O έλληνας αρχιτέκτονας του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως εγκατέλειψε την Αθήνα και συνέθεσε το δικό του διπολικό περιβάλλον σε ένα κτήμα στο Ντράφι, με σπίτι και γραφείο σε απόσταση αναπνοής.
•Μέναμε στους πρόποδες του Λυκαβηττού και το γραφείο ήταν στην οδό Σκουφά. Επειτα από μία δεκαετία στην Κηφισιά, την εποχή που τα αγόρια ήταν μικρά, επιστρέψαμε στην Κλεομένους. Μοιάζει ήσυχος δρόμος, αλλά μπλοκάρει τόσο συχνά από αυτοκίνητα, που καταλήξαμε να κοιμόμαστε χειμώνα – καλοκαίρι με κλιματιστικό, ώστε ο βόμβος του να εξουδετερώνει τον εξωτερικό θόρυβο.
•Στο Ντράφι βρήκαμε τυχαία έναν ανέλπιστο πευκώνα με λόφους και ρέματα. Το οικόπεδο μάς γοήτευσε, αλλά το σπίτι μού θύμιζε τριώροφο κοτέτσι. Το ξαναφτιάξαμε όμως στα μέτρα μας και δεθήκαμε πολύ μαζί του.
•Δέκα χρόνια αργότερα μετέφερα το γραφείο στην Αγία Παρασκευή, βολική περιοχή, αλλά για να παρκάρεις έψαχνες μία ώρα. Οταν τελείωσαν τα έργα στη Λεωφόρο Μαραθώνος, έφερα και το γραφείο μου εδώ στο Ντράφι σχεδιάζοντας ένα κτίσμα κυριολεκτικά κρυμμένο μέσα στη βλάστηση.
•Εργάζομαι στον ήρεμο και φωτεινό χώρο του και από τα παράθυρα βλέπω δέντρα αλλά και την Πεντέλη. Ο στενόμακρος φεγγίτης αφήνει να μετακινούνται στο εσωτερικό λοξές δέσμες ηλίου και να περνά και το τελευταίο φως της ημέρας. Συχνά μου κάνουν παρέα τα σκυλιά μας. Τον πρώτο σκύλο μου, ένα φοξ τεριέ (σαν αυτό του Τεν Τεν), που ονειρευόμουν από παιδί, τον απέκτησα χάρη στην εξοχή. Στο κτήμα υπάρχουν και αλεπούδες, πρόσφατα είχαμε μια οικόσιτη που τη λέγαμε Κλαίρη!
•Η πρώτη φωτιά που είχαμε την ατυχία να ζήσουμε έκαψε την πυκνή βλάστηση που μας έκανε να αγαπήσουμε τον τόπο. Εχουμε όμως ακόμη έναν μικρό πευκώνα και νέα δέντρα, κουτσουπιές, χαρουπιές, ελιές, πολλά κυπαρίσσια κ.ά. Το πράσινο το αφήνουμε να αναπτύσσεται ελεύθερα (αλλά με φροντίδα), για να διατηρήσουμε τον εξοχικό χαρακτήρα, ενώ το χώμα καλύπτεται από αγριάδα.
•Οι συνήθειές μας άλλαξαν σε άμεση σχέση με τη φύση. Κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και συχνά περπατάμε με τους φίλους μας στη θαυμάσια πεζοδρομημένη διαδρομή δίπλα στη θάλασσα, από τη Νέα Μάκρη ως τον Μαραθώνα.
•Οι μετακινήσεις μας γίνονται μεθοδικά, αλλά εύκολα και ξεκούραστα. Αφήνω το αυτοκίνητο στην Παλλήνη, παίρνω το μετρό ή τον προαστιακό και φεύγω σε σταθερή τροχιά.
•Στην εξοχή αισθάνεσαι ότι η αρχιτεκτονική ανήκει στη γη και ίσως να μη χρειάζεται να δημιουργείς διαρκώς νέους όγκους. Το φυσικό περιβάλλον απαιτεί ευαισθησία και σεβασμό.
•Δυστυχώς όμως ο τόπος αλλάζει, ζωντανός μένει ο ανατριχιαστικός φόβος της πυρκαϊάς που δεν μάχεται ο κρατικός μηχανισμός, ενώ τραγική είναι η ανυπαρξία οιασδήποτε πρόβλεψης για στοιχειώδεις ανάγκες ανάπτυξης. Από τη μία μας περικύκλωσαν μεγάλα έργα, αεροδρόμιο, Αττική οδός, μετρό, ενώ ο δρόμος που μας ενώνει με τη λεωφόρο Μαραθώνος παραμένει στην ουσία αγροτικός. Αποτέλεσμα να συνωστίζονται σε αυτόν σχολικά, μπετονιέρες, επιθετικά τζιπ, κινδυνεύοντας όλοι μαζί από στροφές-παγίδες.
•Οταν ζεις στην εξοχή ξεχνάς την καθημερινότητα μιας ασυντόνιστης πόλης, τα σκουπίδια, τα αυτοκίνητα στα πεζοδρόμια…
•Στην Αθήνα που αγαπούσα νιώθω επισκέπτης και από την περιοχή του Λυκαβηττού το μόνο που νοσταλγώ είναι η αίσθηση γειτονιάς που έζησα στην απόκεντρη οδό Αχαιού.
Δημοσιεύθηκε στο BHMΑDECO, τεύχος 30, σελ. 66, Μάρτιος 2010.