Την άμεση εφαρμογή αναπτυξιακών μέτρων ζητεί από την κυβέρνηση ο κ. Κ. Μίχαλος, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), ενώ θεωρεί ότι το φορολογικό νομοσχέδιο κινείται σε εισπρακτική λογική.
– Το φορολογικό νομοσχέδιο, όπως τελικώς διαμορφώθηκε, ικανοποιεί τις επιδιώξεις της αγοράς;
«Δυστυχώς, οι φόβοι της αγοράς επιβεβαιώθηκαν. Πρόκειται για ένα δαιδαλώδες φορολογικό νομοσχέδιο που τηρεί μια καθαρά εισπρακτική πολιτική και δεν περιέχει την αναπτυξιακή δυναμική που διακαώς χρειάζεται η αγορά αυτή τη στιγμή. Είναι σαφές ότι τα οποιαδήποτε μέτρα πρέπει να ληφθούν θα είναι επώδυνα, αλλά αναγκαία. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνει με γνώμονα τη διατήρηση ή ακόμη και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και παράλληλα με την εφαρμογή μιας αναπτυξιακής πολιτικής που θα τονώσει την οικονομία αλλά και θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας».
– Φαίνεται ότι καθημερινά η ελληνική αγορά «βουλιάζει» όλο και πιο βαθιά στην ύφεση. Θεωρείτε ότι η κατάσταση είναι αναστρέψιμη;
«Ηδη από τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος γίνεται λόγος για μια ύφεση της τάξεως του 2% για το 2010, φοβούμαι όμως ότι το ποσοστό αυτό θα πλησιάσει το 4%. Από το πρώτο κιόλας τρίμηνο του οικονομικού έτους παρατηρείται μεγάλη κάμψη της κατανάλωσης σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων και από τα στοιχεία των εγγραφώνδιαγραφών των κατά τόπους επιμελητηρίων παρουσιάζεται μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είναι προφανές ότι όσο καθυστερούν τα αναπτυξιακά μέτρα αυτή η τάση μεγεθύνεται».
– Πώς αξιολογείτε τις αντιδράσεις της γερμανικής κυβέρνησης όσον αφορά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης;
«Οι χειρισμοί εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης στο εξωτερικό μάς βρίσκουν απολύτως σύμφωνους. Θεωρώ ότι υπάρχει εμπαιγμός εκ μέρους της γερμανικής κυβέρνησης και χρησιμοποιούν τη χώρα μας σαν “πειραματόζωο”, καθότι εκπροσωπούμε μόνον το 2% της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ελλάδα δεν θα ζητήσει ποτέ – αλλά ούτε υπάρχει και νομική διαδικασία- την απομάκρυνσή της από τη ζώνη του ευρώ. Ετσι εύλογα τίθεται το ερώτημα μήπως η ίδια η Γερμανία επιθυμεί να αποχωρήσει, εκμεταλλευόμενη τη σημερινή πλεονασματική ευρωστία τής δικής της οικονομίας, για να μην κληθεί πολύ σύντομα να επωμιστεί τις ευθύνες και το κόστος άλλων μεγάλων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως για παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ισπανίας, η οποία, πέραν των δυσμενών οικονομικών δεικτών που έχει, πολύ σύντομα θα κληθεί να αντιμετωπίσει φαινόμενα μεγάλης τραπεζικής “φούσκας”, η οποία είναι σαφές ότι δεν θα είναι διαχειρίσιμη σε εθνικό επίπεδο».