Τα καλλυντικά της Κυκλαδίτισσας

Τι κοινό μπορεί να έχουν τα μαύρα μάτια της Νεφερτίτης, τα ρόδινα ζυγωματικά μιας προϊστορικής κυκλαδίτισσας καλλονής και τα κόκκινα χείλη μιας σύγχρονης γυναίκας; Το μυστικό βρίσκεται στο μακιγιάζ: τα καλλυντικά τους, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, περιέχουν οξείδια του μολύβδου. Αρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση, το μακιγιάζ δεν είναι καθόλου καινούργια υπόθεση. Αντιθέτως, ανάγεται στα βάθη των χιλιετιών. Και αν σήμερα αποτελεί αντικείμενο έρευνας με τις πλέον εξελιγμένες γνώσεις της επιστήμης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρόγονοί μας το αντιμετώπιζαν με μικρότερη επιμέλεια.

Τι κοινό μπορεί να έχουν τα μαύρα μάτια της Νεφερτίτης, τα ρόδινα ζυγωματικά μιας προϊστορικής κυκλαδίτισσας καλλονής και τα κόκκινα χείλη μιας σύγχρονης γυναίκας; Το μυστικό βρίσκεται στο μακιγιάζ: τα καλλυντικά τους, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, περιέχουν οξείδια του μολύβδου.

Αρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση, το μακιγιάζ δεν είναι καθόλου καινούργια υπόθεση. Αντιθέτως, ανάγεται στα βάθη των χιλιετιών. Και αν σήμερα αποτελεί αντικείμενο έρευνας με τις πλέον εξελιγμένες γνώσεις της επιστήμης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρόγονοί μας το αντιμετώπιζαν με μικρότερη επιμέλεια. Οπως όλα δείχνουν, η κάθε εποχή το προσεγγίζει με τα καλύτερα μέσα που διαθέτει. Και ένα από αυτά φαίνεται να είναι ο μόλυβδος. Τον βρίσκουμε στο κολ των αρχαίων Αιγυπτίων, στα ψιμύθια των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, στα καλλυντικά των αναγεννησιακών κυριών, στο περίφημο χλωμό «φον ντε τεν» της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας αλλά και, σε πολύ μικρότερες συγκεντρώσεις, στα σημερινά κραγιόν. Το γεγονός ότι είναι τοξικός δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά. Η διαχρονικότητά του ως βασικού στοιχείου του μακιγιάζ έως και τα νεότερα χρόνια είναι τέτοια ώστε η παρουσία του σε αρχαιολογικά ευρήματα δείχνει πολύ συχνά προς μια πιθανή κατεύθυνση: αυτή των καλλυντικών.

Το πρώτο ρουζ;
Αυτό ακριβώς συνέβη στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, όπου μια ομάδα ερευνητών, στο πλαίσιο μιας μελέτης που διενεργείται με την υποστήριξη του διευθυντή των ανασκαφών Ακρωτηρίου Θήρας κ.Χρίστου Ντούμα και τη χορηγία του Ιnstitute for Αegean Ρrehistory, ανίχνευσε χρωστικές του μολύβδου σε λίθινα εργαλεία διαφορετικών σχημάτων και χρήσεων (μυλόπετρες, γουδιά, χειρόλιθους, παλέτες) που μαρτυρούν την κατεργασία των πρώτων υλών από την πρώτη λειοτρίβηση ως τη δημιουργία εξαιρετικά λεπτόκοκκης πούδρας. Οι χρωστικές που ανιχνεύθηκαν έχουν ως βάση το κόκκινο χρώμα που δίνει ο λιθάργυρος αλλά εμφανίζουν και ανοιχτότερες αποχρώσεις του κόκκινου ως το υπόλευκο του κερουσίτη. Χρώματα του μολύβδου δεν έχουν εντοπισθεί στις τοιχογραφίες ή στα αγγεία που έχουν βρεθεί ως τώρα. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν για το μακιγιάζ.

