαρθρωτικά προβλήματα του ευρώ. «Δεν βλέπουμε αποφασιστικές ενέργειες από τους ευρωπαίους ηγέτες που να διαβεβαιώνουν τις αγορές ότι μπορούμε να επιλύσουμε την κρίση αυτή. Οτι μπορούμε να κλείσουμε το θέμα, με αποτέλεσμα την αβεβαιότητα και την αστάθεια στις αγορές » δήλωσε ο κ. Τσου.
Κινεζικές ανησυχίες
Οι ανησυχίες του Πεκίνου οφείλονται στο ότι η κινεζική ηγεσία στόχο έχει να επιβραδύνει τις αγορές κρατικών ομολόγων. Πράγματι η Ιαπωνία έχει τώρα ξεπεράσει την Κίνα και επανήλθε ως ο μεγαλύτερος αγοραστής ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου τους τελευταίους μήνες. Ιδιαίτερα μετά τον άγριο πόλεμο δηλώσεων που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το επίμαχο ζήτημα της ισοτιμίας γουάν/ δολαρίου. Στην πραγματικότητα η κινεζική ηγεσία δήλωσε προς την Ουάσιγκτον να κοιτάξει τη δουλειά της όσον αφορά το συναλλαγματικό της καθεστώς. Αμέσως οι πολιτικοί του Κογκρέσου ανταπάντησαν, αυξάνοντας τις πιέσεις προς το υπουργείο Οικονομικών να δηλώσει επισήμως ότι η Κίνα χειραγωγεί το νόμισμά της και αφετέρου προειδοποίησαν ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να ανταποδώσουν φορολογώντας τις κινεζικές εισαγωγές.
Στην Ουάσιγκτον την εβδομάδα που πέρασε 130 μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου έστειλαν στο υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ επιστολή απαιτώντας να ονοματίσει την Κίνα με την κατηγορία της «χειραγώγησης του νομίσματος» στην έκθεση την οποία θα καταθέσει τον Απρίλιο. Μια τέτοια κίνηση από τον κ. Γκάιτνερ θα άνοιγε τον δρόμο για την επιβολή μεγάλων εμπορικών κυρώσεων κατά εισαγόμενων κινεζικών προϊόντων στις αμερικανικές αγορές. Επισημαίνεται ότι ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε προεκλογικά υιοθετήσει την πλειοψηφούσα άποψη στις ΗΠΑ ότι οι Κινέζοι προμελετημένα υποτιμούν το νόμισμά τους, επιτρέποντας έτσι στις κινεζικές εταιρείες να κλέβουν τις εργασίες των αμερικανών εργαζομένων. Το Πεκίνο από την πλευρά του υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ κατολισθαίνουν στο μονοπάτι του προστατευτισμού. Και το κάνουν αυτό διότι στόχο έχουν να «φορτώσουν» στις άλλες χώρες τα εσωτερικά οικονομικά τους προβλήματα.
Πάντως οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η Κίνα θα «αυτοκτονήσει» στην περίπτωση που αποφασίσει ως αντίποινα να πουλήσει τα αμερικανικά ομόλογα ή να μειώσει σημαντικά τις αγορές τους. Επισημαίνεται ότι η υποτιμητική συναλλαγματική πολιτική των Κινέζων είναι, στην πραγματικότητα, μια αναπτυξιακή πολιτική και έχει δρομολογήσει μια εξαγωγική μηχανή. Η μηχανή αυτή «κορυφώθηκε» το 2008, απογειώνοντας το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο κολοσσιαίο ποσό των 426 δισ. δολαρίων. Η Κίνα εξακολουθεί και είναι κολλημένη στη μερκαντιλιστική αυτή πολιτική.