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το αρχαιότερο «ρουζ» που έχει βρεθεί ως τις ημέρες μας; Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν έχουν ακόμη απτές αποδείξεις αλλά μόνο ενδείξεις. Είναι όμως πολύ ισχυρές. Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία μόλις δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο «Journal of Αrchaeological Science», (https://dx.doi.org/10.1016/j. jas. 2010.02.001) θεωρούνται σημαντικά. Οχι μόνο επειδή τα χρώματα και οι εφαρμογές τους αναδεικνύονται τα τελευταία χρόνια διεθνώς σε «καυτό» αντικείμενο μελέτης της αρχαιολογίας αλλά και γιατί αποκαλύπτουν άγνωστες ως σήμερα πλευρές των πρακτικών της Εποχής του Χαλκού γενικότερα και του κυκλαδικού πολιτισμού ειδικότερα.

Μακιγιάζ σε άσπρο- μαύρο
Οι πρώτοι διδάξαντες την τέχνη του μολυβδούχου μακιγιάζ θεωρούνται οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, εφόσον σε αυτούς έχουν βρεθεί οι αρχαιότερες σχετικές μαρτυρίες. Το έντονο μαύρο περίγραμμα γύρω από τα μάτια των ανδρών και των γυναικών της εποχής των Φαραώ είχε ως βάση του τον γαληνίτη- τον θειούχο μόλυβδο -, πρώτη ύλη η οποία εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ευρέως όχι μόνο στην Αίγυπτο αλλά και σε άλλες περιοχές τις επόμενες χιλιετίες. Εξίσου παλαιά και διαδεδομένη χρωστική στο μακιγιάζ είναι το λευκό του μολύβδου που βγαίνει από τον κερουσίτη- ανθρακικό άλας του μολύβδου – και χρησιμοποιήθηκε ανά τους αιώνες για τη λεύκανση του προσώπου. Τα αρχαιότερα δείγματα λευκού του μολύβδου σε μορφή «πούδρας» ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ. και έχουν ανακαλυφθεί τόσο στην Αίγυπτο όσο και, σχετικά πρόσφατα, σε γυναικείους τάφους σε νεκροταφεία της Μεσοποταμίας.

Λαμπερό κόκκινο
Το κόκκινο απουσίαζε όμως ως τώρα από τη χρωματική παλέτα των προϊστορικών καλλυντικών του μολύβδου. «Το σημαντικό σε αυτή την ανακάλυψη» λέει μιλώντας στο «Βήμα» η Σοφία Σωτηροπούλου,φυσικός του Διαγνωστικού Κέντρου Εργων Τέχνης του Ιδρύματος Ορμύλια και υπεύθυνη για τον συντονισμό της έρευνας,«είναι ότι στο Ακρωτήρι έχουμε τη χρήση του λιθάργυρου για το κόκκινο χρώμα του.Γιατί,από όσα γνωρίζαμε ως τώρα για τα χρώματα του μολύβδου,μιλούσαμε πάντα για το λευκό, τον κερουσίτηκαι το μαύρο,τον γαληνίτη, που χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο.Αυτά ήταν τα γνωστά χρώματα του μολύβδου στα καλλυντικά». Οι κόκκινες χρωστικές τις οποίες εντόπισαν οι ερευνητές έχουν δύο προελεύσεις. Στην πλειονότητά τους προέρχονται από τον λιθάργυρο, ορυκτό μονοξείδιο του μολύβδου που παράγεται κατά την εξαγωγή του αργύρου από τον αργυρούχο μεταλλικό μόλυβδο. Τέτοια πλακοειδή κομμάτια λιθάργυρου έχουν βρεθεί στον οικισμό και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, μπορούν να συσχετισθούν με τις σκόνες που σώζονται πάνω στα εργαλεία.«Αυτό το παραπροϊόν της μεταλλουργίας του αργύρου», μας εξηγεί οΒασίλης Περδικάτσης , καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης, ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα,«οι αρχαίοι το μάζευαν από τα εργαστήρια του αργύρου και το χρησιμοποιούσαν μετά για να φτιάξουν διάφορες χρωστικές.Ή το λευκό του μολύβδου,το αποκαλούμενο στουπέτσι στην κοινή γλώσσα,ή άλλες ενώσεις του μολύβδου, όπως το κόκκινο που βρήκαμε».

Ρόδινα μάγουλα από μίνιο;

Μια άλλη κόκκινη χρωστική έχει ως βάση το μίνιο, επιτετραοξείδιο του μολύβδου που είναι γνωστό και ως «κόκκινος μόλυβδος». Βρέθηκε σε ένα κομμάτι που φαίνεται να αποτελεί το υπόλειμμα του περιεχομένου ενός μικρού δοχείου το οποίο δεν έχει σωθεί.«Το υλικό έχει ζωηρό ρόδινο χρώμα και είναι εξαιρετικά λεπτόκοκκο» λέει ο κ. Περδικάτσης.«Ηταν ανακατεμένο με δευτερογενή ασβεστίτη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το αναμείγνυαν με ασβέστη,προφανώς για να κάνουν το χρώμα του πιο απαλό».

Το συγκεκριμένο εύρημα αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της χρήσης των καλλυντικών, όπως εξηγούν οι αρχαιολόγοιΑναστασία Δεβετζήκαι Κική Μπίρταχατης επιστημονικής ομάδας του Ακρωτηρίου Θήρας που έχουν αναλάβει το αρχαιολογικό σκέλος της μελέτης. Είναι διαμορφωμένο σε λεπτές στρώσεις οι οποίες δείχνουν ότι αραιωνόταν με κάποιο υγρό και εφαρμοζόταν με κάποιο είδος πινέλου.«Προφανώς για να έχει καλύτερη εφαρμογή έβαζαν ένα ενδιάμεσο υλικό, ίσως νερό, δεν μπορούμε να το ξέρουμε,γιατί τα οργανικά υλικά δεν μπορούν να σωθούν» λέει μιλώντας στο «Βήμα» η κυρία Δεβετζή.«Είναι μικρό σαν δείγμααλλά το χρωματικό αποτέλεσμα είναι πολύ ενδιαφέρον:είναι ένα έντονο ροζ που όμως περιέχει μόλις 4% μίνιο .Αν δεχθούμε ότι το χρώμα αυτό το χρησιμοποιούσαν στο μακιγιάζ,η μεγάλη αραίωσή του μείωνε και την τοξικότητά του».

Τοξικά ή θεραπευτικά;
Σήμερα ξέρουμε ότι ο μόλυβδος και όλα τα οξείδιά του, από τον γαληνίτη, τον λαυριονίτη και τον κερουσίτη ως τον λιθάργυρο και το μίνιο, είναι εξαιρετικά τοξικές ουσίες. Παρ΄ όλα αυτά αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς, και ιδιαίτερα ο Διοσκουρίδης, αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες του μαύρου κολ των Αιγυπτίων, το οποίο χρησίμευε και ως κολλύριο για την προστασία και τη θεραπεία των ματιών.

Οι αναφορές αυτές ώθησαν μια ομάδα γάλλων ερευνητών να εξετάσει περισσότερο το θέμα.«Οι αρχαίοι έλληνες και ρωμαίοι συγγραφείς-και οι αιγύπτιοι πριν από αυτούς-πίστευαν ότι αυτό το προϊόν που εμείς θεωρούμε τοξικό είχε φαρμακευτικές ιδιότητες»λέει μιλώντας στο «Βήμα» οΦιλίπ Βαλτέρ, φυσικός του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CΝRS), ειδικός στην ανάλυση των αρχαίων χρωστικών, ο οποίος ήταν επικεφαλής της σχετικής έρευνας μαζί με τονΚριστιάν Αματόρ, χημικό της Εcole Νormale Sup rieure. «Για τον λόγο αυτόν σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα πείραμα υποβάλλοντας ένα μεμονωμένο κύτταρο σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις μολύβδου». Ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό
Χρησιμοποιώντας μια ηλεκτροχημική τεχνική την οποία έχει αναπτύξει ο κ. Αματόρ και επιτρέπει την ανάλυση των ανεπαίσθητων σημάτων που εκπέμπουν τα κύτταρα, οι ερευνητές υπέβαλαν ένα κερατινοκύτταρο της επιδερμίδας σε μικρές ποσότητες διαλύματος λαυριονίτη, δευτερογενούς ορυκτού του μολύβδου που έχει ανακαλυφθεί στο Λαύριο και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι συνέθεταν- από τον λιθάργυρο- για να παρασκευάσουν καλλυντικά. Αυτό που παρατήρησαν ήταν εκπληκτικό. Αντί, όπως αναμενόταν, να νεκρωθεί, το κύτταρο άρχισε να παράγει δεκάδες χιλιάδες μόρια μονοξειδίου του αζώτου, τα οποία λειτουργούν ως αγγελιαφόροι του ανοσοποιητικού συστήματος ενεργοποιώντας τους μακροφάγους, τα κύτταρα που σκοτώνουν τα βακτήρια.«Το μονοξείδιο του αζώτου»εξηγεί ο κ. Βαλτέρ«ενισχύει την άμυνα του οργανισμού. Το πείραμά μας έδειξε ότι το προϊόν αυτό είχε πραγματικά φαρμακευτικές ιδιότητες και μπορούσε να θεραπεύσει τις μολύνσεις» .

Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον μόλυβδο; Η έρευνα των γάλλων ερευνητών, η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο Ιανουάριο στο επιστημονικό έντυπο «Αnalytical Chemistry», είναι μεμονωμένη και οπωσδήποτε το ζήτημα χρειάζεται περισσότερη εξέταση. Οπως τονίζει ο κ. Βαλτέρ, κάνοντας αναφορά στονΠαράκελσο, όλα φαίνονται να είναι ζήτημα δοσολογίας. Ο μόλυβδος όμως, σπεύδει να υπογραμμίσει, είναι τόσο τοξικός ώστε ακόμη και στα κείμενα του αναγεννησιακού αλχημιστή που περιγράφουν τις δόσεις παρασκευής των δηλητηρίων συνιστάται σε ποσότητες σχεδόν μηδενικές.«Πρέπει να ξεχωρίζουμε τα πράγματα»επισημαίνει.«Οι συνθήκες στις οποίες δεν θα “σκοτώσει” είναι πολύ συγκεκριμένες». Αποδεικτικά στοιχεία
Θανατηφόρες ή μη, οι χρωστικές του μολύβδου που βρέθηκαν στο Ακρωτήρι κοσμούσαν κατά πάσα πιθανότητα τα πρόσωπα των κυριών σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, από την πρώιμη (3η χιλιετία π.Χ.) ως την ύστερη περίοδό της, λίγο πριν από την καταστροφή της πόλης από το ηφαίστειο γύρω στο 1600 π.Χ. Το ότι ως τώρα δεν έχουν βρεθεί ανάλογες κόκκινες χρωστικές πουθενά αλλού συνιστά μεν μια σημαντική «πρωτιά» αλλά, από την άλλη πλευρά, στερεί τους ειδικούς από ένα μέτρο σύγκρισης που θα ενίσχυε περισσότερο τις υποθέσεις τους.«Σαφή απόδειξη δεν έχουμε»τονίζει η κυρία Δεβετζή.«Κάτι τέτοιο θα είχαμε αν είχαμε βρει τα οξείδια του μολύβδου μέσα σε κάποιο δοχείο με μικρή περιεκτικότητα, μια πυξίδα, ας πούμε,για φύλαξη καλλυντικών».

Υπάρχουν όμως πολλές ενδείξεις. Κατ΄ αρχάς το γεγονός ότι τα χρώματα βρέθηκαν σε μικρές ποσότητες- κάτι το οποίο υποδεικνύει ότι δεν προορίζονταν για τη ζωγραφική-, όπως και το ότι δεν ανιχνεύθηκαν στις τοιχογραφίες ή στα κεραμικά που έχουν βρεθεί στην ανασκαφή. Επίσης τα εργαλεία στα οποία εντοπίστηκαν είναι πολύ συγκεκριμένα και έχουν βρεθεί μέσα στα σπίτια και όχι στα εργαστήρια, όπως έχει συμβεί με τα άλλα εργαλεία παρασκευής που έχουν βρεθεί εκτός των σπιτιών.«Ολα αυτά δείχνουν πολύ εξειδικευμένη χρήση και συνηγορούν υπέρ των καλλυντικών» εξηγεί η αρχαιολόγος.

Το πιο απτό αποδεικτικό στοιχείο έρχεται ίσως από τις τοιχογραφίες. «Εχουμε τις απεικονίσεις των γυναικείων μορφών που είναι σαφώς μακιγιαρισμένες»λέει η κυρία Δεβετζή. «Αυτό βέβαια δεν αποδεικνύει ότι τα υλικά του μακιγιάζ τους είναι εκατό τοις εκατό οξείδια του μολύβδου. Εχουμε όμως μια ισχυρή ένδειξη ότι χρησιμοποιούσαν καλλυντικά χρώματα,όχι μόνο μαύρο αλλά και κόκκινο».Σε αυτό συμφωνεί και ο κ. Βαλτέρ, ο οποίος γνωρίζει τα αποτελέσματα της έρευνας των ελλήνων ειδικών. «Πρέπει να κοιτάζει κανείς την εικονογραφία» δηλώνει«αλλιώς μπορεί να οδηγηθεί σε επικίνδυνα συμπεράσματα. Στην Αίγυπτο δεν χρησιμοποιούν το κόκκινο.Στη Σαντορίνη όμως και στις μινωικές τοιχογραφίες βλέπουμε απεικονίσεις με κόκκινο στα μάγουλα και στα χείλη. Αυτό είναι σαφέστατο».

lalina@tovima.gr

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΔΟΥ

Γιατί ο μόλυβδος, αν και τοξικός, είναι τόσο δημοφιλής για την παρασκευή καλλυντικών εδώ και χιλιάδες χρόνια; Κατ΄ αρχάς επειδή, όπως φαίνεται, όλα γίνονται εύκολα με αυτόν.«Οι χρωστικές του μολύβδου είναι πολύ εύκολο να λειοτριβηθούν και να χρησιμοποιηθούν»εξηγεί ο κ. Περδικάτσης.«Ολα στη χημεία είναι μόλυβδος», επισημαίνει από την πλευρά του ο κ. Βαλτέρ,«και η χημεία των οξειδίων του μολύβδου είναι ευκολότερη από αυτή των άλλων υλικών γιατί είναι εξαιρετικά δραστικά χημικά».

Το μεγάλο πλεονέκτημα του επικίνδυνου στοιχείου βρίσκεται όμως στην ποιότητα των χρωστικών που προσφέρει, τόσο από την άποψη της χρωματικής δύναμης όσο και από αυτή της καλυπτικότητας.«Δίνει λευκά, μαύρα και κόκκινα εξαιρετικού χρώματος, τα οποία επιπλέον έχουν πολύ μεγάλη ικανότητα να καλύπτουν το δέρμα»τονίζει ο γάλλος φυσικός.

ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Οπως συμβαίνει συχνά στην επιστημονική έρευνα, η ανακάλυψη έγινε σχετικά τυχαία. Οι ερευνητές δεν ανέλυαν τα ευρήματα των ανασκαφών του Ακρωτηρίου αναζητώντας καλλυντικά, αλλά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μελέτης γύρω από τα χρώματα που έχουν βρεθεί ως πρώτες ύλες στον οικισμό. Οταν ανίχνευσαν μόλυβδο στα εργαλεία χωρίς να έχει ως σήμερα εντοπισθεί στις τοιχογραφίες ή στη διακόσμηση των αγγείων, θέλησαν να διερευνήσουν το θέμα περισσότερο.

Ετσι ξεκίνησαν οι αναλύσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αντικειμένων. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε η φθορισιμετρία ακτίνων Χ (Χ Ray Fluorescence Αnalysis ή εν συντομία ΧRF).«Η μέθοδος αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να εφαρμοστεί επί τόπου και δεν είναι καταστρεπτική επιτρέποντας την εξέταση μεγάλου αριθμού δειγμάτων σε σύντομο διάστημα»λέει μιλώντας στο «Βήμα» οΑνδρέας Καρύδας, ερευνητής του Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» που έκανε τις σχετικές αναλύσεις.«Ανιχνεύει με μεγάλη ευαισθησία βαρέα μέταλλα όπως ο μόλυβδος όχι μόνο σε αρχαίες χρωστικές αλλά και σε σύγχρονα υλικά, στο περιβάλλον,ακόμη και σε ιατρικές εφαρμογές».

Η ΧRF μπορεί να εντοπίσει χημικά στοιχεία αλλά δεν προσδιορίζει τη χημική σύνθεση των υλικών. Για να την πιστοποιήσουν, οι ερευνητές εφάρμοσαν μια άλλη αναλυτική μέθοδο, την περιθλασιμετρία ακτίνων Χ (Χ Ray Diffraction ή ΧRD).«Ορισμένα αντικείμενα», εξηγεί η κυρία Σωτηροπούλου,«μετρήθηκαν και με μη καταστρεπτικό τρόπο και με ανάλυση στο εργαστήριο.Ετσι μπορέσαμε να αντιπαραβάλουμε και να διασταυρώσουμε τα αποτελέσματα και να βγάλουμε συμπεράσματα για το σύνολο των μετρήσεων που έγιναν επί τόπου».

Για μια πιο «χειροπιαστή» επιβεβαίωση έκαναν επίσης ένα πρωτότυπο πείραμα. Πήραν ένα κομμάτι λιθάργυρου από αυτόν που έχει βρεθεί στο Ακρωτήρι και τον έτριψαν επάνω σε μια πέτρα σαν τις μυλόπετρες που μελετήθηκαν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να τον επεξεργάζονταν οι κάτοικοι του προϊστορικού οικισμού: το αποτέλεσμα ήταν μια σκόνη σαν πούδρα με λεπτούς κόκκινους κόκκους, ακριβώς σαν αυτή που εντόπισαν στις αρχικές έρευνές τους.

Το ισχυρό σημείο της ελληνικής μελέτης έγκειται στον πλήρως διεπιστημονικό χαρακτήρα της. Αν και η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει να προσφέρει πολλά στην αρχαιολογική έρευνα, η στενή συνεργασία ανάμεσα στους εκπροσώπους των θετικών και των θεωρητικών επιστημών δεν είναι κάτι που έχει παγιωθεί- και αυτό δεν ισχύει μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά διεθνώς.«Εδώ είχαμε μια ομάδα από φυσικούς, γεωλόγους και αρχαιολόγους που δουλέψαμε όλοι μαζί από την αρχή ως το τέλος και ο καθένας με τις γνώσεις του συνέβαλε ώστε να μπορέσουμε να φθάσουμε σε αυτά τα συμπεράσματα»λέει η κυρία Σωτηροπούλου.«Οι αρχαιολόγοι δεν μπορούμε μόνοι μας να δουλέψουμε σωστά αν δεν έχουμε τις άλλες επιστήμες μαζί μας»συμπληρώνει η κυρία Δεβετζή.«Και εμείς αν φθάσαμε εδώ, φθάσαμε γιατί εργαστήκαμε όλοι μαζί,επί ίσοις όροις».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.